Εβδομάδες πριν από την προβολή του, ο πέμπτος κύκλος του «The Crown» (πρεμιέρα στις 9/11 στο Netflix) έχει ξεσηκώσει μια μικρή, αλλά ηχηρή θύελλα αντιδράσεων από κύκλους προσκείμενους στο παλάτι, με τα μέλη της βασιλικής οικογένειας να τηρούν απαρέγκλιτα την αγαπημένη τους συνήθεια να μη σχολιάζουν επισήμως και αυτοπροσώπως οποιαδήποτε μυθοπλασία ασχολείται μαζί τους.
Ανάμεσα στο τέλος της 4ης σεζόν, που τιμήθηκε με Emmy και απογειώθηκε από τις κριτικές και την τηλεθέαση, και το δίτομο φινάλε της διαδρομής της βασιλείας της Ελισάβετ της Δεύτερης, έχουν μεσολαβήσει ο θάνατος της «πρωταγωνίστριας» και, μερικούς μήνες πριν, του συζύγου της, πρίγκιπα Φίλιππου, η παγκόσμιας κάλυψης, λαοφιλής κηδεία, αλλά και το αγρίεμα του κουτσομπολίστικου παρασκηνίου γύρω από τον ρόλο και τις προθέσεις του νέου βασιλιά Καρόλου, με κοντινό ορίζοντα τις αποκαλύψεις που υπόσχεται ο υιός Χάρι στην επικείμενη αυτοβιογραφία του «Spare», που σημαίνει εφεδρικός, ή αναπληρωματικός – αυτός που περισσεύει από μια εικόνα που προβλέπεται ταραχώδης και προκαλεί την ολύμπια ψυχραιμία των φειδωλών σε συναισθηματισμούς και περιττές τοποθετήσεις Γουίνδσορ.
Οι φήμες πως στον νέο κύκλο ο Κάρολος συνωμοτεί με την κυβέρνηση για να ρίξει τη μητέρα του και να αναλάβει εκείνος τον θρόνο (το υπονοεί, για να είμαστε ακριβείς, δεν προσλαμβάνει ειδικούς για να του οργανώσουν πραξικόπημα!), διαδόθηκαν γρήγορα, και η Τζούντι Ντεντς, Dame και φίλη των Royals, όπως αποδεικνύεται, εξεμάνη με δηλώσεις της, έχοντας μάθει πως μάλλον βάζουν τον νέο βασιλιά να πει πως η μητέρα του τον μεγάλωσε τόσο φριχτά, που θα της άρμοζε φυλάκιση (αυτό μπορεί να συμβαίνει αργότερα στη σειρά).
Πολλοί έχουν κριτικάρει αυστηρά τον θεσμό της βρετανικής μοναρχίας, θεωρητικά ως και σε βαθμό συκοφάντησης. Ωστόσο, μόνο ο αθόρυβα δαιμόνιος Μόργκαν κατάφερε να προκαλέσει τέτοια σύγχυση ώστε όσοι κόπτονται και ενοχλούνται προκαταβολικά για την αρνητική απεικόνιση που υποψιάζονται πως έρχεται όπου να' ναι από το τηλεοπτικό «Στέμμα» να θεωρούν πως οι θεατές θα πιστέψουν πως ότι βλέπουν έγινε στ’ αλήθεια, όσα disclaimers και να τους διαβεβαιώνουν για το αντίθετο.
Με τη σειρά του, ο Τζον Μέιτζορ δήλωσε σε αυστηρό τόνο πως όσα ακούγονται πως διεμείφθησαν μεταξύ αυτού και του Καρόλου είναι «ένα μάτσο ανοησίες», απλά διότι όλες οι συνομιλίες ανάμεσα στον μονάρχη και τον πρωθυπουργό ήταν και θα παραμείνουν απόρρητες.
Πρότεινε δε στο Netflix μια δήλωση αποποίησης ευθύνης (κοινώς disclaimer) στην αρχή κάθε επεισοδίου, για να αποφευχθεί σύγχυση των επινοημένων διαλόγων με την ιστορική πραγματικότητα, κάτι στο οποίο η πλατφόρμα υπαναχώρησε για πρώτη φορά (παλιότερα είχε απορρίψει παρόμοιο αίτημα της υπουργού Πολιτισμού της Μεγάλης Βρετανίας) και αποδέχθηκε πως θα την αναρτήσει, παρότι είναι σαφές και ευκόλως εννοούμενο πως το «The Crown», όπως και εκατοντάδες σειρές και ταινίες πριν και μετά από αυτό, είναι μια δραματουργική υπόθεση βασισμένη στην αλήθεια – μια σπέκουλα που ερεθίζει πολλαπλά το ενδιαφέρον όσο περισσότερο οι πρωταγωνιστές είναι πολύ γνωστοί, και οι συνομιλίες τους ελάχιστα καταγεγραμμένες.
Οι φωνές ανησυχίας ακούγονται ψίθυροι μπροστά στην τεράστια αναμονή του κοινού που έχει ακόμη νωπό στη μνήμη του το τέλος ενός συμβόλου και προφανώς θέλει να διαπιστώσει με ποιον τρόπο μια σειρά που βλέπει από το 2016 με αυξητική τάση τηλεθέασης θα ολοκληρώσει τον εξανθρωπισμό και την εκλαΐκευση μιας γυναίκας σεβάσμιας και απόμακρης, ενός βράχου ψυχραιμίας και σταθερότητας αλλά και μνημείου μυστηριώδους συναισθηματικότητας και επιλεκτικής παρέμβασης.
Όσο περισσότερο πλησιάζει το «The Crown» στα πρόσωπα που όλοι γνωρίζουν και στα γεγονότα που οι περισσότεροι θυμούνται, μεγαλώνει η ευαισθητοποίηση και η εμπλοκή, πυροδοτημένη από τη διαπλοκή των media στη μυθιστορηματική τραγωδία της Νταϊάνα και το οργιώδες παρασκήνιο γύρω από την απάθεια, την αμέλεια, τις συνθήκες και τις ίντριγκες, που κανείς δεν θυμάται με σιγουριά αν ισχύουν ή αν ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού.
Η διαφορά του Πίτερ Μόργκαν, του δημιουργού που με τις χρονικά αποσπασματικές ενσαρκώσεις της Ελισάβετ, από τις δυο με την Έλεν Μίρεν στην κινηματογραφική «Βασίλισσα» και το θεατρικό «Audience», που της χάρισαν Όσκαρ και Tony αντίστοιχα, μέχρι την πλήρη βιογραφική ενηλικίωση διά της Κλερ Φόι, της Ολίβια Κόλμαν και τώρα της Ιμέλντα Στόντον, με όλους τους συναδέλφους του και τα όμορα θεματικά πορτρέτα, από ξεχασμένες ιλουστρασιόν τηλεταινίες μέχρι την «Diana» του Χιρσμπίγκελ και το «Spencer» του Λαραΐν, είναι ότι περιγράφει και αναλύει σαν να βρισκόταν μέσα στο Μπάκιγχαμ, στις εξοχές του Μπαλμόραλ και στα decks του «Μπριτάνια», στα γραφεία και τις κρεβατοκάμαρες, πρώτος και καλύτερος στις δεξιώσεις, παρών στις τελετές, μυστικοσύμβουλος και ωτακουστής ταυτόχρονα, λες και έγινε δεκτός ως επίσημο μέλος του club χωρίς επίδειξη ταυτότητας, και κανείς δεν του ζήτησε να συστηθεί, ενώ στην πραγματικότητα είναι εξειδικευμένος διπλός πράκτορας, ανάμεσα στο κοινό και τους περί του στέμματος, το οποίο και τον ψωμίζει διά βίου!
Πολλοί έχουν κριτικάρει αυστηρά τον θεσμό της βρετανικής μοναρχίας, θεωρητικά ως και σε βαθμό συκοφάντησης. Ωστόσο, μόνο ο αθόρυβα δαιμόνιος Μόργκαν κατάφερε να προκαλέσει τέτοια σύγχυση ώστε όσοι κόπτονται και ενοχλούνται προκαταβολικά για την αρνητική απεικόνιση που υποψιάζονται πως έρχεται όπου να 'ναι από το τηλεοπτικό «Στέμμα» να θεωρούν πως οι θεατές θα πιστέψουν πως ό,τι βλέπουν έγινε στ’ αλήθεια, όσα disclaimers και να τους διαβεβαιώνουν για το αντίθετο.
Το «The Crown» έγινε βασιλικότερο του βασιλέως, γιατί το class της γραφής του αντικαθιστά ένα αφήγημα που το παλάτι ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να μοιραστεί με το κοινό, και το κοινό φαντασιώνεται πως αν γινόταν δεκτό πίσω από τις κλειστές πόρτες, κάπως έτσι θα ζούσε το παραμύθι – μια ταξική εκδίκηση, διά του λαϊκότερου μέσου, που είναι η τηλεόραση.
Πρόσφατα ο Μόργκαν δήλωσε πως ήξερε πολύ καλά ότι διασχίζει δύσκολα χωράφια, όπως το annus horribilis της βασίλισσας, το διαζύγιο και τη συνέντευξη, τονίζοντας πως δεν θέλησε να αδικήσει το BBC, ενώ ποτέ δεν έχει πάρει αμυντική στάση για την αντίδραση του παλατιού, και επιμένει πως κινείται με υπευθυνότητα και ευαισθησία απέναντι στα γεγονότα και τα πρόσωπα.
Τα τρία πρώτα επεισόδια παρακολουθούνται απνευστί: η αριστοκρατική άργητα στην ανάπτυξη της πλοκής από τον Πίτερ Μόργκαν, μαζί με μια ακόμη υψηλότερη ποιότητα παραγωγής, συνοδεύονται από το έμπειρο χέρι της σκηνοθέτιδος Τζέσικα Χομπς (που πέρυσι απέσπασε το Emmy στην κατηγορία της για το «The War») και ξεδιπλώνουν πρόσωπα και γεγονότα με επιστημονική δοσολογία.
Η Ελισάβετ δεν πρωταγωνιστεί δυναμικά, άλλωστε διανύει φάση αναμονής και σχετικής κόπωσης, μια ενδιάμεση περίοδο που ιστορικά δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στα πράγματα.
Το βάρος θα δοθεί στην Νταϊάνα, αλλά και στην outsider οικογένεια Αλ Φαγιέντ, που εισέρχεται αναπάντεχα στον στενό λευκό κύκλο. Στην εισαγωγή κάθε κύκλου, οι νεοεισαχθέντες ηθοποιοί προσκαλούν σε σύγκριση με τους πραγματικούς χαρακτήρες και τους προκατόχους τους.
Η Ιμέλντα Στόντον, την οποία ο Μόργκαν είχε ως ιδανική επιλογή της τρίτης Ελισάβετ εδώ και χρόνια, ξεκινά με ένα φυσιογνωμικό μειονέκτημα, ίσως γιατί δεν διαθέτει τη φυσική regal πόζα των Φόι και Κόλμαν.
Ως Ελισάβετ στα 65 της χρόνια, ξεπερνά γρήγορα την πιο προλεταριακή πρώτη εντύπωση, για δυο λόγους: είναι σπουδαία ηθοποιός και Βρετανίδα – το ατού του DNA προς μια γυναίκα που γνωρίζει από τότε που θυμάται τον εαυτό της, μαζί με το υποκριτικό εύρος, αποδίδουν την απόσταση και την απόχρωση που ταιριάζει σε κάθε περίσταση. Είναι σίγουρα η πιο στοχαστική βασίλισσα ως τώρα, καθώς η προσήλωσή της αποπροσανατολίζεται από τα προβλήματα στους γάμους των τριών από τα τέσσερα παιδιά της, και την ανασφάλεια της επαφής της με την κουλτούρα της εποχής και την ουσιαστική δημοφιλία της.
Το κάστινγκ της Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι έρχεται σε ακόμη οξύτερη αντιδιαστολή με την ουδέτερη παρουσία της Έμα Κόριν. 17 πόντους ψηλότερη, η Ντεμπίκι κλέβει τα 190 εκατοστά του ύψους της σκύβοντας ντροπαλά όπως η Νταϊάνα, ενίοτε γέρνοντας από την ψυχική κούραση μιας γυναίκας σε αδιέξοδο και ελεγχόμενο πανικό. Την αποτυπώνει πολύ πειστικά, πετυχαίνοντας την posh προφορά και τη συρτή, χαμηλή φωνή της, υποδηλώνοντας ένταση αλλά και συνεχή εκκρεμότητα, σαν ντελικάτο θηρίο σε καταστολή.
Ο Μόργκαν δεν της χαρίζεται: όταν καλείται να δώσει ονόματα κοντινών της ανθρώπων που θα βοηθούσαν στο βιβλίο του Νόρτον, προτείνει μια στρατιά από χαρτορίχτρες, ομοιοπαθητικούς και αρωματοθεραπευτές!
Ο Κάρολος του Ντόμινικ Γουέστ βγάζει το στρίμωγμα ενός αμήχανου κληρονόμου, που ό,τι κι αν κάνει, λογοδοτεί νοερά στην αρχηγό που τα πανθ’ ορά, ενώ ο Τζόναθαν Πράις εξαφανίζει το βλέμμα-ξυράφι του προκατόχου του στον ρόλο, Ματ Σμιθ, δείχνει την κλάση του, παρουσιάζοντας έναν Φίλιππο ζορισμένο από το σφρίγος που τον εγκαταλείπει, αλλά καλύτερα προσαρμοσμένο σε καθήκοντα καθεστωτικού ειρηνοποιού, σ’ ένα πορτρέτο συμπονετικής τρυφερότητας.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τα τρία επεισόδια που είδαμε σε αποκλειστικό preview
Ο πέμπτος κύκλος του «The Crown» ξεκινά με… πολλή θάλασσα. Σε ένα σύντομο flashback, η νεαρή βασίλισσα, με το πρόσωπο της Κλερ Φόι, καθελκύει συγκινημένη το «Britannia», πλωτό δίαυλο για την άμεση επικοινωνία της με την Κοινοπολιτεία και οξύμωρο ησυχαστήριο, μιας και μόνο εκεί ένιωθε ασφαλής και ελεύθερη παρά την παρουσία πολυάριθμου προσωπικού.
Στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν ο προσωπικός παθολόγος της Ελισάβετ τη ρωτά ποιος είναι ο αγαπημένος της προορισμός διακοπών, υποθέτοντας πως θα απαντήσει το προφανές, δηλαδή το ανάκτορο του Μπαλμόραλ, εκείνη τον βάζει στη θέση του, γιατί υπερέβη τα όρια, και βλέποντας τον στην αμηχανία που επιδιώκε εξαρχής (και για λόγους αρχής και σεβασμού), τον εκπλήσσει, λέγοντας πως υπάρχει κάτι άλλο που θεωρεί δεύτερο σπίτι της.
Προφανώς εννοεί τη θαλαμηγό της αυτού εξοχότητας, που ρημάζει από τον χρόνο και χρειάζεται γενναία συντήρηση, χρέος της κυβέρνησης, και όχι της βασιλικής οικογένειας.
Ζητώντας ακρόαση από τον πρωθυπουργό Τζον Μέιτζορ, ο οποίος είχε την άχαρη αποστολή να διαδεχθεί τη Μάργκαρετ Θάτσερ και να κληρονομήσει μια χώρα σε οικονομικό, και όχι μόνο, χάλι, η Ελισάβετ σχεδόν κατηγορηματικά απαιτεί την επιβάρυνση του κόστους από τους υπηκόους της, γιατί έχει ζητήσει ελάχιστα, έχει προσφέρει τα πάντα, και νιώθει πως έχει κερδίσει το δικαίωμα να μη δώσει εξηγήσεις για τη συντήρηση ενός συμβόλου του έθνους, όπως το πλοίο πάνω στο οποίο έχει διαφημίσει τη χώρα με τις εκτεταμένες περιοδείες της.
Εκεί τη βρίσκουμε, με το μαντίλι και τα κιάλια, να σαλπάρει στους γκρίζους ορίζοντες, παρέα με την κόρη της, Άννα, η οποία ρίχνει πονηρές ματιές σε έναν ανώτερο υπάλληλο της κουστωδίας. «Ας συγκεντρωθούμε στους φάρους», τη διακόπτει η μαμά, αποτάσσοντας κοφτά κάθε ιδέα απιστίας εν τη παρουσία της.
Η βασίλισσα μαθαίνει καθυστερημένα την αρνητική για την εικόνα της δημοσκόπηση των «Sunday Times»: όλοι συνωμοτούν, από αίσθηση καθήκοντος και νοιάξιμο, να μην τη στενοχωρήσουν εν πλω.
Αντίθετα, ο Κάρολος φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει, και μάλιστα να κινεί αόρατα τα νήματα του πηχιαίου πρωτοσέλιδου που κλίνει υπέρ του, στη δημόσια συζήτηση που ανοίγει για μια πιθανή παραίτηση της μητέρας του, καθώς η δημοτικότητά της φθίνει και η δική του ανεβαίνει, πάντα σε συνάρτηση με την αγάπη των συμπατριωτών του για την Νταϊάνα.
Το ζεύγος κάνει διακοπές-σωσίβιο στην Ιταλία, μαζί με τα παιδιά και φίλους, σε μια σειρά από θεσπέσιες, ηλιόλουστες καρτποσταλικές σκηνές, με τον Κάρολο να φαίνεται συναινετικός προς τη νευρική σύζυγό του και την Νταϊάνα συμβιβαστική για μια ακόμη φορά, διαισθανόμενη πως αυτή μπορεί να είναι και η τελειωτική απόπειρά της να ανεχθεί τον άνδρα που την παραγκώνισε, για χάρη του περιβάλλοντος και της ερωμένης του.
Η διαβόητη συνάντησή του με τον Μέιτζορ είναι μαεστρικά γραμμένη από τον Μόργκαν: ο πρωθυπουργός δέχεται τον πρίγκιπα και τον ακούει υπομονετικά και ανέκφραστα, σαν σφίγγα που περιμένει τον σύμμαχο να γίνει αντίπαλος, να υπονοεί πως μια τεχνητή διαδοχή πριν το φυσικό τέλος θα ωφελούσε το έθνος, αν κι εκείνος στήριζε την άτυπη πρόταση.
Φέρνοντας ως παράδειγμα τον πρόγονό του Εδουάρδο τον 7ο, ο οποίος έγινε βασιλιάς στα 70 του, και αδικήθηκε από την ασυνήθιστα μεγάλη παραμονή της δικής του μητέρας στον θρόνο, μίλησε για μια ευκαιρία που θα ήταν κρίμα κι άδικο να πάει χαμένη, από το «σύνδρομο της Βικτώριας», που μάλλον χαρακτηρίζει τη μητέρα – απέφυγε να την ονομάσει, αλλά γνώριζε πως οι «Times» δεν την κολάκεψαν καθόλου, χρησιμοποιώντας τα δειγματοληπτικά λόγια του λαού, που την αποκάλεσε irrelevant και αρχαία.
Ο συσχετισμός του Κάρολου με τον Εδουάρδο, που κι αυτός περίμενε τη σειρά του μέχρι το τέλος της προχωρημένης βασιλείας της μητέρας του, είναι το ένα μεγάλο δίχτυ που ρίχνει ο Μόργκαν στο σήμερα. Το άλλο είναι η είδηση της ανεξαρτητοποίησης της Ουκρανίας από την καταρρέουσα Σοβιετική Ένωση, το 1991, που ακούει ο Κάρολος στο ραδιόφωνο καθώς οδηγεί.
Και βέβαια, η στάση του Μέιτζορ απέναντι σε όσα αντικρουόμενα παράπονα ακούει από τους εκπροσώπους του παλατιού δεν είναι μόνο παθητική. Μετά από ένα πάρτι, στο οποίο απρόθυμα συμμετέχει, σχολιάζει αρνητικά τους μεγαλύτερους, ως κολλημένους στην παράδοση, και τους νεότερους ως απερίσκεπτους, εμφανώς απασχολημένος με σοβαρότερα προβλήματα από τις επισκευές του πλοίου και την ενδοοοικογενειακή πρεμούρα για τη διαδοχή.
Ειδικότερα για τον Κάρολο, εκμυστηρεύεται στη σύζυγό του ότι δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του το μεγαλύτερο ατού που διαθέτει, την Νταϊάνα.
Στο δεύτερο επεισόδιο, μετακινείται στο επίκεντρο η Νταϊάνα, κάτι που όλοι περιμένουν, αλλά η ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία του Πίτερ Μόργκαν είναι ότι κινείται δυναμικότερα στην πλοκή ο Φίλιππος, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του παρασκηνιακού παράγοντα, καθώς και του συναισθηματικού βαρόμετρου: μετά από παρότρυνση της βασίλισσας, στην αρχή προτίθεται, ως καλός νονός, να συλλυπηθεί τον αγαπημένο του λόρδο Νόρτον Νάτσμπουλ, και αντ’ αυτού, παρηγορεί ειλικρινώς και έμπρακτα τη σύζυγό του, Πενέλοπε, για τον θάνατο της 5χρονης κόρης τους Λεονόρα από καρκίνο.
Αφού εξομολογείται πώς η θλίψη κατέλαβε κι εκείνον μετά τον αδόκητο χαμό της αδελφής του από αεροπορικό δυστύχημα, τη μυεί στη χαρά της αμαξοδρομίας, αναπαλαιώνοντας με επιμέλεια και προσοχή στις λεπτομέρειες μια παλιά καρότσα που βρήκε στην αποθήκη τους, κι έτσι μοιράζεται με κάποιον το πάθος που ανακάλυψε όταν η υγεία και η ηλικία δεν του επέτρεπαν πλέον να ασχολείται με πιο αθλητικά χόμπι.
Σκιώδης κυβερνήτης της ευρύτερης οικογένειας, με τη σύζυγο πάντα κορώνα στο κεφάλι του (δεν παραλείπει να το τονίζει υπερήφανα σε όλους, και να της το δείχνει στις κουβεντούλες λίγο πριν τον χωριστό τους ύπνο, στα ιδιαίτερα, αχανή διαμερίσματά τους), παρεμβαίνει όταν η κατάσταση έχει φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα με την πολύκροτη κυκλοφορία του «Diana: Her True Story» από τον δημοσιογράφο Άντριου Νόρτον.
Σε μια ιδιαίτερη συνομιλία τους, εκείνη στριμωγμένη στην πολυθρόνα, εκείνος πατερναλιστικά και νευρικά όρθιος, της υπενθυμίζει ότι τη βάρκα δεν την κουνάμε, τον γάμο δεν τον χαλάμε, και τα εν οίκω μη εν δήμω, υψώνοντας όσο πρέπει τον τόνο της φωνής του. Περιμένει την αντίδρασή της, τη σύμφωνη γνώμη της με άλλα λόγια, όταν της υποδεικνύει σαφώς πως δεν υπάρχει άλλη λύση από τη σιωπή.
«Νομίζω πως δεν έχω να πω κάτι άλλο», αναστενάζει η Νταϊάνα, κοιτάζοντάς τον σαν μαθήτρια, που δεν είναι σίγουρη αν πρέπει να ακολουθήσει τις εντολές ή να το παίξει καλή για να υπεκφύγει. «Αυτό είναι το σοφότερο πράγμα που έχεις ποτέ πει», της απαντά ο πεθερός της ανακουφισμένος, τουλάχιστον προς το παρόν.
Το 45λεπτο έχει τίτλο «The System» και η λυπημένη πριγκίπισσα φαίνεται απαυδησμένη από τη στάση του Καρόλου στο ταξίδι τους, και από την απόφασή του να κάνει ένα ακόμη τάκλιν στην απέλπιδα απόπειρά της να κρατηθεί πάνω του. Εκμυστηρεύεται τα προβλήματα σε φίλο, που προθυμοποιείται να βοηθήσει, ως διαμεσολαβητής των απαντήσεων που θέτει ο Νόρτον, με τον όρο να μείνει απόρρητη η συμμετοχή της στη συγγραφή της εξομολογητικής βιογραφίας της.
Γίνεται σαφές πως όλοι παρακολουθούνται, και ο δημοσιογράφος βρίσκει το σπίτι του ανάστατο από άγνωστους εισβολείς: στα μάτια μου, ο Νόρτον δεν είναι άλλος από μια παραλλαγή του Πίτερ Μόργκαν, καθώς κρατά μια ευγενική γραμμή απέναντι στην πριγκίπισσα, τον ενδιαφέρει βασικά η αλήθεια και η ανθρωπιά, η έρευνα και η απόσταση από τους θεσμούς, και φυσικά η ανταπόκριση του κοινού σε μια αδικία που πρώτος ξεσκεπάζει.
Μπορεί ο Μόργκαν να αντλεί τα σενάριά του από έτοιμο και γνωστό υλικό, αλλά οι πιθανές διασυνδέσεις του με ανθρώπους κοντά σε όλους τους παίκτες του δράματος, μέσα κι έξω από το παλάτι, του δίνουν το αβαντάζ του παρατηρητή με κριτική άποψη, ο οποίος διατηρεί mainstream λόγο για να μην αποξενώσει ούτε έναν υποψήφιο «πελάτη» της ιστορίας που αφηγείται.
«Μου-Μου» ήταν το χαϊδευτικό του Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, αλλά και ο τίτλος του τρίτου επεισοδίου, που ξεκινά από την Αλεξάνδρεια της δεκαετίας του '40, όταν ο έκπτωτος Έντουαρντ με τη Γουόλις Σίμπσον έκαναν εκεί μια από τις πολλές κοσμοπολίτικες στάσεις στην περιπατητική πολιτεία τους μετά την εξορία.
Ο νεαρός γιος του, Ντόντι, πουλούσε αναψυκτικά ώσπου γνώρισε τη σύζυγό του, ενώ ο πατέρας ανέκαθεν ονειρευόταν την κοινωνική αναβάθμιση, που ήρθε με την περιπετειώδη απόκτηση του ξενοδοχείου Ριτζ, επιτυχημένο εγχείρημα που του άνοιξε την όρεξη για την είσοδό του στην καλή κοινωνία της Αγγλίας, με δούρειο ίππο το εμπορικό πολυκατάστημα Harrod’s.
Στο μεταξύ, ο Ντόντι, πεισμωμένος να κάνει κάτι δικό του (ο πατέρας του, που είχε ξαναπαντρευτεί μια Φινλανδή κι έκανε άλλα δυο παιδιά), έγινε κινηματογραφικός παραγωγός, μεταξύ άλλων στους οσκαρικούς «Δρόμους της Φωτιάς».
Η σταδιακή κατάρριψη της προκατάληψης είναι το ζητούμενο της γέφυρας ανάμεσα στο παλάτι και τη μετέπειτα σχέση της άπιστης γαλαζοαίματης με έναν παρείσακτο Άραβα, μέσα από το φορτωμένο βλέμμα του πατέρα του: ο Μοχάμεντ (τρομερός σε ομοιότητα και απόδοση ο 72χρονος Ισραηλινός ηθοποιός Σαλίμ Ντο) απαιτεί να φύγει από τη δεξίωση του προσωπικού του θριάμβου στο Ριτζ ένας μαύρος σερβιτόρος – «δεν θέλω να μου χαλάσει την ωραία βραδιά», μουγκρίζει θυμωμένος στον Ντόντι.
Προφανώς πυροδοτείται ένας αντίστροφος ρατσισμός, στην απόχρωση του δέρματος και το βαθμό της κοινωνικής καταπίεσης αιώνων. Όταν όμως μαθαίνει πως ο ταπεινός, λιγομίλητος Σίντνεϊ από τις Μπαχάμες ήταν ο πιστός θαλαμηπόλος του Εδουάρδου από την πρώτη του επίσκεψη στην Καραϊβική μέχρι τον θάνατό του, το 1972, τον προσλαμβάνει ως εκ δεξιών συνοδηγό στην υπερφιλόδοξη κούρσα του στα ενδότερα της βρετανικής high society.
Λειαίνει τους τρόπους του, μαθαίνει να ντύνεται ανά περίσταση, διαβάζει ότι και ο valet για να μορφωθεί στις λεπτότερες συμπαραδηλώσεις της κουλτούρας που οραματίζεται γι’ αυτόν, και του παραστέκεται στα δύσκολα, σαν φίλος απαλλαγμένος από το άχθος της συναλλαγής.
Αγοράζοντας τον παλιοκαιρισμένο πύργο του Γουίνδσορ, με όλα τα βασιλικά κειμήλια και την ιδιωτική αλληλογραφία του Εδουάρδου, περίμενε την επίσκεψη της Ελισάβετ, η οποία δεν ήρθε ποτέ στη Γαλλία, ούτε καν κάθισε στα ετήσια ματς του πόλο δίπλα του, όπως όριζε η συνήθεια, ως ιδιοκτήτη του Harrod’s και χορηγού των αγώνων.
«Έχει αλλεργία σε μένα», εξομολογείται στην Νταϊάνα, που του έκανε παρέα στην εξέδρα των επισήμων, σε μια ελαφριά αντιπαράθεση των δούλων προς τους αφεντάδες, για να λάβει τη διαβεβαίωση από τα χείλη της (και την κωμικά ζωηρή πένα του Μόργκαν), πως και σε εκείνην έχει την ίδια αλλεργική αντίδραση με το που τη βλέπει – στην αμέσως προηγούμενη σκηνή, η Ελισάβετ είχε μόλις συναντήσει τη Μαργαρίτα και έστριψε διά του αρραβώνος, προτιμώντας την αδελφική συντροφιά παρά το χαριεντισμό με έναν άνθρωπο που φανερά δεν αναγνώριζε ως δικό της (ή του συναφιού, αν προτιμάτε, για να γυρίσουμε στον κύκλο του ρατσισμού), αν και αλλάζοντας πεζοδρόμιο τόσο διακριτικά όσο η αδιόρατη σύσπαση μιας βασιλικής βλεφαρίδας.
Ένα είναι σίγουρο: ο Πίτερ Μόργκαν δεν θα χρισθεί ποτέ ιππότης. Τα αρχικά τρία δέκατα της προτελευταίας σεζόν προετοιμάζουν μια βραδυφλεγή έκρηξη, γιατί ακόμη δεν έχουμε δει το δυστύχημα της Νταϊάνα και του Ντόντι, που προβλέπεται να είναι το cliffhanger φινάλε της φετινής σεζόν, και φυσικά δεν έχει γυριστεί ο έκτος κύκλος, για να τοποθετηθεί η δράση στις πρόσφατες εξελίξεις, χωρίς κανείς να γνωρίζει αν θα ολοκληρωθεί η αφήγηση στον θάνατο της Ελισάβετ, ή πριν από τον Σεπτέμβριο του 2022.
Το κλίμα της σειράς έχει γίνει πιο σκοτεινό, και η ματιά κριτική προς τον θεσμό της μοναρχίας, γι’ αυτό και οι πρωταγωνιστές, ως όργανα του δράματος, τοποθετούνται ως εκφραστές μιας ρευστής, στην κόψη του νήματος κατάστασης.
Και το ερώτημα παραμένει: θα γίνει ο Κάρολος ο πρώτος βασιλιάς, αλλά και εκπρόσωπος της βρετανικής μοναρχίας, που θα πάρει δημόσια θέση για όσα του καταμαρτυρούνται, διακρίνοντας το «The Crown» από οτιδήποτε έχει προηγηθεί σε επίπεδο μυθοπλασίας; Δηλαδή, θα μπει σε social τροχιά, ή θα παραμείνει γραμματόσημο;