ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ που συνέβησαν όταν ο γιος μου ξεκίνησε να μπουσουλάει ήταν πως απέκτησε μια μανία με τα βιβλία ως αντικείμενα. Στην αρχή, μπουσουλούσε μέχρι το πιο χαμηλό ράφι της βιβλιοθήκης, διάλεγε ένα βιβλίο και έσκιζε σελίδες σαν αφοσιωμένος ναζί. Μετά έκανε τις σελίδες μπαλάκια και προσπαθούσε να τις φάει.
Τώρα που βρίσκεται ένα βήμα πριν από το περπάτημα, τρεκλίζει ελαφρά, πιάνεται από τα ράφια και λίγο πριν πέσει ακόμα μια φορά κατεβάζει τα βιβλία ένα-ένα. Στο πάτωμα του σαλονιού μου βρίσκεται μόνιμα πια ένα βουνό από πεταμένα βιβλία.
Μαζεύοντας τα βιβλία μου, τα ξαναείδα προσεκτικά μετά από χρόνια, όπως άλλοι άνθρωποι κοιτάνε παλιές φωτογραφίες. Η βιβλιοθήκη ξεχειλίζει σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, φοβάμαι πως κάποια στιγμή τα βιβλία θα πέσουν και θα με πλακώσουν. Υποτίθεται πως οι βιβλιοθήκες πρέπει να έχουν λίγα βιβλία και καλά – όλα υψηλής λογοτεχνίας. Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό· κρατάω τα βιβλία που μου άρεσαν και με συγκίνησαν.
Έπρεπε να αποδείξω (σε ποιον; Κανείς δεν ξέρει) ότι είχα ανακαλύψει και διαβάσει στο πρωτότυπο κάποιον διάσημο συγγραφέα πριν απ’ όλους τους υπόλοιπους, ενώ σνόμπαρα όλους όσοι διάβαζαν βιβλία που θεωρούσα «χαμηλού επιπέδου».
Τα χαμηλά ράφια είναι γεμάτα με λεξικά και μια κατηγορία βιβλίων που εγώ αποκαλώ «βιβλία αεροδρομίου». Είναι σχεδόν όλα αγγλικά ή αμερικάνικα μπεστ-σέλερ που αγόρασα πριν ταξιδέψω κάπου: Τζον Ίρβινγκ, Σάρα Γουότερς, Κέιτ Άτκινσον, Τζέφρι Ευγενίδης, Τζόναθαν Κόου. Πολλά από αυτά είναι εξαιρετικά καλογραμμένα – καλή λογοτεχνία που είναι και «εμπορική».
Ανάμεσά τους, όμως, υπάρχουν και κάποια που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για βιβλία που αγόρασα σε στιγμές που δυσκολευόμουν: κάτι πτήσεις στις οποίες δεν ήθελα με τίποτα να μπω γιατί φοβόμουν, ή πολύ πιο συχνά πτήσεις που μου ήταν δύσκολες γιατί αποχαιρετούσα κάποιον.
Στην καλύτερη περίπτωση, σε αυτά τα βιβλία η ηρωίδα λέγεται Jenny, Kate ή Sarah, έχει λιγότερη αυτοπεποίθηση από ένα σακί πατάτες και δουλεύει σε ένα χαριτωμένο βιβλιοπωλείο ή ζαχαροπλαστείο σε ένα απομακρυσμένο χωριό στη Σκωτία. Στη χειρότερη, η ηρωίδα πάσχει από αλμπινισμό και είναι ερωμένη ενός πρίγκιπα στην αυλή των Μεδίκων τον 15ο αιώνα.
Αγαπώ πολύ το διάβασμα και τα βιβλία, γι’ αυτό και σπούδασα αγγλική λογοτεχνία (ένα πτυχίο για μελλοντικούς εκατομμυριούχους με εξαιρετικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας). Για χρόνια ήμουν ένας άνθρωπος που σχεδόν εμμονικά αρνιόταν να παρατήσει βιβλίο – προτιμούσα να υποφέρω διαβάζοντας σελίδες φλύαρης βλακείας.
Επίσης θύμιζα κάτι γεροντοχίπστερ που είχαν ακούσει πρώτοι κάποιο συγκρότημα που λεγόταν The booboos ή Τhe nails και μετά, όταν γίνονταν διάσημοι σε πάνω από 100 άτομα, έλεγαν «Α, ξεπουλήθηκαν οι The booboos, εγώ τους είχα πρωτοδεί μεθυσμένος, ξημερώματα, σε μια υπόγα στην οδό Φυλής που λεγόταν Τρύπα του Σκότους μαζί με τρεις ακόμα άνεργους γραφιάδες και δυο ημίτυφλες γριές που νόμιζαν ότι είχαν μπει στον όρθρο».
Έπρεπε να αποδείξω (σε ποιον; Κανείς δεν ξέρει) ότι είχα ανακαλύψει και διαβάσει στο πρωτότυπο κάποιον διάσημο συγγραφέα πριν απ’ όλους τους υπόλοιπους, ενώ σνόμπαρα όλους όσοι διάβαζαν βιβλία που θεωρούσα «χαμηλού επιπέδου» (βιογραφίες ροκ σταρ, βιβλία για το ποδόσφαιρο, βιβλία αυτοβοήθειας με τίτλο Αυτές που αγάπησαν πολύ, λογοτεχνικά πονήματα με τίτλους όπως Μαντώ, η αυτοκράτειρα του πόθου). Ντρεπόμουν που διάβαζα «βιβλία αεροπλάνου».
Μέχρι που κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου ένα άρθρο του Νick Hornby. Το κείμενό του έλεγε κάτι απλό: πως το διάβασμα πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι απόλαυση. Το διάβασμα δεν είναι διαγωνισμός ή καταναγκαστικό έργο. Το κείμενό του με απελευθέρωσε. Δέχτηκα πως υπάρχουν βιβλία αποδράσεις ή καταφύγια, βιβλία που λειτουργούν ως φτηνή ψυχοθεραπεία, πως το διάβασμα είναι κάτι που πρέπει να μου προσφέρει (και) χαρά. Κανείς δεν διαβάζει Προυστ στο αεροπλάνο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.