ΛΕΝΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΟ φιλόσοφο Άρτουρ Σοπεγχάουερ (1788-1860) ότι η φιλοσοφία του, έτσι όπως αναπτύσσεται και αποτυπώνεται μέσα στα έξυπνα και γλαφυρά κείμενά του, τόσο διαφορετικά από τις «ασθμαίνουσες παραγράφους» των συγχρόνων του φιλοσόφων, «είναι σαν να ανοίγει ένα παράθυρο σε ένα πνιγμένο από τον καπνό δωμάτιο για να μπει μέσα ο καθαρός αέρας του πρωινού».
Δεν είναι τυχαίο ότι η φιλοσοφία του Σοπεγχάουερ εξακολουθεί να έλκει όσους ψάχνουν ένα νόημα στη ζωή, ανάμεσά τους πολλοί καλλιτέχνες, παρόλο που τη διατρέχει βαθύς πεσιμισμός και οδύνη, ενώ ο ίδιος ο φιλόσοφος έχει μείνει στην ιστορία ως ο «μοναχικός μισάνθρωπος» και ο «χολερικός στοχαστής».
Ο Γερμανός φιλόσοφος είχε, όπως ήδη γράψαμε, τη φήμη του χολερικού ανθρώπου. Παρ’ όλα αυτά, ήταν εξωστρεφής, του άρεσαν το ποτό, οι γυναίκες, το τραγούδι, που ήταν η άλλη όψη της εγωκεντρικής τυπικότητάς του.
Ο Μισέλ Ουελμπέκ είναι ένας ακόμη συγγραφέας, από τους σημαντικότερους της εποχής μας, που έρχεται να προστεθεί στη μακρά σειρά καλλιτεχνών και δημιουργών οι οποίοι υποκύπτουν στην οδυνηρή σαγήνη της φιλοσοφίας του Σοπεγχάουερ. Το δοκίμιό του Σοπενάουερ παρόντος, που κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2017, είναι αποκαλυπτικό γι’ αυτήν τη σχέση.
Γράφει ο Ουελμπέκ: «Κανένας φιλόσοφος, εξ όσων γνωρίζω, δεν είναι τόσο άμεσα ευχάριστο και ανακουφιστικό ανάγνωσμα όσο ο Άρτουρ Σοπενάουερ. Δεν πρόκειται καν για κάποια “τέχνη του γραψίματος” κι άλλες τέτοιες μωρολογίες: πρόκειται για τους όρους τους οποίους καθένας θα έπρεπε να πληροί πριν βρει το θράσος να προτείνει τη σκέψη του στο κοινό».
Στην Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ (Stanford Encyclopedia of Philosophy), ο κατάλογος των καλλιτεχνών που επηρεάζονται από τον Γερμανό φιλόσοφο είναι εντυπωσιακός: Μποντλέρ, Μπέκετ, Μπόρχες, Κόνραντ, Ζιντ, Τόμας Χάρντι, Τόμας Μαν, Μέλβιλ, Ρόμπερτ Μούζιλ, Μαρσέλ Προύστ, Ίταλο Σβέβο, Λέων Τολστόι, Ζολά αλλά και ο Μπραμς, ο Ντβόρζακ, ο Μάλερ, ο Προκόφιεφ, ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ, ο Σένμπεργκ, ο Βάγκνερ.
Στο μείζον έργο του Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση, που εκδόθηκε το 1818, ο Σοπεγχάουερ λέει ότι ο εμπειρικός κόσμος υπάρχει για το υποκείμενο μόνο ως παράσταση. Και ότι η βούληση εκδηλώνεται ως ατομικός αγώνας και ως Ιδέα. Κι επειδή, κατά τον Σοπεγχάουερ, η φύση αδιαφορεί για το άτομο, ο ατομικός αγώνας, αυτό το «θέλω να ζήσω», αποτελεί την ουσία όλων των πραγμάτων.
Αυτή η βούληση όμως δεν είναι άμοιρη οδύνης, πόνου και τραγικότητας. «Κάθε θέλω πηγάζει από μιαν ανάγκη, δηλαδή από μια στέρηση, δηλαδή από μιαν οδύνη», γράφει. Ο πεσιμισμός του στηρίζεται ακριβώς πάνω σε αυτή την παραδοχή. Και διεισδύει παντού όπου οι άνθρωποι αναζητούν ανακούφιση, παρηγοριά.
Διεισδύει ακόμη και στον σεξουαλικό έρωτα. Η βούληση επηρεάζει όλες τις σκέψεις μας και τις πράξεις μας. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να απομακρυνθούμε από τη βούληση, δηλαδή να απομακρυνθούμε από τους εφήμερους στόχους μας. Αυτή η απομάκρυνση από τη βούληση συντελείται, μας λέει ο Σοπεγχάουερ, μέσα από την τέχνη και την αισθητική εμπειρία.
«Σε αυτές πρέπει να παραχωρηθεί η ύψιστη θέση στην αυτοκατανόηση του ανθρώπου». Ο Σοπεγχάουερ, με τη φιλοσοφία του για τη βούληση και την παράσταση, λέγοντάς μας ότι στην τέχνη δεν διαβάζουμε, δεν βλέπουμε ή δεν ακούμε τη δική μας βούληση αλλά μια βούληση που έχει καταστεί αντικειμενική και καταληπτή, μας προσέφερε νέες μορφές ζωής. (Anthony Kenny, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, εκδόσεις Νεφέλη)
O Μισέλ Ουελμπέκ ανακάλυψε τον Σοπεγχάουερ σε μια δημοτική βιβλιοθήκη του Παρισιού, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ήταν το βιβλίο Αφορισμοί για τη σοφία της ζωής. Ήταν ένα σοκ.
«Μέσα σε λίγα λεπτά, ήρθαν τα πάνω κάτω», γράφει στο εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου Σοπενάουερ παρόντος. Αυτό το εισαγωγικό κείμενο τιτλοφορείται «Βγες από την παιδικότητα, Φίλε, Ξύπνα», ρήση του Ρουσό που ο ίδιος ο Σοπεγχάουερ επιλέγει για προμετωπίδα στο βιβλίο του Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση.
Μετά το πρώτο σοκ της ανακάλυψης, αναζήτησε το μείζον έργο του φιλοσόφου, Ο κόσμος…, που το βρήκε τελικά, μεταχειρισμένο, σ’ ένα ράφι του βιβλιοπωλείου των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων της Γαλλίας (PUF), στη λεωφόρο Σεν Μισέλ. Εκείνη την εποχή ο Ουελμπέκ ήταν υπό την επιρροή του Νίτσε. Έβρισκε τη φιλοσοφία του Νίτσε ανήθικη και απωθητική, ήθελε να καταστρέψει τον νιτσεϊσμό, αλλά δεν μπορούσε να βρει τον τρόπο να απεξαρτηθεί. Αισθανόταν διανοητικά νικημένος. Τελικά νίκησε τον Νίτσε με τον Σοπεγχάουερ.
Σχεδόν μία εικοσαετία αργότερα, το 2005, ο Ουελμπέκ άρχισε να μεταφράζει επιλεκτικά τον Σοπεγχάουερ, αφού ήδη είχε γνωρίσει και τον Αύγουστο Κοντ, διαμετρικά αντίθετα φιλόσοφο. Μετέφραζε και σχολίαζε αποσπάσματα από το πρώτο βιβλίο του Σοπεγχάουερ, Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση και από τους Αφορισμούς….
Ήθελε να δείξει, μέσα από τα αγαπημένα του χωρία, γιατί ο Σοπεγχάουερ παρέμενε στα μάτια του πρότυπο για κάθε φιλόσοφο του μέλλοντος. Έβαλε όμως αυτήν τη δουλειά στην άκρη. Και δεν την εξέδωσε παρά μετά από αρκετά χρόνια, το 2017, όταν το στάτους του ως συγγραφέα είχε αλλάξει και είχε αποκτήσει διαστάσεις στοχαστή και διανοητή αλλά και σύγχρονου προφήτη.
«Ο Σοπενάουερ έμεινε διάσημος επειδή απεικόνισε με δύναμη την τραγωδία του βούλεσθαι», γράφει ο Ουελμπέκ. Για τον Γάλλο συγγραφέα αυτός είναι ο λόγος που πολλοί συσχετίζουν τον Σοπεγχάουερ με τους μυθιστοριογράφους ή, «ακόμη χειρότερα», και με τους ψυχολόγους. «Υπάρχει ωστόσο σ’ αυτόν κάτι που δεν βρίσκουμε στον Τόμας Μαν, κι ακόμα λιγότερο στον Φρόιντ: ένα πλήρες φιλοσοφικό σύστημα».
Ο Ουελμπέκ σχολιάζει τη φράση «ο κόσμος είναι η παράστασή μου», με την οποία ανοίγει το μείζον βιβλίο του Σοπεγχάουερ, λέγοντας ότι η φιλοσοφία του δεν έχει απαρχή της τον θάνατο αλλά τη συνείδηση μιας απόστασης, μιας αβεβαιότητας στη γνώση μας για τον κόσμο.
Ο Ουελμπέκ στέκεται επίσης σε μία από τις μεταφορές του Σοπεγχάουερ που είναι δανεισμένες από τον κόσμο του θεάτρου: «Σε μια σκηνή θεάτρου ο κόσμος ως παράσταση ανάγεται στην πιο απλή του έκφραση», γράφει. Όσο για την ευτυχία ή τις ευτυχίες που ο άνθρωπος ψάχνει για να αμβλύνει τα δεινά του, ο Ουελμπέκ γράφει ότι φθίνουν καθώς τις αναζητούμε στην κατάκτηση πραγμάτων, κυρίως στο χρήμα και την φήμη, δηλαδή ό,τι έχουμε και ό,τι παριστάνουμε, που κατά τον Σοπεγχάουερ είναι μεγάλη απάτη.
Ο Γερμανός φιλόσοφος είχε, όπως ήδη γράψαμε, τη φήμη του χολερικού ανθρώπου. Παρ’ όλα αυτά, ήταν εξωστρεφής, του άρεσαν το ποτό, οι γυναίκες, το τραγούδι, που ήταν η άλλη όψη της εγωκεντρικής τυπικότητάς του. Ένα πλούσιο πορτρέτο του φιλοσόφου αναδεικνύεται μέσα από κείμενα/μαρτυρίες ανθρώπων που τον είχαν συναντήσει.
Οι μαρτυρίες αυτές συγκεντρώνονται στον τόμο Arthur Schopenhauer - Συνομιλίες των εκδόσεων Printa. Ας πούμε, ο Ντάβιτ Άσερ, δάσκαλος στη Λειψία, συναντάει τον Σοπεγχάουερ τον Αυγουστο του 1854 και φτιάχνει με λέξεις το πορτρέτο του: «Φορούσε μια κίτρινη, λινή ρόμπα, τελείως παλιομοδίτικη, και απ’ τα χέρια του, φυσικά, δεν άφηνε την ταμπακιέρα του. Ήταν άνθρωπος μετρίου αναστήματος με λευκόγκριζα μαλλιά και ‒το πιο ωραίο χαρακτηριστικό του‒ μεγάλο, καθαρό μέτωπο».
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΠΕΡΝΑΟΥΕΡ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.