Μεγαλωμένος στο Βασιλικό Ευβοίας, ο Γιώργος Μπένος δεν είχε κάποιο καλλιτεχνικό ερέθισμα από το περιβάλλον του, όμως «μετά από μια πολύ δύσκολη εφηβεία» και μια σχολική παράσταση ένιωσε ότι η υποκριτική θα μπορούσε να είναι ένα τρόπος διαφυγής, «ό’/τι θα μπορώ να εκφραστώ και να υπάρξω καλύτερα μέσα από αυτήν τη δουλειά».
Ενώ λοιπόν είχε ξεκινήσει να εκπαιδεύεται στη ζαχαροπλαστική, και ένα απόκομμα δημοσιεύματος σχετικά με τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων που έδιναν στο Εθνικό Θέατρο έπεσε στα χέρια του, αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση της Μαρίας Βαρδάκα να τον προετοιμάσει για τις εξετάσεις. «Ήμουν χαλαρός, είχα κέφι για όλο αυτό, ή άγνοια κινδύνου. Δεν είχα ποτέ αυτόν τον φόβο που επικρατεί ότι, αφού διεκδικούν τόσο πολλοί λίγες θέσεις, δεν θα τα καταφέρω».
Καθώς έχει μεγαλώσει σε μια κωμόπολη, με το χωριό του πατέρα του να μετράει τριακόσιους κατοίκους και της μητέρας του μόλις είκοσι εννέα, πιάνουμε για λίγο το θέμα της ασφυξίας που μπορεί να νιώθουν οι άνθρωποι των πολύ κλειστών κοινωνιών που κάποιους τους διώχνουν και κάποιους τους κρατάνε πίσω ‒ πρόκειται για κάτι που αποτέλεσε κεντρικό άξονα στο τρίτο επεισόδιο του «Maestro», το οποίο είχε προβληθεί μία μέρα πριν από τη συνάντησή μας. «Είναι ρεαλιστικές οι παθογένειες των μικρών κοινωνιών που παρουσιάζονται στη σειρά. Εύχομαι μέσα από αυτή την ιστορία να εντοπιστούν και σε αυτές τα πραγματικά εγκλήματα, να γίνει κατανοητό τι δεν είναι έγκλημα αλλά αγάπη».
«Ο ηθοποιός καλείται να αφηγηθεί κάτι, μια ιστορία. Το ότι το μέσο αλλάζει δεν σημαίνει ότι η δουλειά του γίνεται αυτομάτως πιο εύκολη ή πιο δύσκολη. Έχουμε βρεθεί με αφορμή το “Maestro”, μια δουλειά η οποία θα μπορούσε να είναι κινηματογραφική, ουσιαστικά πρόκειται για εννέα διαφορετικές ταινίες. Και όσο βλέπουμε ότι αγγίζει τον κόσμο δεν μπορούμε να κάτσουμε να σκεφτούμε ποιο είναι το μέσο».
Παιδί ηθοποιών, ο Ορέστης Χαλκιάς έδωσε απευθείας εξετάσεις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος μετά το λύκειο, «ευτυχώς πέρασα», θα μου πει, όπως και ότι όσα ξέρει από μουσική τα έμαθε από μια μπάντα που έστησε προτού αρχίσει να ακολουθεί το πολύωρο και αυστηρό πρόγραμμα της σχολής. Ξεκίνησε από το rock ‘n’ roll και έφτασε μέχρι τη stoner, ήταν η φωνή του συγκροτήματος. Κατέβηκε στην Αθήνα έπειτα από μια πρόταση του Άρη Μπινιάρη και το θέατρο Πορεία εξελίχθηκε στο θεατρικό του σπίτι.
Συζητώντας για τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα, ο Γιώργος περιγράφει με ενθουσιασμό την εμπειρία του στο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε του Λουίτζι Πιραντέλο σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου, στο Εθνικό Θέατρο. Λίγη ώρα πριν, και ενώ είχαμε δώσει το ραντεβού μας στα Εξάρχεια, ο Ορέστης, βλέποντάς τον να ανεβαίνει τη Χαριλάου Τρικούπη, του σφύριξε για να μας δει, κι εκείνος όντως μας εντόπισε.
Τα γυρίσματα του «Maestro» στους Παξούς δεν ήταν τα πρώτα τους κοινά, αφού είχαν βρεθεί νωρίτερα στα πλατό της σειράς «Ήλιος». Εκεί γνώρισαν τον Αντίνοο Αλμπάνη και εκείνος τους πρότεινε στον Χριστόφορο Παπακαλιάτη για ακρόαση. Και κάπως έτσι βρέθηκαν να αποτελούν μέρος της πρώτης ελληνικής σειράς που μπαίνει στο μπουκέτο της streaming πλατφόρμας του Netflix.
Έχουν λάβει τις ανώτερες θεατρικές σπουδές που μπορεί να έχει κανείς εντός συνόρων, αλλά το ευρύ κοινό τούς γνωρίζει και τους αναγνωρίζει αυτήν τη στιγμή από μια τηλεοπτική σειρά. Τους ρωτάω αν υπάρχει ακόμα αυτή συζήτηση για το ότι το θέατρο είναι αυτό που κάνει τον ηθοποιό κύρους, αν υπάρχει ακόμα εντός του κύκλου τους η πεποίθηση ότι η τηλεόραση μπορεί και να σε κάψει.
«Νομίζω ότι ανήκουμε στη γενιά που έχει αρχίσει να διαπιστώνει πως αυτό δεν ισχύει. Σίγουρα για έναν ηθοποιό που έχει ανδρωθεί στο θέατρο η τηλεόραση είναι ένας εντελώς άλλος κόσμος, παράλληλα όμως η τηλεόραση πλέον δείχνει να έχει την εξυπνάδα να το εκμεταλλευτεί αυτό. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ένας ηθοποιός “του θεάτρου” έχει πιο εκπαιδευμένα εκφραστικά μέσα από έναν καλό “τηλεοπτικό” ‒ τουλάχιστον μέχρι πριν από μερικά χρόνια, που στην τηλεόραση δεν βλέπαμε κάτι καινούργιο ή απαιτητικό. Κατά την άποψή μου όμως αυτό δεν υπήρχε ποτέ, ο ηθοποιός κάνει θέατρο, σινεμά, audiobooks, διαφημίσεις ‒ το ζήτημα είναι να κάνει καλά ό,τι του έχει ζητηθεί, να μην είναι ξύλινος, να κερδίζει το βλέμμα του θεατή όχι μόνο με την ομορφιά του αλλά και γιατί έχει κάτι να πει», κατά τον Ορέστη.
«Ο ηθοποιός καλείται να αφηγηθεί κάτι, μια ιστορία. Το ότι το μέσο αλλάζει δεν σημαίνει ότι η δουλειά του γίνεται αυτομάτως πιο εύκολη ή πιο δύσκολη. Έχουμε βρεθεί με αφορμή το “Maestro”, μια δουλειά η οποία θα μπορούσε να είναι κινηματογραφική, ουσιαστικά πρόκειται για εννέα διαφορετικές ταινίες. Και όσο βλέπουμε ότι αγγίζει τον κόσμο δεν μπορούμε να κάτσουμε να σκεφτούμε ποιο είναι το μέσο. Θέλω κι εγώ να πιστεύω ότι είμαστε στη γενιά που αυτό το πράγμα θα το σπάσουμε, όπως και διάφορα άλλα στερεότυπα, είτε αυτά αφορούν το επάγγελμά μας είτε την κοινωνία γενικά», υποστηρίζει ο Γιώργος.
Ο Ορέστης θα τον συμπληρώσει, επισημαίνοντας εύστοχα ότι οι «Άγριες Μέλισσες» ήταν η πρώτη σειρά της εποχής μας όπου συμμετείχαν πολλοί θεατρικοί ηθοποιοί ταυτόχρονα. «Εννοείται ότι όταν είσαι νέος σε συμβουλεύουν να μην κάνεις καθημερινό “γιατί θα καείς” και προφανώς περνάς από αυτό το στάδιο του φόβου, αλλά μετά αναρωτιέσαι “μα γιατί να καώ, αν κάνω αυτό που μου έχει ζητηθεί με αγάπη και μου αρέσει κιόλας;”. Ευχαριστούμε, λοιπόν, τις “Μέλισσες”».
Ο Γιώργος, ο Ορέστης κι εγώ είμαστε η ίδια γενιά, αυτή που ενηλικιώθηκε μέσα σε μια οικονομική κρίση. «Μάθαμε να μεγαλώνουμε μέσα σε αυτήν, η αλήθεια είναι ότι εμείς δεν έχουμε να συγκρίνουμε άλλες καταστάσεις με τη σημερινή, μπήκαμε απευθείας σε αυτή την κούρσα και έπρεπε να τη διαχειριστούμε», θα πει ο Γιώργος.
Κάθε χρόνο η Αθήνα έχει αμέτρητες θεατρικές παραγωγές, ενώ, από κει που ζήσαμε την περίοδο κατά την οποία η εγχώρια τηλεόραση γέμιζε το πρόγραμμά της με επαναλήψεις, πλέον ξεπηδούν συνέχεια νέα προϊόντα σε αυτήν.
Είναι βιώσιμο να είναι κάνεις νέος Έλληνας ηθοποιός τώρα; «Και το δικό μας αλλά και όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα είναι δύσκολα. Πριν μπω στο “Maestro”, δούλεψα σε πάρα πολλά πόστα. Παρατηρούσα, λοιπόν, ότι πουθενά δεν σου ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες. Το ότι πολλοί ηθοποιοί δουλεύουν στην εστίαση δεν σημαίνει ότι και κει τα πράγματα είναι εύκολα. Και δυσκολεύεσαι να βρεις δουλειά και αν τελικά τα καταφέρεις, δεν σημαίνει ότι θα περάσεις εύκολα».
«Δεν μπορείς να πεις σε κάποιον νέο “μη γίνεις ηθοποιός γιατί υπάρχουν πολλοί και θα είσαι άνεργος”. Και εγώ που μεγάλωσα σε ένα τέτοιο σπίτι, που ήξερα τι θα πει ανεργία, μπαίνοντας στη σχολή προσπάθησα να κρατήσω το όνειρό μου ζωντανό, κόντρα σε ό,τι συνέβαινε το 2009 και σε όσα είχα δει να συμβαίνουν στους γονείς μου. Παράλληλα, οι σχολές στην Ελλάδα είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα, το ποιος ελέγχει αν κάποιες μπορεί να εκμεταλλεύονται ανθρώπους που έχουν ένα όνειρο και το πόσοι ηθοποιοί παράγονται. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δώσει τα πάντα γι’ αυτό που κάνουν και αυτήν τη στιγμή δεν δουλεύουν. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποια κρατική μέριμνα γι’ αυτούς; Σε μια χώρα που φαινομενικά αποτελεί πυρήνα πολιτισμού, είναι δυνατόν να μην μπορούμε να απορροφήσουμε τους ηθοποιούς μας;» αναρωτιέται ο Ορέστης.
Σε αυτήν τη δεύτερη τηλεοπτική τους συνάντηση, η ενηλικίωση τούς βρίσκει απογοητευμένους από το οικογενειακό τους περιβάλλον, ως ένα ζευγάρι που (προς το παρόν τουλάχιστον) συναντιέται μόνο στα κρυφά. Ο Γιώργος υποδύεται τον Σπύρο, έναν χαρακτήρα καταπιεσμένο, εγκλωβισμένο, ενοχικό, ανασφαλή.
«Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί που δέχεται βία, σωματική ή ψυχολογική, να αποδεχτεί τον εαυτό του, να προχωρήσει στη ζωή του και να βρει μια φωτεινή πλευρά; Είναι ένας ήρωας που βρίσκεται ανάμεσά μας. Ενώ ήμασταν ήδη στα γυρίσματα, σκεφτόμουν πόσο ευαίσθητα είναι αυτά τα θέματα που πάμε να θίξουμε και με πόση προσοχή και σεβασμό πρέπει να το κάνουμε. Από τη μια λυπάμαι για το ότι η ιστορία του Σπύρου υπάρχει, από την άλλη χαίρομαι που μέσα από αυτήν τη δουλειά την αφηγούμαστε όπως πρέπει. Καμιά φορά βλέπουμε πράγματα στην τηλεόραση και λέμε “μωρέ, μήπως είναι κλισέ;”. Δυστυχώς όμως διανύουμε ακόμα την εποχή που κάποια πράγματα δεν είναι αυτονόητα, υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα δυσκολεύονται να ερωτευτούν με όλη τους την καρδιά, να αγαπήσουν χωρίς καμιά ενοχή και ανασφάλεια».
Ο Αντώνης, ο ήρωας που υποδύεται ο Ορέστης, μεγαλώνει σε ένα πιο προοδευτικό σπίτι από αυτό του Σπύρου, τουλάχιστον όσον αφορά το περιτύλιγμά του. «Μπορεί να μην υφίσταται σωματική βία αλλά βιώνει την υποκρισία εντός της οικογένειάς του, οι γονείς του θέλουν να δείχνουν ότι αποδέχονται τη διαφορετικότητα μόνο που στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτοιμοι για κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε να είναι διαπραγματεύσιμο, το τι είσαι, τι νιώθεις και ποιον αγαπάς.
Ίσως, λοιπόν, ο δικός μου ο ήρωας να μπορεί να εκφραστεί πιο εύκολα και να μοιάζει πιο θαρραλέος από αυτόν του Γιώργου, παρ’ όλα αυτά δεν σημαίνει ότι δεν συναντά δυσκολίες και ότι δεν απογοητεύεται από το στενό του περιβάλλον όταν του θέτει ερωτήματα όπως το αν είναι “σίγουρος” για τη σεξουαλικότητά του, μήπως “πειραματίζεται”, όπως τον ρωτάει ο πατέρας του. Εκεί, ο Ορέστης απαντάει “γιατί, εσύ πειραματιζόμουν με κάποιον στην ηλικία μου;”. Είναι καθήκον μας να προβάλλουμε ωμά κάποια πράγματα, αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης στη ζωή, το να βοηθάει σιγά-σιγά να λειανθεί μια κοινωνία».
Πολύ πρόσφατα, όταν η Κάθρην Ράιλυ, σύμβουλος παραγωγής της όπερας δωματίου Στρέλλα που ετοιμάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή, υπέβαλε την παραίτησή της επειδή δεν είχε επιλεγεί τρανς γυναίκα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον οποίο είχε υποδυθεί η Μίνα Ορφανού στην ομώνυμη ταινία του Πάνου Κούτρα και του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, η συζήτηση, που έχει ανοίξει ήδη εδώ και μερικά χρόνια στο εξωτερικό, για το αν το βίωμα είναι απαραίτητο ή όχι στους καλλιτέχνες που καλούνται να αφηγηθούν ιστορίες της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας εντάθηκε.
Ο Γιώργος θα μου ότι δεν είναι απαραίτητο, «οφείλει όμως να έχει την ευαισθησία, αυτό είναι το θέμα, να καταλαβαίνει και να ακούει τι συμβαίνει γύρω του. Όταν είσαι καλλιτέχνης μπορείς να είσαι ό,τι θέλεις. Ανέβα πάνω, πες την ιστορία στον κόσμο και αν το κάνεις καλά, θα σε αγαπήσω και θα σε αγαπήσουν το ίδιο».
Ο Ορέστης συμφωνεί μαζί του, και επαυξάνει. «Καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι που έχουν υποστεί διακρίσεις θέλουν να πάρουν τις καταστάσεις επιτέλους στα χέρια τους, να εκφράσουν όσα έχουν βιώσει και οι ίδιοι στο πετσί τους, από τη δική τους πλέον σκοπιά. Ταυτόχρονα, όμως, αν ένας ηθοποιός μπορεί να πείσει σε αυτόν τον ρόλο, αυτή είναι η μαγεία της δουλειά μας.
Αυτό με το οποίο θα έπρεπε να ασχοληθούμε είναι το αν όντως είδαν τρανς γυναίκες που μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτόν τον ρόλο και δεν επιλέχθηκαν για άλλους λόγους. Αν οι ίδιοι έβαλαν τρικλοποδιά στον εαυτό τους, ενώ ήθελαν να θίξουν ένα ΛΟΑΤΚΙ+ θέμα, τότε εννοείται ότι έχω πρόβλημα με αυτό».
Αν δεν ήταν ηθοποιός, ο Ορέστης θα ήθελε να γίνει προγραμματιστής ή δημιουργός videogames, πολλά από τα οποία πιστεύει πως αγγίζουν το επίπεδο της λογοτεχνίας. Ο Γιώργος θα είχε ακολουθήσει τη ζαχαροπλαστική, στην οποία επίσης βρίσκει μια δημιουργικότητα, διαφορετική, υπαρκτή όμως.
Αφού όμως τελικά δεν πιάνει μαρίζ και φουέ, στο τέλος του μήνα θα ξεκινήσει πρόβες για τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι Μπροντέ που θα ανέβουν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από τον Γιάννη Καλαβριανό. Πρόκειται για τον ίδιο ρόλο, σε ίδια διασκευή και σκηνοθεσία, που είχε παίξει και ο Ορέστης το 2016. «Εμένα με έβαψαν ξανθό και τώρα επέλεξαν τον ξανθό», θα σχολιάσει και θα γελάσουν. Κάποιοι θα έλεγαν ότι η σχέση τους είναι καρμική.
Η σειρά «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη προβάλλεται στο Mega κάθε Πέμπτη στις 22:40. Από τις 19/12 ο πρώτος κύκλος θα είναι διαθέσιμος στο Netflix.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO.