Με αφορμή τα 100 χρόνια από την εθνική συμφορά του ξεριζωμού του ελληνισμού της Ιωνίας, το Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή εγκαινιάζει την επετειακή έκθεση με τίτλο «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους».
Καθώς ο σπουδαίος ζωγράφος και λογοτέχνης με καταγωγή από το Αϊβαλί αποτελεί μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές μικρασιατικής καταγωγής που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη κάτω από βίαιες και επιτακτικής ανάγκης συνθήκες, η τέχνη του συνδέει ιδανικά το πρόσφατο ελληνικό παρελθόν με το σήμερα.
Από τη μια εξετάζεται η ιδιάζουσα προσωπικότητά του, μια και το αναγκαστικό φευγιό του προκάλεσε έναν αγιάτρευτο καημό, ένα μεγάλο παράπονο, που έγινε «πυξίδα» όλων των επιλογών του στο υπόλοιπο της ζωής του, κι από την άλλη πώς το αποτύπωμά του πέρασε στις επόμενες γενιές καλλιτεχνών αυτής της χώρας.
Σκοπός λοιπόν της έκθεσης είναι καταρχάς να αναδειχθεί η πολιτιστική και πνευματική προσφορά του στο πεδίο των εικαστικών τεχνών και των γραμμάτων μέσα στον ελληνικό 20ό αι., με αφετηρία ακριβώς τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη σχέση του με τα βιώματα του παρελθόντος που κουβάλησε μαζί του και τον διαμόρφωσαν.
Μια σειρά από έργα της νεανικής του περιόδου με ευθεία αναφορά στο Αϊβαλί και την Ιωνία πιστοποιούν απόλυτα τη σχέση αυτή του εμβληματικού καλλιτέχνη της ελληνικότητας και της ορθοδοξίας.
Ο επιμελητής της έκθεσης και διευθυντής του ιδρύματος Κυριάκος Κουτσομάλλης εξηγεί τους λόγους της απόφασης γι' αυτό το σπουδαίο αφιέρωμα: «Ο Φώτης Κόντογλου ως πρόσφυγας της Μικρασιατικής Καταστροφής εγκαθίσταται στην Ελλάδα το 1922, σε ηλικία 27 ετών. Ο βίαιος εκπατρισμός από τον γενέθλιο τόπο, από το αγαπημένο του Αϊβαλί, από τα πάτρια και τα ειωθότα, από τις συνήθειες, από τον οικογενειακό περίγυρο, από τη στέρεη εγκυκλοπαιδική παιδεία από το ιστορικό Γυμνάσιο των Κυδωνιών, δεν ήταν μόνο γεωγραφικός. Ο ψυχοσυναισθηματισμός του μετανάστη άγγιζε την ψυχή του. Εκεί όπου εδρεύουν τα βιώματα, οι μνήμες, οι παραδόσεις της πάτριας Ιωνίας».
Αυτό που διακρίνει τον Κόντογλου και πρέπει να τονιστεί είναι η αφομοιωτική του ικανότητα. Ότι μπορεί να κινείται σε πολιτιστικές και γεωγραφικές ζώνες και να αφομοιώνει τις εμπειρίες αυτές και να τις μεταπλάθει στο έργο του. Από την άλλη παγιδεύεται σε μία αρνητική στάση για οτιδήποτε δυτικό. Απορρίπτει τη δυτική ζωγραφική συλλήβδην.
Θέσαμε ανάλογο ερώτημα και στον καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Δημήτρη Παυλόπουλο, ο οποίος συμπληρώνει με αναφορά επίσης στην ψυχοσύνθεση του Κόντογλου: «Όπως λέει ο ίδιος, ξεκίνησε από το "ευλογημένο μαντρί" για να καταλήξει στην αμαρτωλή Βαβυλώνα που είναι η Ελλάδα και η Αθήνα. Το τραύμα της καταστροφής ήταν ανεπούλωτο για εκείνον και το έφερνε βαρέως μέχρι το τέλος της ζωής του. Μάλιστα πίστευε πάντα ότι θα επιστρέψουν οι Έλληνες στη Μικρά Ασία, κι όπως καταλήγει σε μία επιστολή που έγραψε με αποδέκτη έναν κληρικό στη Ρόδο, "πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι". Πρόκειται για τη γνωστή φράση, που φαίνεται πως την εννοούσε καθώς όντως πίστευε ότι οι Τούρκοι κάποια στιγμή θα έφευγαν και θα επέστρεφαν οι Έλληνες. Αλλά πρέπει να το δει κανείς μέσα στο πνεύμα του ζηλωτισμού του γιατί ο Κόντογλου κάποια στιγμή γίνεται ζηλωτής και της θρησκείας και της πατρίδας».
Το 1923, ως γνωστόν, αφιερώνει ένα μεγάλο διάστημα στο Άγιο Όρος με σκοπό να καλογερέψει. Και αν δεν ολοκλήρωσε την επιθυμία του εκεί, το πετυχαίνει με τον δικό του τρόπο καθώς στη μετέπειτα ζωή του μετατρέπεται σταδιακά σε έναν κοσμικό καλόγερο αφοσιωμένο ολοκληρωτικά στην ορθοδοξία.
Όπως λέει και ο κ. Παυλόπουλος: «Το ένα πόδι πατάει γερά στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση ενώ υπάρχουν κάποιες αλλά δυσδιάκριτες επιρροές από τα νεωτερικά κινήματα από την περίοδο που έζησε στο Παρίσι (1918), όπως ο φοβισμός. Αλλά στην πραγματικότητα είναι μοντέρνος με τον δικό του τρόπο. Το έργο του ήταν κυρίως μέσα σε ναούς, ενώ πίνακες κάνει μόνο για φίλους. Υπάρχουν σήμερα σχέδια, σκίτσα, αλλά δεν έχει εκτεταμένη κοσμική ζωγραφική πέρα από τη χρυσή δεκαετία του το 1930. Μεταξύ ‘20 και ‘30 ήταν οι πιο σημαντικές στιγμές του και στην κοσμική ζωγραφική».
Εκείνη την εποχή ήταν που τον πλησίασαν και ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος για να μαθητεύσουν δίπλα του στο βυζαντινότροπο ύφος χάρη στην οριστική στροφή του στη μεταβυζαντική ζωγραφική. Κοντά του διαμορφώνουν τη δική τους τεχνοτροπία.
Άλλωστε υπήρξαν βοηθοί του κατά την εκτέλεση της περίφημης τοιχογραφίας του σπιτιού του στα Πατήσια (ουσιαστικά ένας χώρος που θύμιζε περισσότερο κλειστό πάρκινγκ παρά κατοικία), που έχασε στην Κατοχή για έναν τενεκέ λάδι και δύο σακιά αλεύρι.
Ο κ. Παυλόπουλος, ο οποίος υπογράφει μελέτη στον κατάλογο της έκθεσης σχετικά με τη μνημειακή ζωγραφική του Κόντογλου, εξηγεί: «Η τοιχογραφία αναπαριστά το συνεχές της ελληνικής ιστορίας από την προϊστορία μέχρι τα δικά του χρόνια. Ανάλογα έδρασε και στο δημαρχείο (σχέδιο του οποίου παρουσιάζεται στην έκθεση), αλλά στο σπίτι του εντάσσει και τον εαυτό του και την οικογένειά του όπως και μείζονες μορφές από την ιστορία και από τη ζωγραφική, τον σπουδαίο αγιογράφο από την Κρήτη Θεοφάνη Μπαθά Στρελίτζα, τους ζωγράφους δασκάλους Πανσέληνο και Θεοτοκόπουλο, τον Όμηρο ως ποιητή μικρασιατικής καταγωγής, τους φιλοσόφους Πυθαγόρα, Διογένη, Πλούταρχο, μέχρι και τον Ηρόδοτο. Τα μεγάλα του πρότυπα και σημεία αναφοράς της ιστορίας μας».
Ο κ. Κουτσομάλλης κάνει τη δική του ειδική αναφορά: «Οι πρώτοι μαθητές του Φώτη Κόντογλου, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ήταν οι ίδιοι που πλησίασαν τον χαρισματικό δάσκαλο καθώς τον γνώρισαν από το θρησκευτικό του κυρίως έργο. Διαβλέποντας τον ζήλο και την προθυμία της συνεργασίας, τους ενέταξε από την πρώτη ώρα στον ζωγραφικό διάκοσμο με την τεχνική της νωπογραφίας στην οικία του στη συνοικία Κυπριάδου στα Πατήσια. Η τοιχογραφία, αποτοιχισμένη, εκτίθεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη».
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Τσαρούχης έμεινε μαζί του τέσσερα χρόνια, μέχρι το 1932, και πάντα τον μνημόνευε ως μεγάλο του δάσκαλο. Σε ένα τους κοινό προσκύνημα στα Μετέωρα, το 1932, αντέγραψε και μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου τροπαιοφόρου, δημιούργημα του Θεοφάνη Μπαθά Στρελίτζα από τη Μονή Βαρλαάμ. Ο Κόντογλου του ζήτησε να το υπογράψει εκείνος γιατί είχε ανάγκες σε αντίθεση με τον ίδιο που ζούσε μόνος. Αυτό ο Τσαρούχης το αποκαλύπτει σε ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου.
Ο κ Παυλόπουλος συνεχίζει: «Αυτό που διακρίνει τον Κόντογλου και πρέπει να τονιστεί είναι η αφομοιωτική του ικανότητα. Ότι μπορεί να κινείται σε πολιτιστικές και γεωγραφικές ζώνες και να αφομοιώνει τις εμπειρίες αυτές και να τις μεταπλάθει στο έργο του.
Από την άλλη παγιδεύεται σε μία αρνητική στάση για οτιδήποτε δυτικό. Απορρίπτει τη δυτική ζωγραφική συλλήβδην. Για την Αναγέννηση λέει ότι αυτά είναι "φραγκοπαναγιές". Θεωρεί ότι ο σκοπός τους είναι να συγκινούν και να τέρπουν και όχι να κάνουν τον πιστό να προσεύχεται.
Έχει μια αντίληψη λειτουργική της θρησκευτικής τέχνης, δεν την αντιμετωπίζει απλά σαν εικαστικό μόρφωμα αλλά τη βλέπει θεολογικά. Μιλάει για την απόλυτη κατάνυξη, απορρίπτει ακόμα και την τετραφωνική δυτική μουσική.
Μπορεί να πει κανείς ότι η στάση ζωής του, με την αρθρογραφία του (η οποία υπήρξε έντονη καθ' όλη τη δεκαετία του '50) δείχνουν έναν ανάποδο και απόλυτο, επιθετικό άνθρωπο. Δεν αφήνει τον εαυτό του να προσλάβει νεότερα πράγματα, παρά μόνο από την παράδοση. Παράλληλα εγκλείεται στον εαυτό του, διατηρώντας παρέες μέσα από πολύ συγκεκριμένο κύκλο, της εκκλησίας κυρίως».
Στο δεύτερο, και ουσιαστικά κύριο σκέλος της έκθεσης το ζητούμενο είναι η ανάδειξη των επιρροών που δέχθηκαν όλοι όσοι ακολούθησαν ή αφέθηκαν σε μια κάποια επιρροή από αυτήν τη μεταβυζαντινή τεχνοτροπία του Κόντογλου.
Έτσι, εκτός από τους Εγγονόπουλο και Τσαρούχη, συμπεριλαμβάνονται έργα των Μόραλη, Λουκόπουλου, Βουρλούμη, Κοψίδη, Παπαδέλη, Χοχλιδάκη, Ξυνόπουλου, Βασιλείου, Παπαλουκά, Στρατή Δούκα, Διαμαντόπουλου, Βέλμου, Παπαμιχαλόπουλου, Ρόρρη, Μόσχου, έως και του Φίκου κ. ά.
Η έκθεση αναπτύσσεται σε επτά θεματικές ενότητες: Οι πρώτοι μαθητές, Μύθοι και ήρωες, Προσωπογραφίες, Τοπογραφίες, Ξεριζωμός, Ιστορήσεις ναών, Εικονογραφία. Μεγάλο μέρος της προέρχεται από τη συλλογή του σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου.
Συνολικά 39 καλλιτέχνες και 135 έργα που αντιπαρατίθενται με έργα του μεγάλου δασκάλου συνθέτουν το αφιέρωμα. Εκεί φαίνεται η δύναμη του έργου του μέσα στα χρόνια, ο απόηχος που φτάνει μέχρι και στο σήμερα, πώς ο ελληνικός μοντερνισμός ξεπηδάει μέσα από την παράδοση. Μια ολόκληρη τάση που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε νεοβυζαντινισμό.
Πώς συνέβη αυτό; Χάρη στην πλούσια βιβλιογραφία, την επαφή «κρυπτομαθητών» με τους ναούς που ζωγράφισε και τις μεγάλες εκθέσεις που προηγήθηκαν μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Ο Φώτης Κόντογλου εξέδωσε ο ίδιος το 1960 το δίτομο βιβλίο «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» από τις εκδόσεις Αστήρ των αδελφών Παπαδημητρίου, όπου εξηγούσε όλα όσα χρειάζεται να ξέρει ένας ζωγράφος που ενδιαφέρεται να ζωγραφίσει θρησκευτικά θέματα. Αλλά και το 1975, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, πάλι οι ίδιες εκδόσεις εξέδωσαν τη «Μνήμη Κόντογλου» ενώ λίγο μετά, το 1978, η Πινακοθήκη παρουσίασε μεγάλη αναδρομική έκθεση που επιμελήθηκε η κόρη του Δέσπω και ο σύζυγος της Ιωάννης Μαρτίνος.
Ως γνωστόν, οι εκδόσεις που κυκλοφόρησαν πιο πρόσφατα είναι ακόμα πιο βελτιωμένες ενώ ακολούθησαν και άλλες σημαντικές αναδρομικές εκθέσεις. Σε αυτή του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη επιρροή που έχει ασκήσει στην ελληνική τέχνη.
Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους
21/9-12/12
Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή
Ερατοσθένους 13, Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων - 1ο Υπόγειο.
goulandris.gr