Ποιος είπε πως οι μεγάλες κατακτήσεις στην τέχνη οφείλονται συνήθως σε «μεγάλους» ανθρώπους; Ο πολυβραβευμένος Ισπανός συγγραφέας Χαβιέρ Μαρίας (1951-2022) θεωρούσε την παραπάνω άποψη ηθικολογική και αναχρονιστική. Εξού και η απόπειρά του το 2006 να την ανατρέψει με το «Γράφοντας τις ζωές των άλλων» (μετ. Γ. Ζακοπούλου, Πατάκη, 2014): ένα μπουκέτο με κωμικοτραγικά στιγμιότυπα από τον βίο σπουδαίων δημιουργών, αποκαλυπτικά των νευρώσεων, των εμμονών και των αδύναμων πλευρών τους, τεκμηριωμένα μέσα από αυτοβιογραφίες, επιστολές, μαρτυρίες, καθώς και από μελέτες ειδικών.
Επικεντρώνοντας την προσοχή του στα άτομα κι όχι στα προσωπεία που απέκτησαν όταν έγιναν διάσημοι ο Ρίλκε, ο Στίβενσον, ο Κόνραντ, ο Φόκνερ, ο Κίπλινγκ, ο Ναμπόκοφ ή ο Ρεμπό, ο Χαβιέρ Μαρίας θέλησε να τους δώσει ξανά την ανθρώπινη διάστασή τους, αυτήν που με το πέρασμα του χρόνου έχει θαφτεί κάτω από τον λογοτεχνικό μύθο τους.
«Ό,τι αποκαλύπτω», παραδεχόταν, «είναι πολύ μεροληπτικό και η πιθανή επιτυχία ή αποτυχία αυτών των κειμένων έγκειται ως έναν βαθμό στο τι επέλεξα να βάλω ή τι παρέλειψα».
Το πλούσιο και βαθυστόχαστο έργο του είχε θεωρηθεί από τον πάπα της γερμανικής κριτικής Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι άξιο για Νόμπελ, αλλά ο Μαρίας πέθανε πρόσφατα στα 71 του, χωρίς να καρπωθεί αυτή την τιμή.
Διαβάζοντας, ωστόσο, τα πορτρέτα των παραπάνω, όπως κι εκείνα του Όσκαρ Ουάιλντ, του Τζουζέπε ντι Λαμπεντούζα, του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, του Τουρκένιεφ ή του Μάλκομ Λόουρι, αντιλαμβάνεται κανείς πως οι περισσότεροι ήταν τραγικές υπάρξεις και πως «το παράδειγμά τους δύσκολα θα σαγήνευε κάποιον ν’ ακολουθήσει το μονοπάτι των γραμμάτων».
Η συμπάθεια ή η αντιπάθεια με την οποία τους προσεγγίζει ο Μαρίας δεν αντιστοιχεί αναγκαστικά με την εκτίμηση που έτρεφε ο ίδιος για το έργο τους. Κι αν έχει φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα τους μ’ ένα μείγμα ευτράπελης διάθεσης κι αγάπης, εκείνα των Τζόις, Τόμας Μαν και Μισίμα δεν διαπνέονται από ιδιαίτερη τρυφερότητα. Ίσως επειδή, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, και οι τρεις «έπαιρναν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά».
Γεννημένος το ΄51 στη Μαδρίτη, ο Χαβιέρ Μαρίας, πριν ακόμα ολοκληρώσει τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές σπουδές του, είχε ήδη γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα (βλ. «Τα λημέρια του λύκου», μετ. Ε. Γιαννοπούλου, Καστανιώτης).
Ακολούθησαν πολλά ακόμη, όπου ανατέμνονται όλες οι εκφάνσεις των ανθρώπινων σχέσεων – ανάμεσά τους ο «Αισθηματικός άνδρας» (μετ. Μ. Χατζηγιάννη, Γ.Ι. Ζαχαρόπουλος), το «Καρδιά τόσο άσπρη» (μετ. Ε. Γιαννοπούλου, Σέλας), «Όλες οι ψυχές» (Κέδρος), «Ερωτροπίες» (μετ. Χρ. Θεοδωροπούλου, Πατάκη) και το «Έτσι αρχίζει το κακό» (μετ. Ε. Γιαννοπούλου, Πατάκη).
Το πλούσιο και βαθυστόχαστο έργο του είχε θεωρηθεί από τον πάπα της γερμανικής κριτικής Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι άξιο για Νόμπελ, αλλά ο Μαρίας πέθανε πρόσφατα στα 71 του, χωρίς να καρπωθεί αυτή την τιμή.
Τι μεταχείριση είχε επιφυλάξει ο ίδιος στους νομπελίστες Τόμαν Μαν και Ουίλιαμ Φόκνερ; Ορίστε μερικά σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο του.
O δυσκοίλιος Τόμας Μαν
Kατά τον Τόμας Μαν, κάθε μυθιστόρημα που στερείται ειρωνείας είναι εξ ορισμού πληκτικό, ως εκ τούτου πρέπει να πίστευε ότι τα δικά του διαπνέονταν από το χάρισμα αυτό από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, μια πεποίθηση μάλλον υπερβολική για όποιον έχει διαβάσει τα περίφημα έπη του. Η δήλωσή του αυτή ίσως γινόταν περισσότερο κατανοητή, αν λαμβάναμε υπόψη πως ότι ο Τόμας Μαν έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στο χιούμορ και την ειρωνεία και θεωρούσε ότι στον Ντίκενς περίσσευε το πρώτο και έλειπε το δεύτερο (…).
Το βέβαιο είναι ότι, εκεί όπου καταπώς φαίνεται ουδέποτε χαμογέλασε ο Τόμας Μαν, ούτε καν δια της βίας, είναι η προσωπική του ζωή, αν κρίνουμε από τις επιστολές και τα ημερολόγιά του, που τα χαρακτηρίζει μια τρομακτική σοβαρότητα (…). Οτιδήποτε του συνέβαινε θεωρούσε πως άξιζε να καταγραφεί – από το τι ώρα σηκωνόταν το πρωί μέχρι τι καιρό έκανε, περνώντας από το τι διάβαζε και κυρίως το τι έγραφε. Για όλα αυτά, ωστόσο, πολύ σπάνια κάνει κάποιο οξυδερκές σχόλιο, οπότε τα ημερολόγια του Μαν μοιάζουν περισσότερο με τα ημερολόγια ενός ανθρώπου που θέλει να διευκολύνει τους μεταγενέστερους να αναπαραστήσουν με κάθε λεπτομέρεια τις απαράμιλλες μέρες του (…) Πιο δύσκολο είναι ίσως να προβλέψει κανείς την αντίδραση ή την έκπληξη που θα προκαλούσαν οι επίμονες αναφορές στις στομαχικές του διαταραχές. «Αδιάθετος. Πόνοι στη μέση οφειλόμενοι στον κώλον και στο στομάχι», σημειώνει μια ημέρα του 1918. «Ελαφροί πόνοι στο υπογάστριο», θεωρεί υποχρέωσή του να υπογραμμίσει το 1919, και την ίδια χρονιά διευκρινίζει: «Κατάφερα να ενεργηθώ μετά το πρωινό» (…)
Μη νομίζετε ωστόσο ότι τα ημερολόγια ασχολούνταν μόνο με αυτές τις τόσο πεζές ενοχλήσεις. Μας παρέχουν και αποκαλυπτικά σχόλια για την βασανισμένη σεξουαλικότητα του Μαν. Παράδειγμα: «Τρυφερότητες». Ή ακόμη, «ερωτική νύχτα. Δεν είναι δυνατόν να επιθυμείς την ηρεμία στο πεδίο αυτό». Ή ακόμη πιο προβληματισμένος: «Χθες, λίγο πριν πέσω να κοιμηθώ, αισθάνθηκα μια έξαρση σεξουαλικού τύπου που είχε σοβαρές επιπτώσεις στα νεύρα μου – υπερδιέγερση, επίμονη αϋπνία, πρόβλημα στο στομάχι που εκδηλώθηκε με ξινίλα και ναυτία». Και μιαν άλλη φορά: «Σεξουαλικές υπερβολές, οι οποίες, παρ’ ότι με εμπόδισαν για αρκετή ώρα να κοιμηθώ εξαιτίας της νευρικής υπερδιέγερσης, αποδείχτηκαν πιο ικανές σε διανοητικό επίπεδο».
Ο σπάταλος Γουίλιαμ Φόκνερ
Σύμφωνα με έναν εξεζητημένο μύθο της λογοτεχνίας, ο Γουίλιαμ Φόκνερ έγραψε το «Καθώς ψυχορραγώ» σε μόλις έξι εβδομάδες, υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, τουτέστιν δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια σε ένα ορυχείο, με τα χαρτιά ακουμπισμένα πάνω στο αναποδογυρισμένο καροτσάκι του και μοναδικό φωτισμό το ασθενικό φως του φακού της σκονισμένης του κάσκας. Με τον εξεζητημένο αυτό μύθο, η λογοτεχνία επιχειρεί να εντάξει τον Φόκνερ στη στρατιά των φτωχών, ανιδιοτελών και ολίγον προλετάριων συγγραφέων. Τα περί έξι εβδομάδων είναι το μόνο σίγουρο (…). Το ενδιαφέρον του για τις επιταγές ήταν πάντα μεγάλο, δίχως όμως αυτό να σημαίνει πως ήταν άπληστος ή τσιγκούνης. Ήταν μάλλον σπάταλος (…).
Πάντα έλεγε ότι είχε γράψει το «Ιερό», το πιο εμπορικό μυθιστόρημά του, για τα λεφτά: «Τα χρειαζόμουν για να αγοράσω ένα καλό άλογο». Ανέφερε επίσης ότι δεν επισκεπτόταν συχνά τις μεγάλες πόλεις επειδή δεν μπορούσε να πάει σ’ αυτές με το άλογο. Όταν άρχισε πια να γερνάει και η οικογένειά του αλλά και οι γιατροί του του απαγόρευαν αυστηρά να ιππεύει, εκείνος συνέχισε να βγαίνει για ιππασία, να πηδάει φράχτες, και συνεχώς έπεφτε. Την τελευταία φορά που ανέβηκε σε άλογο, είχε μία από αυτές τις πτώσεις (…). Πέρασε αρκετό καιρό στο κρεβάτι, πολύ άσχημα τραυματισμένος και με έντονους πόνους. Δεν είχε ακόμη συνέλθει εντελώς από το πέσιμο όταν πέθανε. Αλλά ο μύθος δεν θέλει τον Γουίλιαμ Φόκνερ να πεθαίνει εξαιτίας της πτώσης του από το άλογο. Τον σκότωσε μια θρόμβωση στις 6 Ιουλίου 1962, προτού προλάβει να συμπληρώσει τα 65 του…