O κορυφαίος Βρετανός designer Tom Dixon προφανώς δεν χρειάζεται συστάσεις. Αυτοδίδακτος και οραματιστής, κατάφερε να παρεισφρήσει όχι μόνο στο DNA του διαπλανητικού βιομηχανικού σχεδιασμού αλλά και στα μεγαλύτερα μουσεία μοντέρνας τέχνης του κόσμου. Κοσμοπολίτης, πάντα περίεργος και παθιασμένος τόσο με τις διακοσμητικές δυνατότητες των ανακυκλωμένων υλικών όσο και με τις νέες μεθόδους παραγωγής αλλά και με τις καινούργιες τεχνολογίες, σύντομα γιορτάζει τα σαράντα χρόνια προσφοράς του στον χώρο του design, διεγείροντας όλες τις αισθήσεις.
Άλλωστε, μετά το Manzoni στο Μιλάνο και το Coal Office στο Λονδίνο (σε συνεργασία με τον σεφ Assaf Granit), ήρθε και το περίφημο Tom Dixon Thessaloniki (σε συνεργασία με τον σεφ Δημήτρη Παμπόρη). Την ψιλόλιγνη φιγούρα του τονίζουν το μαύρο ζιβάγκο και τα επίσης μαύρα κοκάλινα γυαλιά οράσεως ‒ θυμίζει τον Jarvis Cocker. Είναι ένα ηλιόλουστο πρωινό στο Λονδίνο και μια βροχερή βραδιά στη συμπρωτεύουσα όταν δίνουμε το ραντεβού στο Teams. Very British, indeed.
Δεν είμαι μινιμαλιστής εκ πεποιθήσεως ούτε εμμονικός με το Bauhaus, πιστεύω όμως στη διαχρονικότητα.
— Πριν κάνετε το ντεμπούτο σας στον κόσμο του design υπήρξατε ο μπασίστας της μπάντας Funkapolitan. Ήταν απρόσκοπτη αυτή η μετάβαση;
Το ντεμπούτο μου στη μουσική σκηνή έγινε τη στιγμή που η αγγλική ροκ, λόγω της πανκ, αναδείχτηκε σε αντικουλτούρα. Τότε ήταν μ0ια διαφορετική εποχή, σήμερα θα ακουγόταν κοινότοπο. Δεν ήταν καθόλου αναίμακτο το πέρασμα στο design ‒ εξαιτίας ενός ατυχήματος με τη μηχανή και ενός κατάγματος στο χέρι, ήταν απλώς αδύνατο να παίξω. Διδάχτηκα όμως τα βασικά σχετικά με τη δημιουργικότητα και το εμπόριο μέσα από τα μάτια του κοινού. Αυτή η αντικουλτούρα «τρίφτηκε» πάνω σε μια ολόκληρη γενιά Βρετανών: μας έδωσε άδεια να δημιουργήσουμε χωρίς πιστοποιητικά, πανεπιστημιακά πτυχία ή γονική έγκριση. Από καθαρή αγάπη προς τη δημιουργία, δεν μπορούσα να σταθώ ακίνητος, άρχισα να ασχολούμαι σιγά σιγά με τη γλυπτική. Παρατήρησα πώς η φωτιά μεταμορφώνει το μέταλλο, την ομορφιά της μεταστοιχείωσης και της μετάλλαξης.
— Είναι οι designers οι σύγχρονοι ροκ-σταρ;
Οι designers, όπως και οι αρχιτέκτονες, ποτέ δεν απέκτησαν το στάτους του ροκ-σταρ (ίσως οι σεφ να πλησίασαν την τελευταία δεκαετία). Οι περισσότεροι, έξω από ένα μικρό σύμπαν ομοϊδεατών, παραμένουν ανώνυμοι ή έστω μη αναγνωρίσιμοι εξ όψεως, πράγμα άκρως βολικό για μένα. Δεν θα άντεχα τη φασαρία.
— Τι ήταν αυτό που θέλατε να αλλάξετε στον κόσμο;
Το ζήτημα της βιωσιμότητας και της κατάχρησης των πρώτων υλών του πλανήτη με στοίχειωνε από την αρχή. Οι περισσότεροι designers δουλεύουν πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, επηρεασμένοι από την επικαιρότητα και τις ανάγκες της κοινωνίας που συνεχώς αλλάζουν. Και θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο με τον δικό τους τρόπο. Κι εγώ το ήθελα, εξακολουθώ να το θέλω, με κάθε πιθανό τρόπο.
— Το TD Thessaloniki είναι στην πραγματικότητα ένας βιωματικός εκθεσιακός χώρος και ενδεχομένως η απόδειξη πως ακόμη και η παρασκευή καφέ μπορεί να εξελιχθεί σε μορφή τέχνης, με τον ίδιο τρόπο που και η απόλαυσή του είναι μία εκ των τελευταίων σύγχρονων τελετουργιών. Ισχύει το «form follows function» του Louis H. Sullivan;
Η φόρμα δεν ακολουθεί απαραίτητα μόνο τη λειτουργία. Σαφέστατα μπορεί να ακολουθήσει και την ηδονή. Στο μυαλό μου είναι αυτονόητο πως μπορεί και η ευχαρίστηση να ορίσει τη φόρμα, το σχήμα. Μία από τις αμήχανες στιγμές στη δική μας δουλειά είναι η στατικότητα της παρουσίασης που συνήθως γεννά βαρετά showrooms. Ας είμαστε ειλικρινείς, αυτό που ζωντανεύει το interior design είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Σε αυτό επάνω πειραματιστήκαμε αρκετά, ειδικά κατά τη διάρκεια των εκθέσεων στο Μιλάνο ή στα headquarters του Λονδίνου. Καταλήξαμε πως ένα καφέ ή ένα εστιατόριο, ένας γαστρονομικός χώρος όπου πρωταγωνιστούν οι μυρωδιές και οι γεύσεις, ζωντανεύει ακόμη περισσότερο με την παρουσία ανθρώπων που αφήνονται στην απόλαυση, στον δικό τους χρόνο. Αυτός είναι ο ιδανικότερος τρόπος να τεστάρουμε τα προϊόντα που σχεδιάζουμε ή τις ιδέες που έχουμε, υπό συνθήκες απόλαυσης και ζωής.
— Αντιλαμβάνεται η Θεσσαλονίκη βαθύτερα το design;
Προφανώς και ναι. Θα είμαι όμως ειλικρινής. Δεν την έχω επισκεφθεί ποτέ, το παραδέχομαι με μια ελαφριά ντροπή. Θέλω να ανακαλύψω τους θησαυρούς της κι αυτό θα γίνει μέσα στο 2023. Ξέρω πως μια ολόκληρη στρατιά συνεργατών μου ήταν σύμφωνη πως επρόκειτο για την ιδανική επιλογή (π.χ. έναντι των Αθηνών ή του Παρισιού). Και εμπιστεύομαι απόλυτα την κρίση τους. Μέσω βιβλιογραφίας γνωρίζω πως πρόκειται για μια πολυπολιτισμική μητρόπολη με μεγάλη ιστορία που είναι ένας δημιουργικός κόμβος (typography, art, graphic). Είμαι βέβαιος όμως πως εσείς ξέρετε ήδη πολύ καλύτερα την απάντηση.
— Θεωρείτε εαυτόν αντιρρησία ή επαναστάτη;
Ανέκαθεν βαριόμουν εύκολα, ειδικά τους κανόνες που θέτουν οι άλλοι. Μετά από δέκα χρόνια εργασίας εντός της Habitat, όταν ελευθερώθηκα και δημιούργησα το δικό μου brand, ένιωσα ελεύθερος. Δεν άλλαξα από αντίδραση στην προηγούμενη κατάσταση. Απλώς αφέθηκα να είμαι ο εαυτός μου, να καθορίζω ελεύθερα το σημείο εκκίνησης κάθε συλλογής. Δεν ήμουν ποτέ συνειδητά αντιρρησίας ή πνεύμα αντιλογίας, ούτε θεωρώ πως υπήρξα επαναστάτης. Διάολε, είναι ύβρις και μόνο να το σκεφτώ. Δεν τετραγώνισα τον κύκλο, απλώς ένιωθα πως έπρεπε να εξωτερικεύσω κάπως όλη αυτήν τη δημιουργική δύναμη που υπήρχε μέσα μου από νωρίς. Και το έκανα πλάθοντας σχήματα, δίνοντας σε χρηστικά καθημερινά αντικείμενα μια όψη γοητευτική και διαφορετική πάντα με τη σκέψη πως θα ήταν υπέροχο πραγματικά αν τα όρια μεταξύ τέχνης και βιομηχανικού σχεδιασμού γίνονταν δυσδιάκριτα. Έχουμε ανάγκη την τέχνη, όσο και την ανθρωπιά. Και μπορεί κάποιες στιγμές να κολυμπάω ανάποδα στο ρεύμα (πάντα μου άρεσε αυτό, θα έπρεπε να είναι ολυμπιακό άθλημα), πάντα όμως από προσωπική ανάγκη έκφρασης όχι από αντίδραση.
— Κυκλοφορεί η φήμη πως συμβουλεύετε νεότερους σχεδιαστές να «αποσχεδιάζουν». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Δεν είμαι μινιμαλιστής εκ πεποιθήσεως ούτε εμμονικός με το Bauhaus, πιστεύω όμως στη διαχρονικότητα. Ίσως γι’ αυτό πολύ συχνά έρχομαι σε επαφή με νέους designers που υπερπροσπαθούν, είτε λόγω εμπορικότητας είτε σε συνδυασμό με την αστείρευτη δημιουργικότητα που έχουν μέσα τους και δεν έχουν μάθει ακόμα να ελέγχουν ως ροή, και κατεβαίνει ανυπόμονα ως χείμαρρος. Φορτώνουν το εκάστοτε σχέδιο-αντικείμενο για να το κάνουν πιο επιθυμητό. Πρόκειται για περιπτώσεις που η γλυπτική μορφή του αντικειμένου καταπιέζει έως και ακυρώνει τη χρηστικότητα του. Τότε τους ζητώ να το απογυμνώσουν, να το δουν από την αρχή. Το ίδιο συμβαίνει και στην τέχνη, όπως και στη μόδα. Είμαστε πολύπλοκα όντα και έχουμε συνηθίσει, εσφαλμένα, πως όσο πιο σύνθετο είναι κάτι τόσο πιο γοητευμένοι πρέπει να νιώθουμε από αυτό. Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με χρηστικά, καθημερινά αντικείμενα (που η διάρκεια ζωής τους είναι δέκα, δεκαπέντε ή και είκοσι χρόνια) και βιομηχανικό σχεδιασμό, οι Έλληνες είχατε εξαρχής δίκιο: «ουκ εν τω πολλώ το ευ».
Από την ειδική έκδοση ADM/ LiFO x Design Ambassador/ Archisearch