Εν αναμονή των αποτελεσμάτων των Πανελληνίων, οι πρώτες μου ενήλικες διακοπές με βρήκαν στην Πάρο, διόλου πρωτότυπος προορισμός για όσους αποφοίτησαν από το Λύκειο το 2010 ‒ ίσως τώρα να έχουν αλλάξει τα must visit νησιά σε αυτές τις ηλικίες, ίσως και όχι, δεν το γνωρίζω. Μικρή σημασία έχει όμως το μέρος, δεδομένης της ευφορίας που νιώθεις όταν ζεις το πρώτο καλοκαίρι που αποφασίζεις εσύ πού θα φας, πού θα κολυμπήσεις και κυρίως τι θα πιεις. Ακόμα και αν δεν θέλεις να ξανακάνεις ούτε μισή από τις επιλογές που έκανες τότε, σίγουρα τις θυμάσαι.
Αυτό που έχω συγκρατήσει από εκείνες τις αυγουστιάτικες μέρες είναι το ότι είχαμε πάρει έναν σκασμό ρούχα και κάτι τεράστιες βαλίτσες που έχω χρόνια να χρησιμοποιήσω, πως παίζαμε ρακέτες στην παραλία, που πλέον ξεφυσάω με το που τις ακούω, το ότι κάναμε μπάνιο μόνο όπου εξυπηρετούσε η συγκοινωνία του νησιού και παρ’ όλα αυτά ήμασταν ενθουσιασμένες, όπως επίσης θυμάμαι και τα πρώτα ενήλικα ποτά που ήπιαμε χωρίς την επίβλεψη κανενός, ούτε κηδεμόνων ούτε καθηγητών. Πέντε κορίτσια, πολλές σακούλες που γέμιζαν με Gordon Space.
Για όσους δεν το έχουν προλάβει στις δόξες του, πρόκειται για ένα εμφιαλωμένο ποτό, έναν συνδυασμό τζιν, λεμονιού και τζίντζερ με μόλις 5% αλκοόλ, όσο έχει και μια συμβατική μπίρα δηλαδή. Μπίρες όμως δεν πίναμε, είχε ήρθε ο καιρός, πιστεύαμε, να ξεκινήσουμε τα «σοβαρά» ποτά. Τα καταναλώναμε στο σπίτι, στα σκαλάκια που βρίσκαμε για να αράξουμε στη Νάουσα, πριν πιούμε μαργαρίτες σε κάποιο μπαρ, από μία η καθεμιά, γιατί τις θεωρούσαμε πολύ σκληρό αλκοόλ για εμάς ‒ και ήταν.
Ψάχναμε ανοιχτήρια, ανακαλύψαμε ότι μπορούν να μας ανοίξουν τα μπουκάλια στο περίπτερο, κάναμε τις γαλαντόμες κερνώντας συνέχεια η μία την άλλη με λεφτά που δεν ήταν δικά μας, τσουγκρίζαμε βγάζοντας έναν ήχο που έχω να ακούσω χρόνια, ή έτσι νομίζω.
Σίγουρα δεν θα ξεχάσω πόσο γαμάτες νιώθαμε επιλέγοντας να πιούμε κάτι που δεν ξαναζητήσαμε ποτέ, παρ’ όλα αυτά μας έχει φτιάξει ιστορίες που τουλάχιστον εγώ συζητάω μέχρι τώρα με τους παρακάτω γράφοντες, ενώ συναντιόμαστε σε μπαρ που ξέρουν από fine drinking και συχνά εκπροσωπούν και αποδεικνύουν πόσο δυνατή είναι η αθηναϊκη μπαρ σκηνή, ότι δεν έχει να ζηλέψει από άλλες πόλεις που φημίζονται γι’ αυτή.
Σίγουρα δεν θα ξεχάσω πόσο γαμάτες νιώθαμε επιλέγοντας να πιούμε κάτι που δεν ξαναζητήσαμε ποτέ, παρ’ όλα αυτά μας έχει φτιάξει ιστορίες που τουλάχιστον εγώ συζητάω μέχρι τώρα με τους παρακάτω γράφοντες, ενώ συναντιόμαστε σε μπαρ που ξέρουν από fine drinking και συχνά εκπροσωπούν και αποδεικνύουν πόσο δυνατή είναι η αθηναϊκη μπαρ σκηνή, ότι δεν έχει να ζηλέψει από άλλες πόλεις που φημίζονται γι’ αυτή.
Και ενώ δοκιμάζουμε perfect G&Ts (και έχουμε και άποψη για το πού το σερβίρουν όπως πρέπει και πού όχι), μαργαρίτες που θυμίζουν γευστικά leche de tigre, ενώ έχουμε κάνει διατριβή στο negroni και πλέον δίνουμε ευκαιρίες στις white παραλλαγές του και σε εκείνες που αντικαθιστούν το τζιν με μεσκάλ ή σάκε, παράλληλα μερικές φορές αυτοσαρκαζόμαστε λέγοντας πως κανείς μας δεν φανταζόταν ότι θα γινόμασταν αυτοί που θα κατέγραφαν πού θα πιείτε τα ποτά - εμπειρίες, γιατί μερικές από τις δικές μας έχουν συνδεθεί με συνδυασμούς ποτών που θα τους θυμόμαστε για άλλους λόγους ‒ μόνο τι σκεφτόμασταν όταν τους κάναμε δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε.
Όταν η Μάρω Παρασκευούδη μίξαρε Smirnoff North και «σαμπάνια»
Ποτά που φέρνουν στην επιφάνεια τρομακτικές μνήμες για το πώς πίναμε και μεθούσαμε στα ’90s»: Νομίζω ότι κάπως έτσι θα μπορούσα να περιγράψω τις επιλογές μας σε booze πριν μάθουμε τι εστί fine drinking, σε όλες αυτές τις αναδρομές που κάνουμε για τις κραιπάλες στα πρώιμα χρόνια της ενηλικίωσής μας.
Χρωματιστά σιρόπια, τόνοι ζάχαρης, μπουκάλια με ονομασίες όπως «Ursus» και «North», συνδυασμοί που τώρα θα με έστελναν το λιγότερο για πλύση στομάχου, αποτέλεσαν κανονικότητα για κάποια χρόνια της ζωής μας.
Δεν ξέρω πώς και γιατί εμφανίστηκε στα μπαρ η Smirnoff North, ένα ποτό που μοιάζει με στοματικό διάλυμα και που λίγο μυαλό να έχεις σίγουρα δεν θέλεις να πιεις. Πόσο μάλλον να κατεβάσεις ένα ολόκληρο μπουκάλι σε σφηνάκια με δύο φίλες σου, μαζί με «σαμπάνια» αμφιβόλου ποιότητος. Το πέρασμα στη North κράτησε λίγο –όσο κάτι διακοπές στη Μύκονο, αφού δεν ήθελε και πολύ για να σε στείλει‒, αλλά η απέχθειά μου γι’ αυτήν θα μείνει για πάντα
Caprice, Μύκονος, circa 2005. Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν η ατάκα «πάμε για ένα χαλαρό ποτό μετά τη θάλασσα». Νομίζω ότι ένα μισάωρο ήταν αρκετό για να ξοδέψουμε χρήματα που δεν θα δίναμε τώρα ούτε για να φάμε φρέσκο ψάρι, συνδυάζοντας Smirnoff North και πολύ φτηνό αφρώδες κρασί. Κάτι το χαμόγελο του μπάρμαν, κάτι η παντελής έλλειψη γευστικού κάλυκα και συνείδησης, πίναμε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Το αποτέλεσμα; Να αφήνω την ξέφρενη παρέα και να περπατάω χωρίς προορισμό για να πάρω αέρα ή να βρω κάπου να ξαποστάσω, σαν να παίζω σε βιντεοκλίπ της εποχής, με το βλέμμα στο άπειρο, όταν γύρω μου εξελίσσονταν (πίστευα) όλα πολύ γρήγορα.
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο χαίρομαι είναι ότι στις διακοπές της νιότης μου δεν υπήρχαν smartphones, παρά μόνο φωτογράφος που εμφάνιζε τα φιλμ και σίγουρα έπαιζε κάποιο silent judgment ‒ στην περίπτωσή μου δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία. Μετά από αυτό, η Smirnoff North μπήκε στη λίστα με τα ποτά που δεν θέλω να ξαναδώ στη ζωή μου. Φαντάζομαι ότι θα ταυτιστούν αρκετοί μαζί μου.
Ο Μπάμπης Δούκας κάποτε ζήτησε Drambuie Cream σε μπαρ με κονσομασιόν
«Dram buidheach». Η συγκεκριμένη γαελική φράση μεταφράζεται ως «το ποτό που ικανοποιεί» και είναι εκείνη που έδωσε το όνομά του στο Drambuie, όπως υποστηρίζουν τουλάχιστον οι δημιουργοί του, καθώς τα γαελικά μου δεν είναι ακόμη σε επίπεδο τέτοιο ώστε να κρίνω μόνος μου.
Το εν λόγω spirit, κάπου ανάμεσα σε ουίσκι και λικέρ, αποτέλεσε και το πρώτο προσωπικό μου «ποτό που ικανοποιεί», σε μια αρχική, αλλά μάλλον σοβαρή γνωριμία με το σπορ, ήδη από τα χρόνια της εφηβείας μου. Στις αρχές του μιλένιουμ, βλέπεις, το ποτό είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις τηλεοπτικές διαφημιστικές ανάπαυλες, η «υπεύθυνη κατανάλωση» θα μπορούσε να θεωρηθεί από αστείο έως και λόγος χλευασμού σε μέρη όπως η Αιτωλοακαρνανία όπου μεγάλωσα, ενώ κανείς δεν επρόκειτο να εμποδίσει την πρόσβαση στο αλκοόλ σε κάποιον ανήλικο. Πιθανότατα γιατί, μιλώντας πάντοτε για την ίδια γεωγραφική ζώνη, θα δεχόταν απειλές για τη σωματική του ακεραιότητα.
Αστειεύομαι προφανώς και, για να μην παρεξηγηθώ, αυτά τα στερεότυπα έχουν αλλάξει από τότε, όπως επίσης και η πώληση αλκοολούχων ποτών σε άτομα κάτω των δεκαοκτώ ετών.
Τέλος πάντων, η αίσθηση του σκωτσέζικου ουίσκι μαζί με νότες μπαχαρικών και βοτάνων, συν η προσθήκη μελιού, ζέσταινε τον ουρανίσκο και την ψυχούλα μου από τα πρώιμα στάδια της σχεδόν ενήλικης ζωής μου. Κι αυτό με οδηγούσε να αναζητώ όλο και περισσότερα στοιχεία για τον υπό εξερεύνηση πλανήτη Drambuie, που προκαλούσε την παλέτα και την περιέργειά μου. Κάπου εκεί μπήκε στη ζωή μου και το Drambuie Cream. Τι ακριβώς είναι ή, πιο ορθά, ήταν αυτό;
Μια εκδοχή του προαναφερθέντος ποτού με την προσθήκη κρέμας. Κάτι σαν ουισκάτο Baileys για να καταλάβεις. Σταδιακά, για κάποιους αδιευκρίνιστους λόγους άρχισε να μου αρέσει όλο και περισσότερο, τόσο που αντικατέστησε την plain έκδοση, ενώ παραδόξως το έβρισκες σε αρκετά cafe/μπαρ της επαρχίας.
To peak της σχέσης μου, πάντως, με το Drambuie Cream ήταν όταν το παρήγγειλα σε ένα είδος επιχείρησης που ακόμα ευδοκιμεί σε πολλά σημεία της τιμημένης ελληνικής περιφέρειας ‒ ακόμη μία ασυνήθιστη επιλογή στο πλαίσιο της εξερεύνησης του κόσμου κατά τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του υπογράφοντος. «Ντραμπουί κριμ τελείωσε» ήταν η απάντηση που έλαβα από τη συμπαθέστατη υπάλληλο με τη βαριά ανατολικο-ευρωπαϊκή προφορά πίσω από την μπάρα και κάπου εκεί άρχισα να καταλαβαίνω (μεταξύ άλλων) πως δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες.
Το Drambuie Cream δεν φτούρησε τελικά στην αγορά, σβήνοντας αθόρυβα, βυθιζόμενο παράλληλα τόσο στις ακτές του Isle of Skye όσο και στις ακρογιαλιές στη δυτικής όχθης της Ελλάδας. Θα ζει όμως πάντοτε στις καρδιές μας. Ή και όχι.
Ο Βασίλης Κουρουμιχάκης θυμάται ότι στο γραφικό ενετικό λιμάνι των Χανίων κάποτε έρεε άφθονο Ursus Roter
Ας ξεκινήσουμε παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες, κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά περήφανος για το αισθητικό αποτύπωμα που άφησε στην εφηβεία και στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής του. Αυτή η γενική παραδοχή απενοχοποιεί όλες τις κακές, πολύ κακές επιλογές που κάναμε κάποτε.
Καίτοι όλοι όσοι ενηλικιωθήκαμε στα ένδοξα χρόνια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και του Euro είμαστε ακόμα πιο τυχεροί, γιατί ούτε οι μεγαλύτεροι νιώθουν κάποια ειλικρινή νοσταλγία για τις αισθητικές επιλογές της εποχής, ειδικά στο κομμάτι φαγητό/ποτό. Έχοντας βγει καθαροί από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, απαλλαγμένοι πλήρως από τις αμαρτίες μας, μπορούμε να κάνουμε την αυτοσαρκαστική αναδρομή σε εκείνη την εποχή.
Ανήκοντας στην τελευταία γενιά χωρίς 24/7 πρόσβαση στο ίντερνετ, χωρίς μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κύρια επιρροή στο lifestyle μας ήταν η διαφήμιση. Μιλάμε φυσικά για την καλή διαφήμιση των glossy περιοδικών και της prime time τηλεόρασης, εκεί που η διαφήμιση ποτού είχε αναχθεί σε μια ανώτερη μορφή τέχνης ‒ τα ’00s ήταν η χρυσή εποχή των Ελλήνων Don Draper.
Κάπως έτσι γνωρίσαμε το Ursus Roter, την έκπληξη από την Ισλανδία. Ειδικά για την επαρχία και το νησί όπου μεγάλωσε ο γράφων, η σχετικά μικρή διαφορά φάσης με την οποία η Ursus Roter μπήκε στις κάβες μας σε σχέση με τις αντίστοιχες αθηναϊκές ήταν μία ακόμα επιβεβαίωση της επιτυχίας του Β’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Η απόσταση της Ελλάδας από την Ευρώπη είχε εκμηδενιστεί, το ίδιο και η απόσταση των Χανίων από την Αθήνα.
Ως προϊόν έκανε τσεκ σε όλα τα κουτάκια ώστε να γίνει το αγαπημένο μας ποτό. Εκτός από την ανελέητη διαφήμιση και το άκοπο FOMO που αυτή γέννησε, είχε χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ και γλυκιά γεύση, προαπαιτούμενα για παρθένους στο άθλημα οργανισμούς.
Φυσικά αυτά τα δύο χαρακτηριστικά έφερναν και το πιο αθόρυβο hangover όλων των εποχών, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το ρουμπινί του χρώμα έδινε έναν παιχνιδιάρικο τόνο στο ποτήρι μας, κυρίως μας έδινε την ψευδαίσθηση ότι πίνουμε κάτι πολύ διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
Δεν θέλαμε να πίνουμε τα ίδια ποτά με τους γονείς μας και ο συνδυασμός βότκας και χυμού από διάφορα κόκκινα φρούτα φάνταζε σαν κάτι πολύ νεανικό στα μάτια μας. Ευτυχώς αφήσαμε πίσω την Ursus Roter πίσω μας προτού μας μάθει το ίντερνετ ότι αυτό που πίναμε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια εμφιαλωμένη εκδοχή του Cape Codder, του long drink με βότκα και χυμό cranberry, του ανεπίσημου ποτού των WASPs σε κρίση μέσης ηλικίας. Τελικά οι ψευδαισθήσεις της νιότης μας μπορούν γίνουν πολύ αυτοσαρκαστικές κατά τη διάψευσή τους.
*Σε όποια ηλικία και αν είστε, απολαύστε υπεύθυνα, μην το ξεχνάτε.