Για πάνω από έναν αιώνα το τζιν με τόνικ είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς συνδυασμούς με αλκοόλ που δημιουργεί το πιο εύκολο κοκτέιλ. Μια μελέτη του 2016 από την Ένωση Εμπορίου κρασιού και ποτού διαπίστωσε ότι μόνο στη Βρετανία οι πωλήσεις τζιν ανέρχονται σε σαράντα εκατομμύρια φιάλες ετησίως, ποσότητα αρκετή για τη δημιουργία 1,12 δισεκατομμυρίων τέτοιων ποτών.
Γνωστό και ως G&T, το τζιν με τόνικ που παραγγέλνουμε σήμερα στα μπαρ του κόσμου –κάποια από αυτά μάλιστα είναι αφιερωμένα σε αυτό το φαινομενικά απλό ποτό– φαίνεται να ξεκίνησε ως γιατροσόφι. Τον δέκατο όγδοο αιώνα ο Σκωτσέζος γιατρός George Cleghorn ανακάλυψε ότι η πικρή ουσία κινίνη μπορούσε να θεραπεύσει την ελονοσία.
Λίγο αργότερα, το ποτό δημιουργήθηκε για να βοηθήσει τους Βρετανούς στρατιώτες να την καταναλώνουν για να προστατευτούν από τη θανατηφόρα επιδημία κατά τη διάρκεια της κατοχής της ινδικής υποηπείρου. Ανακάτευαν το καθημερινό τους συμπλήρωμα κινίνης με ζάχαρη και νερό για να το κάνουν πιο εύγευστο, δημιουργώντας έτσι αυτό που οι εταιρείες αναψυκτικών ονομάζουν σήμερα «Indian Tonic Water».
Αυτοί οι ερασιτέχνες mixologists έριχναν και μια δόση τζιν στο «φάρμακό» τους για να το κάνουν πιο υποφερτό και ενδιαφέρον. «Το τζιν τόνικ έχει σώσει περισσότερες ζωές και μυαλά Άγγλων από όλους τους γιατρούς της αυτοκρατορίας», είπε κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ.
To σωστό τζιν τόνικ ισορροπεί ιδανικά μεταξύ γλυκού και πικρού, το ανθρακικό του τόνικ μένει ζωντανό για ώρα, χωρίς όμως να καπελώνει το τζιν.
Ωστόσο, η κινίνη και ο φλοιός του φυτού κιγχόνη, από το οποίο προέρχεται, χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς σκοπούς πολλούς αιώνες, κυρίως από τους ιθαγενείς του Περού. Το 1846 οι Γάλλοι είχαν αρχίσει επίσης να εκμεταλλεύονται την αντιελονοσιακή ιδιότητα της κινίνης, με τον χημικό και έμπορο κρασιού Joseph Dubonnet να δημιουργεί ένα απεριτίφ αναμειγνύοντας ενισχυμένο κόκκινο κρασί με κινίνη, βότανα και μπαχαρικά. Όπως και με τις βρετανικές ιστορίες για την προέλευση του τζιν τόνικ, το ποτό του Dubonnet λέγεται ότι προήλθε από μια προσπάθεια να δελεάσει τα μέλη της Γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων να πάρουν τα φάρμακά τους.
Γιατί όμως ο συνδυασμός τζιν με τόνικ συνεχίζει να πίνεται ακόμα και σήμερα; Πέρα από τα ιατρικά κίνητρα, αντικατοπτρίζει μία από τις θεμελιώδεις γευστικές ισορροπίες της που συναντάται σε όλες τις κλασικές, διαχρονικές και εμβληματικές συνταγές κοκτέιλ, από το Old Fashioned μέχρι το Manhattan και το Negroni: ισορροπεί ιδανικά μεταξύ γλυκού και πικρού.
Ο συνδυασμός των αρωματικών, βοτανικών στοιχείων ενός καλού τζιν με το μπαχαράτο, ελαφρώς πικρό προφίλ ενός ποιοτικού τόνικ, μαζί με μια ιδέα λάιμ και ανθρακικού παραμένουν ένα τέλειο παράδειγμα ισορροπίας που κατάφερε να επιβιώσει στον χρόνο και να φτάσει μέχρι σήμερα.
Λέω εδώ και καιρό ότι η προηγούμενη γενιά από μένα δεν είναι του τζιν, πως είναι ένα ποτό που αρχίσαμε να ξαναζητάμε εμείς στα μπαρ. Και τελικά αυτή η εντύπωση που έχω εξηγείται κάπως, αφού το ποτό φαίνεται να χάθηκε από τη δεκαετία του '70 έως τη δεκαετία του '90. Μέχρι που ξανάγινε μόδα μέσω της Ισπανίας και των μπαρ που άρχισαν να σερβίρουν «gin tonica», το κοκτέιλ που μπαίνει σε μεγάλα ποτήρια κρασιού, γνωστά ως «copas», η δημοφιλία του οποίου εκτοξεύθηκε τη δεκαετία του 2010.
Από τότε μέχρι σήμερα, τα premium τζιν γνωρίζουν μεγάλη άνθηση – σκεφτείτε ότι αυτήν τη στιγμή κυκλοφορούν τέσσερα ελληνικά στην αγορά. To σωστό τζιν τόνικ ισορροπεί ιδανικά μεταξύ γλυκού και πικρού και το ανθρακικό του τόνικ μένει ζωντανό για ώρα, χωρίς όμως να καπελώνει το τζιν.
Βέβαια, ας το παραδεχτούμε, όσοι παραγγέλνουμε το συγκεκριμένο ποτό το έχουμε πιει και σε πολύ κακή εκδοχή, ακόμα και τότε όμως συνεχίζουμε να το παραγγέλνουμε όλο το βράδυ. Γιατί όσοι πίνουν τζιν τόνικ δεν το αλλάζουν με τίποτα; Μάλλον γιατί είναι το ποτό που αποδεικνύει την υπεροχή της απλότητας, συμφωνούν και οι bartenders της πόλης με την άποψη αυτή.
Πού πίνουμε άψογο τζιν τόνικ στην Αθήνα;
Ίσως να εκπλαγείτε με το πόση προσοχή στη λεπτομέρεια απαιτεί ένα τζιν τόνικ για να βγει άψογο, όσο και αν δεν του φαίνεται. Σε κάποια μπαρ φροντίζουν να προμηθευτούν ποτήρια από λεπτό γυαλί, τα οποία βγάζουν κάθε φορά από την κατάψυξη.
Ο ποιοτικός πάγος είναι συστατικό αδιαπραγμάτευτο πια σε όλα τα μπαρ της Αθήνας που ξέρουν από perfect serve. «Σκοπός είναι να βγαίνει πάντα ίδιο από όλους. Και παγωμένο, χωρίς να επιπλέουν τα παγάκια στο ποτό σας», όπως θα μου πει ο Νίκος Σωτηρόπουλος. «Όσο εύκολο ακούγεται, τόσο δύσκολο είναι να το κάνεις πάντα ίδιο. Το τζιν τόνικ πρέπει να είναι ελαφρύ και νόστιμο, σαν το βραδινό γεύμα».
Kαι στο Spoiled (Μεγ. Αλεξάνδρου 18) της Δάφνης, για να ξεκινήσουν να φτιάξουν ένα G&T, το πρώτο πράγμα που φροντίζουν είναι η ιδανική θερμοκρασία των υλικών και εξηγούν γιατί. «Το ανθρακικό διατηρείται καλύτερα σε χαμηλές θερμοκρασίες, όλοι έχουμε παρατηρήσει πως όταν ανοίγουμε ένα ζεστό αναψυκτικό τείνει να αφρίζει. Αυτός ο αφρισμός είναι η διαφυγή του διοξειδίου από το υγρό και έχει ως αποτέλεσμα να νερώνει το ποτό. Οπότε το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να διασφαλίσουμε τη σωστή θερμοκρασία στην οποία θα σερβιριστεί το ποτό».
Για το απλό τους τζιν τόνικ παίρνουν ένα ποτήρι από την κατάψυξη, το γεμίζουν μέχρι πάνω με καλό πάγο, «όσο καλύτερος είναι ο πάγος τόσο καλύτερο το αποτέλεσμα». Ρίχνουν μια μεζούρα τζιν και στη συνέχεια προσθέτουν δύο σταγόνες αλατόνερο, «βοηθάει να αναδειχθούν οι γεύσεις του ποτού». Απογεμίζουν προσεκτικά με το τόνικ, φροντίζοντας όσο μπορούν να αποφεύγουν την επαφή του τόνικ με τον πάγο. Ψεκάζουν με αιθέρια έλαια από φλούδες πορτοκαλιού και λεμονιού για να αποκτήσει το ποτό μας μια χαρακτηριστική φρεσκάδα και έπειτα τοποθετούν τις φλούδες μέσα στο ποτό.
Επίσης, κάθε μήνα προτείνουν και μια signature εποχική επιλογή σε G&T. Αυτή την εποχή προσφέρουν ένα τζιν βασιλικού με δύο σταγόνες από ένα δικό τους μείγμα με πιπέρι σετσουάν και άνθος μοσχοκάρυδου, που ενισχύει το αρωματικό και γευστικό προφίλ του ποτού, και για γαρνιτούρα μια φλούδα πεπονιού.
Στο bar in front of the bar (Πετράκη 1) του Συντάγματος παγώνουν τα τζιν και τα ποτήρια στους -23 βαθμούς Κελσίου και τονίζουν τη σημασία της αργής ροής του τόνικ στο ποτήρι ώστε να μη χαθεί το διοξείδιο του άνθρακα. Γιατί πιστεύουν ότι το τζιν τόνικ έχει το δικό του μεγάλο και πιστό κοινό; «Γιατί είναι από τις περιπτώσεις που το ποτό ταιριάζει αρκετά γευστικά με το mixer», κατά τον Κωνσταντίνο Θεοδωρακόπουλο. «Ανάλογα με τον τύπο του τζιν και του τόνικ, αυτό το ποτό παρουσιάζει μεγάλη ευελιξία και έχει πολλές δυνατότητες. Ακόμα και η γαρνιτούρα μπορεί να αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις γεύσεις μας».
Λίγο πιο κάτω, στο Naked Ath (πλ. Αγίας Ειρήνης 2), το τζιν τόνικ που θα βρείτε στον κατάλογο των κοκτέιλ βαφτίστηκε «Wanna make you sweat» και είναι ένα τα μπεστ σέλερ του μπαρ. Πρόκειται για ένα τζιν τόνικ με όλη τη γεύση του πράσινου μήλου, ενισχυμένο με αλάτι. Αφήνει μια τραγανή αίσθηση, είναι εκπληκτικό.
Στην πολύ φρέσκια άφιξη του κέντρου, στο Knave των Εξαρχείων (Ασκληπιού 22), αν θέλετε ένα πιο προχωρημένο τζιν τόνικ, ζητήστε το «GNTI?» που συνδυάζει το London Dry Gin με ξηρό βερμούτ, αποξηραμένα βερίκοκα εμποτισμένα με bitter και, φυσικά, καλής ποιότητας τόνικ. Είναι πρωτότυπο και ωραίο, θα αποκτήσει τους δικούς του πιστούς.
Στη gintoneria του Παγκρατίου, στο Frater & Soror (Αμύντα 6), το G&T #2 έχει Tanqueray London Dry Gin, 3 Citrus cordial με περγαμόντο, πορτοκάλι και λάιμ μαγειρεμένα όλα μαζί, δεντρολίβανο, ρίγανη και ένα bitter lemon τόνικ, έντονο χαρακτήρα εσπεριδοειδών, είναι ανάλαφρο, δροσιστικό και με τη χαρακτηριστική πίκρα που πρέπει να έχει το ποτό αυτό.
Στο νέο μενού που έστησαν στο Λοκάλι (Σαρρή 44) του Ψυρρή έχουν δύο προτάσεις προσεγμένου τζιν τόνικ. Το «Strawberry fields for ever» φτιάχνεται με τζιν αρωματισμένο με αρμπαρόριζα, τόνικ, φράουλες και bitters πορτοκάλι, ενώ το «Ηome is where the gin is» έχει τόνικ με λεμόνι,bitters, κάρδαμο και φρέσκο μάνγκο. Από τον κατάλογο του φαγητού θα σας προτείνουν να το συνδυάσετε τα κεφτεδάκια, τις τηγανητές μπάμιες αλλά και το σεβίτσε λαβράκι.
«Ίσως είναι ο καλύτερος συνδυασμός που έχει δημιουργηθεί στα mixed drinks. Αν δεις τη “χημική” και τη “μοριακή” σύσταση του τζιν και μετά του τόνικ είναι λες και είναι φτιαγμένα το ένα για το άλλο. Ενώ θεωρητικά σε κάποιον μπορεί να μην αρέσει καθόλου το τζιν ως ποτό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν μπορεί να αντισταθεί σε ένα καλοφτιαγμένο τζιν με τόνικ». Και αν ξέρει κάποιος από άψογο τζιν τόνικ στην Αθήνα before it was cool, αυτός είναι σίγουρα ο Δημήτρης Κιάκος.