Α, ρε βλάκα Λάκη
Οφειλόμενο
ΜΟΥ ΗΡΘΕ ΣΤΟ ΝΟΥ ΞΑΦΝΙΚΑ, σήμερα. Και θέλω να τον αναφέρω, έστω μια φορά, σαν τα χαρτάκια που δίνουν οι γριές στον παππά για τη μνημόνευση των πεθαμένων.
Ήταν φίλος μου, εφηβικός. Ευφυής, πλούσιος, περπατημένος. Εμείς, φτωχοί και περιορισμένοι. Μέναμε στη φοιτητική εστία, αυτός στο ρετιρέ της ιδιόκτητης πολυκατοικίας του στην Αθήνα (μια από τις πολλές).
Τον βρήκαν κρεμασμένο εκεί, στα 25 χρόνια του.
Δεν ξέρω γιατί. Είχε πάντα μια υπαρξιακή ανησυχία, πίστευα όμως ότι είναι ο στόμφος της νιότης, η τάση της να ρωτά αυθάδικα αυτά που δεν έχουν απάντηση.
Εκείνος, φαίνεται, τα εννοούσε.
Έχουν περάσει 40 χρόνια και περιέργως, δεν τον είχα σκεφτεί ποτέ όπως θα άξιζε σε ένα κολλητό. Με το δέον πένθος. Αλλά σήμερα (γελοία λεπτομέρεια: στο ντουζ), ήρθε στο νου μου με μια παράξενη ένταση. Σκέφτηκα όλα όσα έχασε, 40 χρόνια τώρα. Αισθήσεις, απολαύσεις, θριάμβους, σεισμούς όμορφους, χάσματα που η φύση τα φρόντισε μετά και τα σκέπασε φιλόστοργα, αστέρια και μεγάλες αγρύπνιες που μάς έφεραν στα ίσα μας, συναρπαστικούς πολέμους, φιλιά, ταξίδια.
Έκανα, βασικά, τη σούμα της δικής μου ζωής που σίγουρα αυτός, ο τόσο ταλαντούχος άνθρωπος, θα ζούσε εντονότερα, καλλιτεχνικότερα― και σκέφτηκα πόσο χαζά, πόσο επιπόλαια στράβωσε η κρίση του και πέρασε το βρόχο. Ίσως δεν είναι θέμα κρίσης, αλλά αδιαπραγμάτευτης ακεραιότητας. Αλλά η ζωή δεν βιώνεται δίχως μικρούς ή μεγάλους συμβιβασμούς, χωρίς διαπραγμάτευση και μάνατζμεντ. Όταν είσαι 25, δεν το ξέρεις ακόμη.
«Μαλάκα Λάκη», άκουσα κυριολεκτικά τον εαυτό μου να λέει, σαν ψυχάκιας κάτω απ΄ το νερό, «σε σπρώξανε μέσα στο κήπο, να ζήσεις ό,τι μπορείς, μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι σου, κι εντάξει, ο κήπος είχε μέσα και ψοφίμια και βούρκο πολύ, αλλά είχε και κρίνα και καρπούς― ακόμα κι αν δεν είχες το ταλέντο (που το είχες) να πας καρφί πάνω στην μεγάλη ομορφιά και να την δρέψεις, ασυλλόγιστα και χωρίς απολογίες, εσύ έκανες μεταβολή και βγήκες! Δεν έκανες καν ένα γύρο να δεις, την άνθινη αυτή φυλακή, τα παράσπιτα του παραδείσου… Και τι κατάλαβες; Ίσως όμως ήξερες κάτι που δεν ξέρω…»
Κι έτσι πένθησα επιτέλους τον Λάκη, με τα γαλανά μάτια και το λοξό χαμόγελο που το μισό ήταν σαρκασμός. Τον πένθησα αντιδραματικά και φευγαλέα, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά η μνήμη του με συγκλόνισε. Γιατί μπήκα στη θέση του, ή μάλλον, γιατί μπαίνω σιγά σιγά στη θέση του, θέλω δε θέλω. Δεν μπορείς να βολτάρεις αιωνίως στον κήπο - οι πρωινοί να φεύγουν.
Κατεβαίνοντας για τη δουλειά, είδα την άσκημη, ανασκαμμένη, ανάστατη, ψιλοάθλια Αθήνα ― μια από τις πιο άσκημες πόλεις της Ευρώπης. Και κουράστηκα από την ίδια μου τη γκρίνια.
Δεν έχει άλλη Αθήνα, δεν έχει άλλη ζωή. Εδώ η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος.