Από τις πλέον δραστήριες στην πανεπιστημιακή ζωή της χώρας αλλά και στην ανοιχτή δημόσια συζήτηση για την ισότητα των φύλων, η Μαρία Στρατηγάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και διευθύντρια του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Φύλο, κοινωνία, πολιτική» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εργάζεται με συνέπεια και επιμονή όλα αυτά τα χρόνια για το έμφυλο ζήτημα στην Ελλάδα.
Έχοντας υπάρξει επιστημονική υπεύθυνη ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων για το φύλο, τη μετανάστευση και τις πολιτικές ισότητας στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου, του οποίου υπήρξε η πρώτη διευθύντρια (από το 2006 ως το 2009), πλέον βλέπει την αθόρυβη εργασία σ’ αυτού του είδους τις σπουδές όχι απλώς να αναγνωρίζεται αλλά ακριβώς τα θέματα ισότητας να αποτελούν κριτήριο για τη χρηματοδότηση των ερευνών στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Παράλληλα, και ενώ το φύλο «ανεβαίνει» στην κλίμακα της δημόσιας κουβέντας, η Στρατηγάκη, μαζί με μια ομάδα καθηγητριών από μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας, γίνεται η πρώτη –και μόλις φέτος– που εισηγείται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μεταπτυχιακό στο ΕΑΠ με επίκεντρο τις σπουδές φύλου.
Όταν το 2011 είχαμε φτιάξει τις δομές –τα συμβουλευτικά κέντρα, τους ξενώνες, τη γραμμή SOS για τις κακοποιημένες γυναίκες– μας λέγανε ότι ξοδεύουμε τα λεφτά του ΕΣΠΑ για κάτι τέτοιο. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια για να αποδειχθεί πόσο αναγκαίο ήταν όλο αυτό. Δέκα χρόνια όχι απλώς για να δικαιωθούμε για όλες αυτές τις ενέργειες αλλά για να φιλοξενούνται και να προστατεύονται γυναίκες που βρίσκονται σε απόλυτο κίνδυνο. Και, φυσικά, δεν επεκτάθηκε όλη αυτή η δουλειά, που από τότε θα έπρεπε να έχει διπλασιαστεί.
Κάπου εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα προηγούμενα χρόνια προχώρησε στην έκδοση μερικών από τα πιο σημαντικά βιβλία για την ιστορία του φεμινισμού και των κινημάτων ισότητας («Πολιτικές Ισότητας των Φύλων - ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ελλάδα», «Το φύλο της κοινωνικής Πολιτικής», εκδόσεις Αλεξάνδρεια) αλλά και ενός συλλογικού τόμου, πραγματικού «ευαγγελίου» για ζητήματα που αφορούν την έμφυλη βία, τα μοτίβα κακοποίησης και ειδικά τη βία κατά των γυναικών στο ελληνικό έδαφος («Έμφυλη Βία - Βία κατά των γυναικών»).
Η ίδια μιλά στη LiFO με διαύγεια και ψυχραιμία για την αδιάκοπη ενασχόληση με το φύλο ως ζήτημα κομβικό για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, για το ουσιαστικό πρόβλημα που αποτρέπει τη νομική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία αλλά και για την ανάγκη να εντατικοποιηθεί το έργο για την ορατότητα και την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, καθώς και για τη φροντίδα προς τα θύματά της.
—Τι ακριβώς συνέβη προσφάτως στα πανεπιστήμια με τις Επιτροπές Ισότητας Φύλου και έχει προκαλέσει «τρέξιμο» και πίεση προς τη σωστή κατεύθυνση;
Η ιστορία των Επιτροπών Ισότητας των Φύλων στα πανεπιστήμια και τα σχέδια δράσης για την ισότητα των φύλων είναι μια πολύ πρόσφατη και σημαντική εξέλιξη για τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα σήμερα. Εδώ υπάρχουν δύο συγκυρίες: η μία αφορά την ύπαρξη νομοθεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από το 2018, η οποία λέει ότι σε κάθε πανεπιστήμιο πρέπει να δημιουργηθεί μια Επιτροπή Ισότητας των Φύλων, η οποία στόχο θα έχει την προώθηση της ισότητας. Όλα τα πανεπιστήμια, είκοσι τέσσερα ΑΕΙ και δεκαπέντε ερευνητικά ινστιτούτα, συγκρότησαν αυτή την επιτροπή.
Όμως αυτό που έκανε τη μεγάλη διαφορά –παράλληλα, ταυτόχρονα και ανεξάρτητα με αυτό– ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 2022 απαιτεί, για να μπορέσει κάποιος να κάνει μια πρόταση ώστε να πάρει χρήματα για έρευνα, να έχει κάνει αυτού του είδους την προετοιμασία και να έχει να παρουσιάσει πολύ συγκεκριμένο έργο. Κατά καλή μας τύχη, λοιπόν, για εμάς τις φεμινίστριες αποφασίζει το 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι από το 2022 και μετά, όποιο πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο ζητήσει να υποβάλει αίτηση για να χρηματοδοτήσει την έρευνά του, πρέπει ως ίδρυμα να έχει ένα σχέδιο δράσης για την ισότητα των φύλων.
Η καλή συγκυρία ήταν ότι μόλις είχαν δημιουργηθεί οι Επιτροπές Ισότητας με τον ελληνικό νόμο ήρθε η επιτροπή και τους είπε «φτιάξτε οπωσδήποτε σχέδιο δράσης για την ισότητα». Κι έτσι όλα τα ΑΕΙ διαθέτουν ένα τέτοιο σχέδιο, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε καμία ερευνητική ομάδα τους να υποβάλλει αίτημα χρηματοδότησης.
—Τι πρέπει να περιλαμβάνουν αυτά τα σχέδια δράσης;
Το πρώτο είναι η ύπαρξη περισσότερων γυναικών στα κέντρα αποφάσεων των ΑΕΙ, κοινώς στις πρυτανικές αρχές. Το δεύτερο είναι η ύπαρξη περισσότερων γυναικών στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, περισσότερων καθηγητριών με λίγα λόγια. Το τρίτο είναι η λήψη μέτρων για τη συμφιλίωση εργασίας και οικογένειας, για παράδειγμα να φτιαχτούν περισσότεροι παιδικοί σταθμοί ή να εξεταστεί σοβαρά το θέμα των γονικών αδειών.
Το τέταρτο αφορά την προώθηση των σπουδών φύλου μέσα στα πανεπιστήμια, δηλαδή να γίνει εμπλουτισμός των μαθημάτων, π.χ. το Φύλο στην Ιστορία, το Φύλο στην Έρευνα και στη Διδασκαλία. Το τελευταίο και πολύ σημαντικό είναι η αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης στα πανεπιστήμια ή στα ερευνητικά κέντρα. Να πω εδώ ότι ειδικά στο Πάντειο έχουμε ήδη προχωρήσει στην έκδοση Οδηγού για την Αντιμετώπιση της Σεξουαλικής Παρενόχλησης στα Πανεπιστήμια. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θεσπίσει και βραβείο για το καλύτερο σχέδιο δράσης.
—Πώς φτάσαμε στο σημείο φέτος στο ΕΑΠ να ενταχθεί μεταπτυχιακό σπουδών φύλου;
Μια ομάδα από άτομα τριών πανεπιστημίων –εμείς από το Πάντειο, δύο άτομα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και μία καθηγήτρια από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης– υποβάλαμε μια πρόταση στο ΑΕΠ, και συγκεκριμένα στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, να φτιαχτεί ένα μεταπτυχιακό Σπουδών Φύλου - Μεθοδολογίες, Θεωρίες, Πολιτικές. Παραδόξως, και λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας που σας περιέγραψα πιο πάνω, η πρόταση έγινε δεκτή.
Οι εγγραφές (σ.σ. είχαν ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο) ήταν πολύ περισσότερες απ’ όσες αρχικά αναμέναμε, οπότε δόθηκε και μια παράταση μέχρι τις 20 Ιανουαρίου. Το θέμα είναι ότι η Επιτροπή Ισότητας του ΕΑΠ κατενθουσιάστηκε ακριβώς γιατί με αυτό το πρόγραμμα εξυπηρετείται το ζητούμενο των σπουδών φύλου.
—Να ρωτήσω αν εξακολουθεί να υπάρχει και το άλλο μεταπτυχιακό στο Πάντειο, το οποίο είναι και δωρεάν;
Ναι, το «Φύλο, Κοινωνία, Πολιτική», το οποίο είναι δωρεάν και διατμηματικό. Σκεφτείτε ότι σε αυτό είχαμε 170 αιτήσεις για 20 θέσεις. Έγινε δύο φορές, μία το '20 και μία το '22 – θέλω να πω ότι υπάρχει ζήτηση.
—Αν θέλαμε να εξηγήσουμε γιατί είναι αναγκαίες οι σπουδές φύλου στην Ελλάδα, τι θα λέγαμε;
Ότι μας χρειάζονται γιατί, καταρχάς, στην Ελλάδα η προσέγγισή τους είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένη. Σε όλον τον κόσμο από τη δεκαετία του ’70 και του ’80 έχουν gender studies, στην Ελλάδα πάλι όχι. Ωστόσο, τις χρειαζόμαστε και γιατί θέλουμε να αναδείξουμε το φύλο ως κοινωνική κατηγορία.
Είναι σημαντικό να αναδειχθεί και για τις διακρίσεις που δημιουργεί και για τις κοινωνικές διαστάσεις που παίρνει μέσα στην καθημερινότητά μας ακόμη-ακόμη, και κυρίως γιατί όταν εντάσσεις τη διάσταση του φύλου σε όλες τις επιστήμες τις βελτιώνεις ως αντίδραση και ανακλαστικό. Γιατί τώρα πια γνωρίζουμε πολύ καλά ότι όταν μιλάμε για φύλο δεν μιλάμε για «άνδρες - γυναίκες» αλλά για ταυτότητες, ρόλους, διεργασίες.
—Γιατί καθυστερήσαμε τόσο να εντάξουμε τέτοιας κατεύθυνσης σπουδές, ειδικά από τη στιγμή που, βάσει θλιβερής καθημερινής επικαιρότητας, υπάρχει ανάγκη για τέτοιου είδους γνώση και εξειδίκευση;
Όλα τα ζητήματα που αφορούν την ισότητα των φύλων έχουν καθυστερήσει πάρα πολύ στην Ελλάδα, σε σχέση πάντα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και όπως θα γνωρίζετε, στον Ευρωπαϊκό Δείκτη για την Ισότητα είμαστε τελευταίοι και φυσικά αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί υπάρχουν έντονες πατριαρχικές καταβολές στην κοινωνία και όλες αυτές οι αλλαγές που χρειάζονται –είτε τις πεις εκσυγχρονιστικές είτε ανατρεπτικές–, όταν έχουν σχέση με το φύλο, είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνουν αποδεκτές.
Σε ό,τι αφορά τα πανεπιστήμια, υπάρχουν πολλές ερευνήτριες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα του φύλου, ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ καταξίωση στο αντικείμενο.
Για παράδειγμα, το Εργαστήριο Σπουδών Φύλου στο Πάντειο το ιδρύσαμε το 2006, κοινώς ήταν το πρώτο που υπήρξε και ακόμη το μοναδικό. Από τη δεκαετία του ’80, που αναπτύχθηκε η τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν υπήρχαν θεσμοθετημένες, επιστημονικά αποδεκτές σπουδές επί του θέματος. Είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος με τα θέματα ισότητας γενικά στην Ελλάδα, για τα οποία καθυστερούν να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές. Και μέσα στον χώρο του πανεπιστημίου υπάρχει αυτή η πατριαρχική δομή.
Αναφέρομαι στα ευρωπαϊκά στατιστικά γιατί αυτό που έχει πολλή πλάκα είναι ότι η Ελλάδα είναι πρώτη σε έναν δείκτη: στο ποσοστό των ανδρών καθηγητών α’ βαθμίδας επί του συνόλου των μελών ΔΕΠ, που για μένα αυτό είναι ενδεικτικό της πατριαρχικής αντίληψης που επικρατεί στα πανεπιστήμια. Διότι ο αριθμός των πρωτοβάθμιων ανδρών στο σύνολο των μελών ΔΕΠ είναι το πιο υψηλό σε όλη την Ευρώπη, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε ένα πανεπιστήμιο το οποίο ηγεμονεύεται από άνδρες α’ βαθμίδας. Αυτός ο δείκτης είναι εντυπωσιακός γιατί δείχνει και την εσωτερική ιεραρχία των πανεπιστημίων και το πόση αντίσταση μπορεί να υπάρχει στα θέματα φύλου ακόμα και σε τέτοια περιβάλλοντα, πόσο μάλλον σε άλλα πεδία της δημόσιας ζωής.
—Μιλώντας για αντιστάσεις σε ζητήματα που αφορούν το φύλο, πώς βλέπετε όλη αυτή την οργισμένη ή, έστω, τεταμένη συζήτηση κάθε φορά που επανέρχεται στο προσκήνιο –εσχάτως όλο και πιο συχνά– ο όρος «γυναικοκτονία»;
Είμαι υπέρ της χρήσης του όρου καταρχάς ακριβώς για να αναδειχθούν ο σεξισμός και το σεξιστικό έγκλημα, όπως αναδεικνύεται το ρατσιστικό έγκλημα με την αντίστοιχη διαφορετική αντιμετώπιση του ποινικού, όταν μιλάμε για ρατσιστικό μίσος κ.λπ. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε τη μνημειώδη ελληνική δυσκινησία και στο νομικό σύστημα που δύσκολα προχωρά σε αλλαγές. Καλώς ή κακώς, αυτά είναι θέματα και αλλαγές που τα επιβάλλει η πολιτική ηγεσία. Προσωπικά, πιστεύω ότι όλη αυτή η αντίσταση είναι καθαρά προϊόν της κομματικής αντιπαράθεσης.
—Δηλαδή;
Επειδή το θέμα του όρου «γυναικοκτονία» το προωθεί το γυναικείο κίνημα που, προφανώς, υποστηρίζεται περισσότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει αυτή η αντίσταση. Νομίζω ότι είναι σημείο πόλωσης μεταξύ των δύο κομματικών σχηματισμών. Και ο Μητσοτάκης λέει «όχι, δεν θέλω να το κάνω αυτό», προφανώς για να μη δικαιωθεί κάποια στιγμή ο πολιτικός αντίπαλος.
Δυστυχώς, νομίζω ότι παίζουν και αυτά. Γιατί και τα γυναικεία ζητήματα μπαίνουν μέσα σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, δεν τα κοιτά κανείς διακομματικά και ανεξάρτητα, όπως πραγματικά θα έπρεπε να εξετάζονται.
Για παράδειγμα, σοκαρίστηκα όταν διάβασα την ιστορία της ψήφου στην Ελλάδα, το πόσο η έννοια της ψήφου των γυναικών ήταν μπαλάκι ανάμεσα στα διάφορα πολιτικά σχήματα του τόπου. Αν δεν διάβαζα το βιβλίο της Δήμητρας Σαμίου, που αναλύει το θέμα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50, δηλαδή μέχρι τη θέσπιση νόμου, δεν θα το πίστευα (σ.σ. η κ. Στρατηγάκη αναφέρεται στη μελέτη της Δ. Σαμίου «Τα πολιτικά δικαιώματα των Ελληνίδων 1864-1952», εκδόσεις Σάκκουλα). Επί πενήντα χρόνια το θέμα της γυναικείας ψήφου, ένα αυτονόητο ζήτημα, να γίνεται μπαλάκι πότε δεξιά πότε αριστερά.
Ε, μετά από αυτό πάντα έχω κατά νου ότι πρέπει να παρατηρούμε και το πώς παίζεται το πολιτικό παιχνίδι και πώς μερικά αιτήματα, τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είναι υπερκομματικά ως αιτήματα ανθρώπινα, γίνονται σκοπιμότητες. Δεν λέω ότι συμβαίνει το ίδιο με το θέμα του όρου της γυναικοκτονίας. Απλώς επισημαίνω ότι πολλές φορές οι αντιστάσεις αφορούν και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και η ιστορία της γυναικείας ψήφου μοιάζει πολύ με αυτό που συζητάμε τώρα.
—Έχετε εξηγήσει κάπως το γιατί την τελευταία τριετία συγκεκριμένοι κύκλοι προσπαθούν να επαναφέρουν στην ατζέντα το ζήτημα των αμβλώσεων, ένα θέμα λυμένο για την Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του ’80;
Όλο αυτό έχει να κάνει με τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Σαφέστατα εδώ έχουμε να κάνουμε με οπισθοδρόμηση. Η Νέα Δημοκρατία, όσο και να θέλει να εκσυγχρονιστεί, έχει στο εσωτερικό της πολλά βάρη εξαιρετικά αντιδραστικών απόψεων. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Γραμματεία Ισότητας συγχωνεύθηκε με τη Δημογραφία και την Οικογένεια για μένα λέει πολλά.
Το βιβλίο μου «Πολιτικές Ισότητας των Φύλων» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) το σταματώ στο 2019 γιατί λέω ότι δεν υπάρχει αυτονομία της Γραμματείας Ισότητας από αυτό το έτος και μετά. Σε όλα αυτά ας συμπεριλάβουμε και το γεγονός της έξαρσης συντηρητικών ιδεών, όπως τα συνέδρια γονιμότητας, οι αφίσες για τα δικαιώματα του αγέννητου παιδιού. Και όλα αυτά συνάδουν με τη συντηρητικοποίηση χωρών τόσο εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και εκτός αυτής.
Παρ’ όλα αυτά, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, δεν πιστεύω ότι απειλείται ο νόμος του 1986 για τις αμβλώσεις. Μπορεί να μου πείτε ότι δεν απειλείται από... αδιαφορία κυρίως, αλλά δεν απειλείται.
—Πότε εικάζετε ότι θα υπάρξει μια κάποια εξομάλυνση αναφορικά με τα ζητήματα τόσο της έμφυλης βίας όσο και των υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης που άρχισαν να έρχονται στο φως μετά την έναρξη του ελληνικού #MeToo;
Είναι δύσκολο για τον οποιονδήποτε να κάνει μια τέτοια πρόβλεψη. Ωστόσο θεωρώ ότι ο εγκλεισμός και η κρίση που έφερε η πανδημία λειτούργησαν ως επιταχυντές των διαδικασιών που συνεπάγονται τέτοιου είδους αποκαλύψεις. Το ευτύχημα είναι ότι η πανδημία και ο εγκλεισμός βοήθησαν σε ό,τι αφορά την ευαισθητοποίηση για τα ζητήματα της έμφυλης βίας και του #MeToo και την ορατότητά τους.
Το δυστύχημα είναι ότι πρέπει να δημιουργούνται συνθήκες κρίσης για να έρχονται αυτά τα θέματα στην επιφάνεια. Υπό αυτή την έννοια, ναι, καθυστερούμε πολύ και σε ό,τι έχει να κάνει με την αποκάλυψη και κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση. Είμαι όμως από τις αισιόδοξες. Πλέον τα συζητάμε αυτά τα θέματα, δεν γελάει ο Τύπος μαζί τους και μιλάμε ανοιχτά για τη διαφοροποίηση στη γλώσσα με την οποία καλύπτονται τέτοιες υποθέσεις.
Σκεφτείτε και το εξής: όταν είχαμε φτιάξει το 2011 τις δομές –τα συμβουλευτικά κέντρα, τους ξενώνες, τη γραμμή SOS για τις κακοποιημένες γυναίκες– μας λέγανε ότι ξοδεύουμε τα λεφτά του ΕΣΠΑ για κάτι τέτοιο. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια για να αποδειχθεί πόσο αναγκαίο ήταν όλο αυτό.
Δέκα χρόνια όχι απλώς για να δικαιωθούμε για όλες αυτές τις ενέργειες αλλά για να φιλοξενούνται και να προστατεύονται γυναίκες που βρίσκονται σε απόλυτο κίνδυνο. Και φυσικά δεν επεκτάθηκε όλη αυτή η δουλειά, που από τότε θα έπρεπε να έχει διπλασιαστεί. Τουλάχιστον πλέον δεν αμφισβητεί κανείς το γιατί έπρεπε να τεθούν οι βάσεις τότε – και ευτυχώς.