Ήρθα ν' αλλάξουμε μαζί το χρόνο. Κυριολεκτικά.
«Ακόμα μία χρονιά…» Αυτή η φράση η κάπως κλισέ, κάπως βαριεστημένη, πόσο άγρια και τεταμένη είναι για όσους τον χρόνο τον μετράνε. Επειδή κάτι περιμένουν και δεν έρχεται, κάποιος έφυγε που δεν έπρεπε να φύγει, κάτι χάνουν από στιγμή σε στιγμή…
Βλέπετε, ο χρόνος κυλά μεν, αλλά σε διαφορετική για τον καθένα όχθη. Για άλλον είναι ο καιρός της καλής προσδοκίας, για άλλον είναι το τικ-τακ ενός τέλους ανήσυχου.
Κι έτσι όπως τα έχει μοιράσει ο καλός θεός, για να μην τρελαθούμε, ο άνθρωπος ξεχνάει εύκολα: το παιδί φεύγει αμέριμνα από την αγκαλιά της μάνας του· ο ευνοούμενος του 2022 ξεχνά εκείνον που τα έφτυσε το 2005.
Ζούμε σε μοιρασμένους, κερματισμένους κόσμους, κι ο κάθε άνθρωπος ξεχνιέται μέσα σε αυτό που ήδη ξέρει και ζει.
Θα πρότεινα όμως, μια και στον ίδιο τοίχο στουκάρουμε όλοι εντέλει (το τελικό Dead End, κυριολεκτικά), να υπερβούμε τη μέθη της στιγμής – όσο κι αν αυτό είναι οπωσδήποτε μια ενόχληση. Να γίνει η ώρα της γιορτής εκείνο που θα όφειλε να είναι ένα σωστό κράτος και ΔΕΝ είναι: μια συνθήκη όπου οι ευτυχισμένοι σκέφτονται λίγο και τους εξωφυλαρούχες …
Στα χαρτιά και στα ευαγγέλια και σε πολλές ΜΚΟ η αγάπη και η αλληλεγγύη είναι μεγαλειώδη κίνητρα που χορταίνουν εκείνον που τα κάνει.
Μακάρι να ήταν πάντα έτσι. Συχνότατα, πίσω από την καραμέλα, βλέπεις δόντια. Συμφέροντα. Ψεύδη. Αυταπάτες. Το façade ενός image. Στο «Ζοφερό Οίκο» οι φιλάνθρωπες κυρίες επιδίδονταν σε απόμακρες φιλανθρωπίες, ενώ ξεχείλιζε η καρδιά τους αδιαφορία για την δυστυχία που εξελισσόταν δίπλα τους.
Λίγοι μόνο αλλότροποι ακτιβιστές ξεβολεύονται πραγματικά για το χατήρι κάποιου άλλου, διότι, όπως είπαμε, ο άνθρωπος είναι ζώο επιλήσμον, εγωιστικό και εφηύρε το πολιτισμένο κράτος για να μας διασώσει από τα ίδια τα ένστικτά μας.
Το κράτος είναι εκείνο που οφείλει να εξασφαλίζει την αξιοπρέπεια των αδυνάτων, ίσως με τη συνέργεια μιας χούφτας σοβαρών ανθρώπων της δύναμης.
Σε εμάς, την απρόθυμη μαρίδα, πέφτει ο κλήρος ο μικρός, ο στοιχειώδης. Να σκεφτούμε εκείνους από το περιβάλλον μας που φέτος πήραν δυσμενή μετάθεση, καθώς τα πυροτεχνήματα σκάνε επί δικαίους και αδίκους. Να μπούμε στη θέση τους, έστω όσο κρατάει η γιορτή.
Από τον φίλο που μετράει τις μέρες του για την επόμενη χημειοθεραπεία μέχρι εκείνο το αδέξιο παιδί που δεν έχει τα λόγια να εκφράσει το αίτημα της αγάπης ή της φιλίας (μπορούμε εμείς να του δώσουμε τα λόγια για να κερδηθεί η παρτίδα― όχι;).
Υπάρχει μια σκηνή, η τελευταία, από μια έξοχη ταινία, ξεχασμένη εντελώς, που πήγε άπατη όταν βγήκε: το «Πλούσιες και διάσημες» του Κιούκορ. Είναι η ιστορία δύο φιλενάδων κολλητών από το κολέγιο. Η πρώτη (Ζακλίν Μπισέ) είναι μια φέρελπις, σοβαρή συγγραφέας που κόλλησε η καριέρα της μετά το αρχικό οne hit wonder, η άλλη (Κάντις Μπέργκεν) γράφει Άρλεκιν και γνωρίζει μετεωρικό σουξέ. Η διαφορετική πορεία τους, τις φέρνει αντιμέτωπες, εμφιλοχωρεί η ζήλεια, τσακώνονται, παύουν να βλέπονται. Η σοβαρή συγγραφέας μένει μόνη, ανύπαντρη, κλείνεται στον εαυτό της. Η άλλη απολαμβάνει τη ρηχή επιτυχία της, κάνει οικογένεια, ζει στο Μαλιμπού, είναι media darling. Αλλά τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, η γκλάμορους Κάντις, φεύγει από το πάρτυ της ντυμένη υπέρλαμπρα με μια σαμπάνια και πάει μ' ένα ταξί έξω απ΄την πόλη στο ερημικό, ξύλινο κότατζ της Ζακλίν και τη βρίσκει μόνη μπροστά στο τζάκι.
«Ήρθα να αλλάξουμε μαζί το χρόνο».
Αυτό εννοώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.