Το 1965, ο Γάλλος Zαν-Ντανιέλ Πολέ έρχεται στην Ελλάδα για να γυρίσει το «Μια σφαίρα στην καρδιά», ένα φιλμ νουάρ που αποτέλεσε την πρώτη –και μοναδική– διεθνή συμμετοχή της Τζένης Καρέζη, η οποία συμπρωταγωνιστούσε στο πλευρό του Σάμι Φρέι και της Φρανσουάζ Αρντί, με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Συμμετείχαν, επίσης, ο Σπύρος Φωκάς, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Σωτήρης Μουστάκας (ακόμα και ο Γιώργος Μαρίνος κάνει ένα πέρασμα!).
Το φιλμ θεωρούνταν χαμένο για δεκαετίες, μέχρι που ανακαλύφθηκε και αποκαταστάθηκε το 2018 από τη Γαλλική Ταινιοθήκη. Στις 10 Σεπτεμβρίου θα διανεμηθεί στα θερινά σινεμά από την Carousel Films. Ο Κώστας Φέρρης, αδελφικός φίλος του Πολέ και βοηθός σκηνοθέτη (ανάμεσα σε πολλά άλλα) του «Μια σφαίρα στην καρδιά», μοιράζεται μαζί μας την ιστορία πίσω από το φιλμ. — Άκης Καπράνος
Για την Ελλάδα το 1965 υπήρξε μια αποφασιστική χρονιά. Για τον Ζαν-Ντανιέλ Πολέ αλλά και για μένα τον ίδιο.
Ήδη από το 1962 που γνωριστήκαμε για τα γυρίσματα των «Βασσών», επιχείρησα να τον πείσω να κάνει άλλη μία μυθοπλαστική ταινία (ύστερα από την αποκηρυγμένη από τον ίδιο «La Ligne de Mire») στην Ελλάδα που τόσο θαύμαζε. «Εδώ είναι πολύ πιο φτηνά, του είπα, το τεχνικό προσωπικό εξαιρετικό, μπορούμε να βρούμε και έναν Έλληνα συμπαραγωγό». Επιστρέφοντας στο Παρίσι, μου στέλνει ως δώρο μια συνδρομή στο «Cahiers de Cinéma». Γνώριζε ήδη για το εκκολαπτόμενο ελληνικό Νέο Κύμα και ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα να μας συντονίσει με το γαλλικό.
Εκείνος μου μιλούσε για τον Ηνίοχο των Δελφών κι εγώ του έλεγα για το Φιλί του Ροντέν. Εκείνος μου απήγγελλε στίχους της «Αντιγόνης» κι εγώ του απαντούσα με Ρεμπό και Πρεβέρ!
Το πηγαινέλα Παρίσι - Αθήνα κράτησε περίπου 2,5 χρόνια και μετά τις δυσκολίες του στησίματος του σεναρίου του «Ο θάνατος του Ραφά», παρότι είχε εξασφαλίσει τη συμμετοχή του Σαρλ Αζναβούρ, μας έφερε ένα σενάριο του φίλου του σκηνοθέτη και θεωρητικού Πιερ Καστ, που είχε τον τίτλο «Μια σφαίρα στην καρδιά». Πρωταγωνίστρια θα ήταν η αγαπημένη τραγουδίστρια του νεολαιίστικου περιοδικού «Salut les copains» Φρανσουάζ Αρντί κι έτσι εξασφάλιζε την υποστήριξη του εκδότη Φιλιπακί.
Με τον κοινό μας φίλο, τον δαιμόνιο τεχνικό του ελληνικού κινηματογράφου Αλέκο Λεμπέση, θείο του επίσης δαιμόνιου Γιάννη Μάρδα (που θα γίνει Αλέξης ως ο 5ος των Beatles), στήσαμε την παραγωγή, αφού η χρηματοδοτική «μαγιά» ήρθε από το Παρίσι με το όνομα του Γάλλου επιχειρηματία (νομίζω πως ήταν γιατρός) André Lapprand.
Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΛΑΜΑΡΤΙΝΟΥ
Ήδη από τα γυρίσματα της «μυθικής» πλέον σήμερα ταινίας του «Méditerranée» («Μεσόγειος») που τον είχε φέρει για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τον φίλο του Volker Schloendorf («Το Ταμπούρλο»), ο Ζαν-Ντανιέλ Πολέ είχε υποστεί αυτό που ονομάζω «coup de Grece» (κεραυνοβόλος έρωτας προς την Ελλάδα). Ένας δικός μου χαρακτηρισμός των ξένων θαυμαστών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, με το πασπάλισμα λίγης οριενταλίστικης γραφικότητας. Με τη φιλία του μαζί μου κέρδισε τον τίτλο του «φιλέλληνα» που του έδωσα και που καμάρωνε ως το τέλος της ζωής του.
Μια και η παιδεία μου δεν ήταν καθαρόαιμα «ελλαδίτικη» αλλά μάλλον αλεξανδρινή, με όλη την κοσμοπολίτικη διάθεσή της, κέρδισα στα μάτια του Πολέ τον αγαπησιάρικο τίτλο του «απάτριδα», κι αυτό το κράτησε επίσης ως το τέλος της ζωής του. Εκείνος μου μιλούσε για τον Ηνίοχο των Δελφών κι εγώ του έλεγα για το Φιλί του Ροντέν. Εκείνος μου απήγγελλε στίχους της «Αντιγόνης» κι εγώ του απαντούσα με Ρεμπό και Πρεβέρ! Στο μεταξύ, γύρισα την πρώτη (ενυπόγραφη) ταινία μου, βασισμένη στη γαλλική οπερέτα «Les 28 jours de Clairette» («Μερικές το προτιμούν χακί»), ενώ εκείνος πρόλαβε να γυρίσει το «Le Horla» με τον Laurent Terzieff, βασισμένο στο διήγημα του Γκι ντε Μοπασάν.
Στα πηγαινέλα Παρίσι-Αθήνα καμαρώνω πως του άνοιξα τον ορίζοντα στον σύγχρονο και ζωντανό ελληνικό πολιτισμό. Του γνώρισα τον Μίκη, τον Κούνδουρο, το σινεμά των φίλων μου. Αγάπησε πολύ τις «Μικρές Αφροδίτες» αλλά και τον «Ουρανό» του Τάκη Κανελλόπουλου. Διάβασε Καζαντζάκη κι έκανε βίβλο του την «Ασκητική». Περιφερόμαστε στις μπουάτ της εποχής, ενθουσιάστηκε με τον Κώστα Χατζή, και καταλήξαμε στη «Στοά» του Γιώργου Κούνδουρου. Δεν τον ενθουσίασαν ούτε ο Σαββόπουλος ούτε ο Μάνος Λοΐζος, αλλά αγάπησε για πάντα τη 17χρονη τότε Μαρία Φαραντούρη. Έφερε και τη Φρανσουάζ Αρντί για να την κάνει να ζηλέψει, αλλά η Μαρία μόλις την είδε έσπευσε να της ζητήσει ένα αυτόγραφο... Πιο πολύ απ' όλα λάτρεψε αυτούς τους τρελούς διονυσιακούς και εξωστρεφείς Έλληνες, που είναι ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο!
Ενθουσιάστηκε, τέλος, με τον Άλκη Γιαννακά και σκέφτηκε να τον «παντρέψει» κινηματογραφικά με μιαν αντίστοιχη Ελληνίδα. Εντυπωσιάστηκε ένα βράδυ με μια χορεύτρια στου Μοστρού που τη λέγαν... Βέρα Κρούσκα! «Γιαννακάς-Κρούσκα, τρέμε Ευρώπη!» αναφώνησε. Όμως η μητέρα της Βέρας είχε αντιρρήσεις, νομίζω και ο Φώτης Μεταξόπουλος επίσης, και το «ζευγάρι» ακυρώθηκε.
Δεν θυμάμαι ποιος του πρότεινε την Τζένη Καρέζη, νομίζω ο Θεοδωράκης. Κι εκείνη, προδότρια, του πρότεινε να πάρει μουσικό τον Σταύρο Ξαρχάκο. Πρόσφατα ο Σταύρος με βεβαίωσε πως δεν είχε ιδέα και πως σε καμία περίπτωση δεν θα καταδεχόταν να «φάει» τη δουλειά από τον Ψηλό! Το ζήτημα είναι πως ο Πολέ ξενύχτησε ένα βράδυ στο σπίτι της και την άλλη μέρα ήρθε κατευθείαν στο γύρισμα χωρίς καν να περάσει από το ξενοδοχείο, όπου τον περίμενε η μνηστή του Sarah Georges Picault.
Έτσι, η Σάρα εμφανίστηκε ξαφνικά έξαλλη στο γύρισμα και... τον πλάκωσε στα χαστούκια. Την άλλη μέρα η «Απογευματινή» είχε τίτλο «Ο Πολλέ έφαγε πολλές...». Λίγο πριν πεθάνει, η Σάρα δηλώνει στον Jean-Paul Fargier: «Ο μόνος που με συμπαθούσε ήταν ο Έλληνας βοηθός».
Σ' εμένα έδωσε το ελεύθερο να οργανώσω τη διανομή. Αν το «Κιέριον» του Δήμου Θέου είναι η αναμνηστική φωτογραφία όλης της ομάδας του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, η «Σφαίρα στην Καρδιά» συγκεντρώνει τους περισσότερους από τους φίλους της ομάδας, ηθοποιούς και τεχνικούς, που μας συμπαραστάθηκαν ως το τέλος, Από τον Βασίλη Διαμαντόπουλο ως τον Σπύρο Φωκά και από τον Σωτήρη Μουστάκα ως τον Φάνη Χηνά. Μέχρι και ο Τσαχιρίδης με τον Ζανίνο ήταν εκεί.
Ο Πολέ ήταν ενθουσιασμένος που είχαμε αυτούς τους δαιμόνιους τεχνικούς του ελληνικού σινεμά, που μέχρι και αυτοσχέδιο γερανό με βαρούλκο τους φτιάξαν στο θέατρο των Δελφών και τρέχανε μ' αυτό το χειροκίνητο «βαγονέτο εργασίας» των σιδηροδρόμων για χιλιόμετρα πάνω στις ράγες – ίσως το μεγαλύτερο τράβελινγκ στην ιστορία του σινεμά.
Ήρθε και ο Σάμι Φρέι. Ευγενέσταστος, διακριτικός, τρυφερός θα έλεγα, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν... να τηλεφωνηθεί με την αγαπημένη του Françoise Dorleac, που είχα γνωρίσει πριν από δύο χρόνια σε μια ταινία του Molinaro. Στο σενάριο χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Νίκος Φέρρης και ο Πολλέ μου είπε πως έψαχναν (με τον Καστ) για ένα ελληνικό όνομα. Του είπα, φυσικά, πως το Ferris δεν είναι ελληνικό αλλά... λιβανέζικο και μου απάντησε πως για κείνον είναι πιο ελληνικό από το Papadopoulos... Το συμπλήρωμα ήρθε 25 χρόνια αργότερα, στην ταινία «Τρεις μέρες στην Ελλάδα», όπου ο συμπρωταγωνιστής του και οδηγός του ταξί λέγεται Κώστας και του απαγγέλλει ποιήματα του Καβάφη και του Καββαδία...
Εκτός από το επεισόδιο με τη Σάρα, τα γυρίσματα κύλησαν αρμονικά και με μεγάλο ενθουσιασμό των ηθοποιών και τεχνικών που δούλευαν επιτέλους σε μια διεθνή παραγωγή, η οποία δεν έχει τη στατική θεατρικότητα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου αλλά πάρα πολύ τράβελινγκ. Μάλιστα, στο Χίλτον γυρίσαμε ένα εκπληκτικό «μονοπλάνο» (plan séquence) με τη χρήση δύο ασανσέρ και δύο τράβελινγκ σε... δύο διαφορετικούς ορόφους, που όμως κόπηκε στα δύο στο μοντάζ.
Πήγαμε σε όλα τα αγαπημένα μέρη του σκηνοθέτη: Δελφούς, θέατρο και μουσείο με τον Ηνίοχο, Αχλαδόκαμπο, Ναό των Βασσών και φυσικά στον μύλο του Μπαλαμπάνη στη Σκύρο. Ο Θεοδωράκης του έδωσε όλη την ορχηστρική σουίτα από τον «Όμηρο» του Brentam Beham κι ένα τραγούδι για την Καρέζη. Η Φρανσουάζ Αρντί ήταν έξαλλη και δήλωσε αργότερα πως ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής της. Έτσι χάθηκε η υποστήριξη του Φιλιπακί και του περιοδικού του, ίσως και να προκάλεσε την αγορά των «Cahiers du Cinéma» από τον εκδότη του «Salut les copains».
Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ
Ξαφνικά...
Ο κεραυνός του Δία έπεσε εν μέσω γυρισμάτων, στις 15 Ιουλίου. Τα Ιουλιανά προκάλεσαν μεγαλύτερη κινητοποίηση απ' όση η δολοφονία του Λαμπράκη. Και ο Πολέ, από το ξενοδοχείο του, το King Minos, έβλεπε στην Ομόνοια τον Λεφάκη με τους Κρήτες χορευτές του και τα πλήθη να ωρύονται. Με παίρνει από το χέρι και βγαίνουμε στον δρόμο. Ομόνοια-Σύνταγμα, σχεδόν ένα εκατομμύριο διαδηλωτές, να ζητούν δημοψήφισμα κατά του βασιλιά. Ο Πολέ, απολιτικός και αστός ίσαμε τότε, συγκλονίζεται. «Αυτή την ανταρσία –μου λέει– δεν θα δεις ποτέ να γίνεται στη Γαλλία». «Δεν είναι ανταρσία, άρχοντα, του λέω είναι η Επανάσταση» κατά τη ρήση του αυλικού στον Λουδοβίκο. Και σκάμε στα γέλια.
Κι όμως! Τρία χρόνια μετά, τον Μάη του '68, βρισκόμαστε μαζί, ελληνικό και γαλλικό Νέο Κύμα, να φωνάζουμε στο μεγαλύτερο συλλαλητήριο όλων των εποχών το σύνθημα: «Ντε Γκολ, Φρανκό, Σαλαζάρ, Παττακός!»
Στην κηδεία του Πέτρουλα διακόπτει το γύρισμα και κατεβαίνουμε όλοι μαζί στο πεζοδρόμιο να διαδηλώσουμε. Από κει και πέρα, τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν τσάτρα-πάτρα (δεν είχαν μείνει και πολλά) και φύγαμε για το Παλέρμο. Στη βίλα με τη διπλή στριφτή σκάλα που είχε ανακαλύψει στη Μεσόγειο έγιναν τα γυρίσματα της «μαφίας» και του νονού Βασίλη Διαμαντόπουλου, καθώς και το φινάλε της ταινίας. Τελευταίο γύρισμα, 14 Αυγούστου, και φεύγουμε αμέσως για τη Ρώμη. Τον Δεκαπενταύγουστο, Ferragosto, στην Ιταλία όλα ερημώνουν. Ευτυχώς, συναντούμε στον δρόμο τον Στάθη Γιαλελή, που αναλαμβάνει να μας ξεναγήσει από το Βατικανό ως την Τσινετσιτά. Και ο Πολέ, με το υλικό της ταινίας στις αποσκευές του, φεύγει για το Παρίσι.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Η ταινία, στην πρώτη της κυκλοφορία, δεν δούλεψε, ούτε στη Γαλλία ούτε καν στην Ελλάδα. Φαίνεται πως οι νεο-κυματικές παρεκβάσεις σε μια παραδοσιακή αφήγηση και μυθοπλασία ξένισαν και τις δύο ομάδες του κοινού. Έμεινα με την υπόσχεση πως όταν θα πήγαινα στο Παρίσι θα με περίμεναν οι κινηματογραφιστές με ανοιχτές αγκάλες.
21 Απριλίου 1967. Τα τηλέφωνα είναι κομμένα. Οι γραμμές αποκαθίστανται την επομένη. Το πρώτο κουδούνι που χτυπάει είναι από το Παρίσι. Με χαμηλή φωνή και με διακριτικές κουβέντες ο Ζαν-Ντανιέλ με ρωτάει αν είμαι καλά, ελεύθερος και ασφαλής. Ρωτάει και για τον Ψηλό (Θεοδωράκης). Τον καθησυχάζω όσο γίνεται, μα μου λέει πως θα 'ρθει σύντομα στην Αθήνα – να κάτι που δεν ήταν σαφές. Επιπλέον, μου στέλνει τον νεαρό τότε Βέρνερ Χέρτσοκ, να βεβαιωθεί πως είμαι καλά.
Ο αφιλότιμος, έστησε μια ολόκληρη ταινία στη Σκύρο και ήρθε με μικρό εκπαιδευμένο συνεργείο για να μας φυγαδεύσει, τον Μίκη κι εμένα! Μόνο που ο Μίκης, όταν ήρθε ο Πολέ, είχε συλληφθεί ήδη. Μαζί του στη φυλακή και οι Κώστας Βρεττάκος, Τώνια Μαρκετάκη και Διονύσης Σαββόπουλος. Στη Σκύρο γυρίζουμε τον «Ροβινσώνα» με τον Τομπιάς Ένγκελ, και μαζί μας είναι ο νέος έρωτας του Πολέ, η σαγηνευτική Βραζιλιάνα Ντούντα Καβαλκάντι. Έρχεται να μας βρει και ο παραγωγός της ταινίας Barbet Schroeder, που τότε ήταν παντρεμένος με την Κοραλλία Εμπειρίκου. Ο Σαββόπουλος, από τη φυλακή, μου στέλνει μήνυμα με την Άσπα πως ακούστηκε τ' όνομά μου και πρέπει να φύγω κατεπειγόντως για το Παρίσι. Έτσι κι έγινε. Ο Πολέ και ο Μπαρμπέ οργάνωσαν τη διαφυγή μου, πήραν μαζί και τον Γιώργο Κατακουζηνό.
Στο Παρίσι γίναμε αχώριστοι. Κι όλοι μαζί πια, μια μεγάλη παρέα, Malle, Doniol, Kast, Schloendorf, Pierre-André Boutang, Duhamel, Serge Ouaknine, στις καταλήψεις του Μάη '68. Δούλεψα μαζί του στο «L'amour c'est gai, l'amour c'est triste» με τον Κλοντ Μελκί, την Μπερναντέτ Λαφόν και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Κι ύστερα, γράψαμε μαζί το σενάριο που τιτλοφορήσαμε «Aquarius», μια δαιμονισμένη χίπικη οδύσσεια στις πιο ακραίες εκφράσεις της μυθοπλασίας. Κι ανάμεσα, φυσικά, όλες οι άλλες ασχολίες μου, όπως η «Όπερα των Πουλιών» με μουσική του Antoine Duhamel, το «666» με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου κ.ά.
Είχαμε βυθιστεί όλοι στη μετεγχειρητική ιδεολογική ζαλάδα του Μάη του '68 και όταν ήρθε η ώρα των γυρισμάτων μού ζήτησε να τον ακολουθήσω στη νότια Γαλλία για να κουβεντιάζουμε τα βράδια τις αλλαγές του σεναρίου. Το «Le Sang», πρώην «Aquarius», προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο στις Κάννες το 1972, αλλά εγώ είχα φύγει ήδη ύστερα από μια αμνηστία που μας είχε χαρίσει ο δικτάτορας.
Πολλά μεσολάβησαν, αλλά, επιτέλους, το 1988 τον προσκάλεσα στο Συνέδριο των Δελφών για λογαριασμό της FERA. Ήρθε να με δει κι αμέσως έφυγε μ' ένα ταξί να επισκεφτεί την Ελλάδα που αγάπησε. Τον άλλο χρόνο έπαθε το διάσημο ατύχημα, όπου χτυπήθηκε από ένα τρένο που του άφησε 32 ράμματα! Και το 1990 ήρθε με το μπαστουνάκι του να γυρίσει αυτές τις 3 μέρες στην Ελλάδα, που πίστευε πως μου χρωστούσε.
Ο οδηγός του ταξί λέγεται Κώστας και του μιλάει για τον ζωντανό ελληνικό πολιτισμό και τον χαρακτήρα των Ελλήνων. Περιλαμβάνει και την «εγκατάλειψη» από τον Κώστα, στη μέση του δρόμου – νόμιζε ακόμα πως μου είχε κακοφανεί η «προδοσία» του «Aquarius», γι' αυτό εξαφανίστηκα από τη ζωή του το 1972. Κι ανάμεσα σε αποσπάσματα και τραγούδια από το «Ρεμπέτικο» κορυφώνει με μια συγκλονιστική περιγραφή της Νυχτερινής Ομόνοιας, έτσι όπως τη γνώρισε μαζί μου το 1965, με υπόκρουση το «Πρακτορείο» με τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Καλέ μου φίλε, αν πιστεύεις πως κέρδισες κάποια σημαντικά πράγματα από μένα, να ξέρεις πως εγώ κέρδισα άλλα τόσα από σένα.
σχόλια