Η έκθεση στη βιβλιοθήκη François Mitterrand «La Fabrique de l'oeuvre» («Η δημιουργία του έργου»), που θα διαρκέσει έως τις 22 Ιανουαρίου 2023, αποτίνει φόρο τιμής στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου, με ένα ταξίδι στον κόσμο του Μαρσέλ Προυστ.
Αυτή είναι η τέταρτη έκθεση που οργανώνει η BnF για τον Προυστ (μετά από εκείνες του 1947, του 1965 και του 1999). Χρειάστηκαν τρία χρόνια δουλειάς και πολύς χρόνος ώστε να τοποθετηθούν περίπου 370 αντικείμενα (χειρόγραφα, φωτογραφίες, πίνακες, φορέματα, έπιπλα, αφίσες κ.λπ.) σε 750 τετραγωνικά μέτρα.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, η οποία διαθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή Προυστ στον κόσμο (το ίδιο ισχύει για τον Ζολά και τον Ουγκό), θα προσφέρει στο κοινό ορισμένα από τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν τα τελευταία χρόνια: τα πρόχειρα βιβλία από τη συλλογή του Ζακ Γκερέν, που αποκτήθηκαν το 1983, το ημερολόγιο του 1906 που αγοράστηκε το 2013, τα «εβδομήντα πέντε φύλλα» που μεταβιβάστηκαν από το κληροδότημα του Μπερνάρ ντε Φαλούα το 2020 και το αντίγραφο σε λεπτό χαρτί της πρωτότυπης έκδοσης του «Du Côté de chez Swann».
«Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν παρουσιαστεί τόσα πολλά χειρόγραφα του "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο", ποτέ δεν είχε καταδειχθεί και εικονογραφηθεί σε αυτή την κλίμακα ο ρόλος και η σημασία τους στη γένεση καθενός από τα κύρια επεισόδια του μυθιστορήματος», λένε οι επιμελητές της έκθεσης.
«Όταν ο Προυστ διαγράφει ένα απόσπασμα, αυτό δεν σημαίνει ότι επιθυμεί να το αποσύρει αλλά να το μετακινήσει. Όταν δεν το θέλει πια, γράφει με το χέρι ”διαγράφεται”».
«Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν παρουσιαστεί τόσα πολλά χειρόγραφα του "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο", ποτέ δεν είχε καταδειχθεί και εικονογραφηθεί σε αυτή την κλίμακα ο ρόλος και η σημασία τους στη γένεση καθενός από τα κύρια επεισόδια του μυθιστορήματος», λένε οι επιμελητές της έκθεσης.
Αυτός ο λογοτεχνικός περίπατος αρθρώνεται σε δέκα αλληλουχίες. Κάθε ένα από τα δωμάτια είναι αφιερωμένο σε έναν από τους επτά τόμους του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», από το «Από τη μεριά του Σουάν» μέχρι τον «Ανακτημένο Χρόνο».
Λίγες μέρες προτού κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις B. Grasset, με προσωπικά έξοδα του συγγραφέα, η πρώτη ενότητα του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», ο Μαρσέλ Προυστ παραχωρεί μια συνέντευξη στον δημοσιογράφο Elie-Joseph Bois: «Δημοσιεύω μόνο το "Από τη μεριά του Σουάν", τον πρώτο τόμο ενός μυθιστορήματος που φέρει τον γενικό τίτλο "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο". Θα ήθελα να δημοσιεύσω όλο το έργο μαζί· όμως στις μέρες μας δεν εκδίδονται πλέον πολύτομα έργα. Είμαι όπως κάποιος που έχει έναν τοιχοτάπητα πολύ μεγάλο για τα σημερινά διαμερίσματα και που υποχρεώθηκε να τον τεμαχίσει. Μερικοί νέοι συγγραφείς, που συμπαθώ άλλωστε τις ιδέες τους, συνιστούν, αντίθετα, σύντομη δράση και λίγα πρόσωπα. Η αντίληψή μου δεν είναι αυτή για το μυθιστόρημα».
Η έκθεση αποτελεί μια πρωτοφανή κατάδυση στο «κεντρικό εργαστήριο» του συγγραφέα. Ανάμεσά τους, το βραδινό φιλί, η μικρή μαντλέν (που στην αρχή ήταν ένα απλό κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί, στη συνέχεια ένα παξιμάδι!), ο θάνατος της γιαγιάς, η εμφάνιση του βαρόνου de Charlus, η φυγή της Albertine, η Βενετία, το «bal de têtes». «Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στην αρχή ο Προυστ προέβλεπε μόνο δύο τόμους», διευκρινίζει ο Antoine Compagnon. «Και μετά υπήρξε ένας τρίτος και ένας τέταρτος».
Τα θεαματικά χειρόγραφα του Προυστ βρίσκονται στο επίκεντρο της έκθεσης. Βλέπουμε τις περίφημες paperoles (χάρτινα προσχέδια), τις προσθήκες του γραμμένες σε φύλλα χαρτιού κολλημένα και διπλωμένα σε ακορντεόν σε σημειωματάρια μαυρισμένα με μελάνι, τα οποία μπορεί να φτάνουν τα 2,5 μέτρα σε μήκος. Εκτίθενται ανάμεσα στα χειρόγραφα, τα δακτυλογραφήματα, τις πλάκες, τα «ντουλάπια», τα σημειωματάρια, τα αποσπάσματα από τα σημειωματάρια, γεμάτα με διαγραφές και προσθήκες.
Ο επισκέπτης μπορεί να ανακαλύψει, κάτω από το γυαλί μιας βιτρίνας, τη μεγαλύτερη χειρόγραφη πρόταση του «Αναζητώντας», που προέρχεται από τα Σόδομα και Γόμορρα. Μια γραμματέας του NRF, η δεσποινίς Ραμπλέ, αποφάσισε μια μέρα να κόψει το χειρόγραφο του Προυστ και να το τοποθετήσει σε μεγάλα φύλλα. Ήταν ένα συνονθύλευμα από όλες τις διορθώσεις, τις σβησίματα, τις προσθήκες του. Έτσι προέκυψαν εκατό φύλλα, εννέα από τα οποία βρίσκονται στην έκθεση, που κανείς δεν είχε δει από τον Προυστ!
Η διαδικασία αποκαλύπτει έναν συγγραφέα σχολαστικό και τελειομανή, έναν ακούραστο επιμελητή και αναθεωρητή της δουλειάς του, ο οποίος μοχθούσε για μία μόνο λέξη, για ολόκληρες προτάσεις, ακόμη και για ολόκληρες σελίδες που ήταν διάτρητες με διορθώσεις γραμμένες στα πάνω, κάτω και πλαϊνά περιθώρια. Σε μια εκδοχή του cut-and-paste πριν την εποχή των υπολογιστών, ο Προυστ έκοβε μεγάλα τμήματα χειρόγραφου ή δακτυλογραφημένου κειμένου και τα κολλούσε αλλού.
«Ο Προυστ ήταν ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα, όπως ακριβώς ήταν ο Τολστόι στον 19ο», έχει γράψει ο Άγγλος συγγραφέας Γκράχαμ Γκριν.
Ο Προυστ προτιμούσε να γράφει με την πένα του στο κρεβάτι, καθώς ήταν συχνά άρρωστος και πέρασε τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του κυρίως περιορισμένος στο δωμάτιό του, όπου κοιμόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και δούλευε τη νύχτα.
Προς τέρψη των ιστορικών της λογοτεχνίας, ο Προυστ διατήρησε τα περισσότερα χειρόγραφά του. Δούλευε και αναθεωρούσε τους τρεις τελευταίους τόμους του μυθιστορήματος το βράδυ πριν από τον θάνατό του, στις 18 Νοεμβρίου 1922, όταν πέθανε από πνευμονία, σε ηλικία 50 ετών. Το έργο του και τα έγγραφά του πέρασαν στον αδελφό του Ρομπέρ, ο οποίος εξασφάλισε τη μεταθανάτια έκδοση των τριών βιβλίων, και το 1962 η κόρη του Ρομπέρ, Suzy Mante-Proust, παρέδωσε όλα τα έγγραφα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
Για να συνοδεύσουν τα γραπτά του Προυστ, στην έκθεση υπάρχουν αντικείμενα που κατοικούν στο ρομαντικό σύμπαν του: μια συρταριέρα Empire, αφίσες θεάτρου, τα περίφημα μακρόστενα σημειωματάριά του Kirby, το σχέδιο του Grand Hôtel de Cabourg, γυναικεία ρούχα με την υπογραφή Fortuny ή Doucet, πολυάριθμες φωτογραφίες, μεταξύ των οποίων ένα ανέκδοτο πορτρέτο της γκουβερνάντας Céleste Albaret και εκείνο της Agostinelli που ενέπνευσε τον χαρακτήρα της Albertine.
Επίσης, εκτίθενται αριστουργήματα ζωγραφικής που συνδέονται με την ιστορία, υπογεγραμμένα από τους Monet, Turner, Renoir, van Dongen, δανεισμένα από τα εθνικά μουσεία, το πορτρέτο του Robert de Montesquiou από τον Boldini, ο πίνακας «Le Cercle de la rue Royale» από τον James Tissot, όπου εμφανίζεται η έμπνευση για τον χαρακτήρα του Charlus. Υπάρχει και το «Le Jet d'eau» του Hubert Robert, που κρέμεται στα σαλόνια του Guermantes. Από το 1973, ο πίνακας βρισκόταν στα Ηλύσια. Ο Εμμανουέλ Μακρόν συμφώνησε να τον δανείσει για την έκθεση.
Ένα από τα ενδιαφέροντα κομμάτια της έκθεσης είναι η σχέση του με τις μικρές μαντλέν, το πιο «λογοτεχνικό μπισκότο του κόσμου», οι οποίες σε προηγούμενες εκδοχές του έργου του ήταν μπαγιάτικο ψωμί, φρυγανιές και μπισκότα που έμοιαζαν με παξιμάδια. Το «επεισόδιο των μαντλέν», όπως έγινε γνωστό, είναι ένα από τα πιο διάσημα γεγονότα στο θεμελιώδες έργο του, συμπυκνώνοντας το θέμα της ακούσιας μνήμης.
Σε διάστημα δύο ετών, ο συγγραφέας έγραψε διάφορες εκδοχές της παιδικής του ανάμνησης. Το 1907, όταν δούλευε πάνω στον πρώτο τόμο, ήταν το βούτηγμα του pain rassis, ενός κομματιού μπαγιάτικου ψωμιού, στο τσάι, που προκάλεσε την ευφορία του. Στην επόμενη εκδοχή, είχε γίνει ψημένο ψωμί, ή τοστ, και κάποια στιγμή γύρω στο 1908 έγινε biscotte, ένα είδος σκληρού μπισκότου.
Τελικά, ο Προυστ κατέληξε σε «εκείνα τα παχουλά, μικρά κέικ».
«Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η ανάμνηση. Αυτή η γεύση ήταν η γεύση του μικρού κομματιού της μαντλέν που την Κυριακή το πρωί στο Κομπραί (τη μέρα εκείνη δεν έβγαινα πριν απ’ την ώρα της λειτουργίας) μου πρόσφερε η θεία μου η Λεονί, όταν πήγαινα να της πω καλημέρα στο δωμάτιό της, αφού πρώτα το βουτούσε στο τσάι ή στο φλαμούρι της. Η όψη της μικρής μαντλέν δεν μου ’χε θυμίσει τίποτα πριν να τη γευτώ, ίσως γιατί, έχοντας δει συχνά από τότε μικρές μαντλέν, χωρίς όμως να τις δοκιμάσω, πάνω στα ράφια των ζαχαροπλαστείων, η εικόνα τους είχε εγκαταλείψει εκείνες τις μέρες του Κομπραί για να δεθεί μ’ άλλες πιο πρόσφατες, ίσως γιατί απ’ αυτές τις αναμνήσεις τις εγκαταλειμμένες τόσον καιρό έξω απ’ τη μνήμη δεν επιζούσε τίποτα, όλα είχαν διαλυθεί, οι μορφές –κι αυτή ακόμα του μικρού κοχυλιού της ζαχαροπλαστικής, τόσο στρουμπουλά αισθησιακού κάτω απ’ τις αυστηρές κι ευλαβικές πτυχές του– είχαν διαλυθεί ή, κοιμισμένες, είχαν χάσει τη δύναμη της επέκτασης που θα τους επέτρεπε να ξαναδεθούν με τη συνείδηση» γράφει ο Μαρσέλ Προυστ.
Το παραδοσιακό μικρό κέικ από το Commercy και το Liverdun, δύο κοινότητες της περιοχής της Λωρραίνης στη βορειοανατολική Γαλλία, που έμελλε να δοξαστεί από τον Προυστ, συνδέεται με διάφορους θρύλους.
Άλλοι λένε ότι τα εφηύρε η μαγείρισσα Madeleine Paulmier, που υπηρετούσε τον 18ο αιώνα τον Stanislaus I, δούκα της Λωρραίνης και εξόριστο βασιλιά της Πολωνίας. Σύμφωνα με την ιστορία, ο Λουδοβίκος XV, γαμπρός του δούκα, γοητευμένος από τα μικρά κέικ που ετοίμαζε η Madeleine Paulmier, τα ονόμασε με το όνομά της, ενώ η σύζυγός του, Maria Leszczyńska, τα εισήγαγε λίγο αργότερα στην αυλή των Βερσαλλιών. Έγιναν πολύ αγαπητά στη βασιλική οικογένεια και κατέκτησαν σε χρόνο μηδέν και την υπόλοιπη Γαλλία.
Ωστόσο, άλλες ιστορίες έχουν συνδέσει το κέικ με το προσκύνημα στην Κομποστέλα, στην Ισπανία: μια προσκυνήτρια με το όνομα Μαντλέν λέγεται ότι έφερε πίσω τη συνταγή από το ταξίδι της, ή μια μαγείρισσα με το όνομα Μαντλέν λέγεται ότι πρόσφερε μικρά κέικ σε σχήμα κοχυλιού στους προσκυνητές που περνούσαν από τη Λωρραίνη.