Η ΠΡΩΤΗ ΛΕΞΗ που σκέφτεται κανείς για την πρώην Ανατολική Γερμανία είναι η λέξη Στάζι. Κι όμως, στο βραβευμένο και πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Όιγκεν Ρούγκε «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» (μετ. Τ. Βότσος, Κλειδάριθμος, 2013) μολονότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, η περιβόητη μυστική της αστυνομία ζήτημα ν’ αναφέρεται μια φορά.
«Και στο δικό μου μυαλό Στάζι και Ανατολική Γερμανία μαζί πάνε», δήλωνε ο Γερμανός συγγραφέας το 2013, σε συνέντευξή μας στην Αθήνα, όταν είχε έρθει, καλεσμένος του Ινστιτούτου Γκαίτε, να παρουσιάσει το βιβλίο του. «Συνδέω μάλιστα τη Στάζι με την ελληνική λέξη “στάση”, γιατί και η Στάζι στο ίδιο παρέπεμπε, στην ακινησία, στην άρνηση της προόδου. Η ΛΓΔ, από την κορυφή ως τα νύχια, ήταν μια χώρα ακινησίας και στάσιμων υδάτων. Φυσικά υπήρχε και καταστολή. Δεν θέλησα όμως να κάνω πολιτικές αναλύσεις στο βιβλίο. Αποχρώσεις ήθελα να δείξω. Ίσως έτσι εξηγείται γιατί το μίσησαν τόσο οι παλιοί σταλινικοί κομμουνιστές όσο και οι ακροδεξιοί».
Με γλώσσα λιτή και στρωτή, χωρίς ιδιαίτερα νοσταλγική διάθεση ούτε ιδιαίτερα αυστηρή ματιά και μ’ ένα μοντάζ που θα ζήλευε το κινηματογραφικό σινάφι, ο Ρούγκε αφηγείται εδώ την ιστορία μιας υποδειγματικής σοσιαλιστικής οικογένειας -της δικής του οικογένειας.
Με γλώσσα λιτή και στρωτή, χωρίς ιδιαίτερα νοσταλγική διάθεση ούτε ιδιαίτερα αυστηρή ματιά, και μ’ ένα μοντάζ που θα ζήλευε το κινηματογραφικό σινάφι, ο Ρούγκε αφηγείται εδώ την ιστορία μιας υποδειγματικής σοσιαλιστικής οικογένειας – της δικής του οικογένειας.
Γιος μιας Ρωσίδας κι ενός διαπρεπούς ιστορικού με θητεία σε γκουλάγκ της Σιβηρίας, ο ίδιος είχε ν’ αντλήσει υλικό και από τις περιπέτειες των παππούδων του, εξόριστων κομμουνιστών στο Μεξικό κι από τους θεμελιωτές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η δική του φυγή στη Δύση το 1988 αποδείχτηκε μάλλον γόνιμη. Άφησε πίσω του τα μαθηματικά που είχε σπουδάσει κι άρχισε να γράφει θέατρο για το ραδιόφωνο. Αυτό, το πρώτο του μυθιστόρημα, το δημοσίευσε ενώ πλησίαζε τα εξήντα.
Το «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» καλύπτει το διάστημα 1952-2001 και ξεδιπλώνεται αποσπασματικά κι ανάκατα, μέσα από τις αφηγήσεις διαφόρων μελών αυτής της «υποδειγματικής σοσιαλιστικής οικογένειας», κάποια συγκεκριμένη χρονιά, σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής τους ο καθένας. Η μόνη ημέρα που δίνεται από την οπτική γωνία όλων των ηρώων είναι η 2/10/89, η μέρα που έπεσε το Τείχος.
Στις σελίδες του βιβλίου συνυπάρχουν δαφνοστεφανωμένοι αξιωματούχοι του Κόμματος που κατάντησαν ανδρείκελα, χειραφετημένες κουμμουνίστριες που στάθηκαν ως τα γεράματα ακλόνητες, σαν βράχοι, σιωπηλοί διανοούμενοι οχυρωμένοι πίσω από το έργο τους, έφηβοι του ΄80 που πλήττουν θανάσιμα, έφηβοι του 2000, στη Δύση πια, που άγονται και φέρονται χωρίς έρμα.
Πολυφωνικό και πολυπρισματικό, μ’ εναλλαγές καταστάσεων και διλημμάτων, με υπόκωφο χιούμορ και απανωτές συναισθηματικές εντάσεις, το μυθιστόρημα του Ρούγκε μιλά για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις σταλινικές δίκες, τα κυνηγητά και τις εξορίες των κομμουνιστών, την καθημερινότητα του «υπαρκτού», την παντοδυναμία του Κόμματος και το θαμπωμένο σοσιαλιστικό άστρο, αλλά και για οικουμενικά ζητήματα, όπως η ανάγκη για πίστη, η πολιτική ανυπακοή, το χάσμα των γενεών, το ένστικτο της επιβίωσης. Κυρίως, όμως, ξεχειλίζει από τα μικρά κι ανθρώπινα που διαδραματίζονται στη σκιά της πολιτικής και της Ιστορίας, αυτά που μοιραζόμαστε ενώ σβήνουν όσα κάποτε μας είχαν θαμπώσει: οι γονείς, οι έρωτές μας, οι ιδεολογίες.
Βραβευμένο με το Γερμανικό Βραβείο Λογοτεχνίας του 2011 και πολυμεταφρασμένο, το «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» διαβάστηκε διαφορετικά από χώρα σε χώρα.
«Σ’ εκείνες του πρώην ανατολικού μπλοκ», έλεγε ο Ρούγκε, «υπήρξαν αρκετοί που δήλωσαν ευγνώμονες, επειδή είδαν κάποιον να παίρνει στα σοβαρά τις ζωές τους. Παρ’ όλο που το βιβλίο μου αφηγείται μια ιστορία παρακμής, δεν παύει να μιλάει και για το πόσο όμορφη ήταν η ζωή στη ΛΔΓ. Ακόμα και σε συνθήκες δικτατορίας, είχε μια ποιότητα. Οι Ανατολικογερμανοί, έχοντας σχηματίσει μέσα από την τηλεόραση μια συγκεκριμένη εικόνα για τη ζωή στη Δύση, εκλάμβαναν τις δικές τους ζωές ως δεύτερης κατηγορίας. Πίστευαν πως η ζωή είναι αλλού. Αλλά δεν ήταν».
Η γενιά των γονιών του Ρούγκε εμφανίζεται ν’ απολαμβάνει πολύ το σεξ. Τυχαίο; Καθόλου, σύμφωνα με τον ίδιο. «Η καλή σεξουαλική ζωή της μεταπολεμικής γενιάς αντανακλά την επιθυμία των ανθρώπων να διασκεδάσουν κάπως, να ζήσουν όσα στερήθηκαν στα νιάτα τους. Η πληθωρική προσφορά πορνογραφίας στην εποχή μας δεν μας βοηθά ν’ ανακαλύψουμε το βαθύτερο εγώ μας, την αληθινή μας προσωπικότητα. Στην πρώην Ανατολική Γερμανία δύο πράγματα έπρεπε να ξέρει κανείς: πώς να επισκευάζει μόνος το αυτοκίνητό του και πώς να φαντασιώνεται τον ερωτικό του κόσμο χωρίς βοήθεια. Υπήρχε η αίσθηση πως το να κάνεις σεξ ήταν αντιεξουσιαστικό. Κάτι ανάλογο όμως δεν συνέβαινε και στη Δύση το ΄68;».
Η πιο ευάλωτη γενιά φαίνεται πως είναι η νεώτερη, η γενιά του Μάρκους, του γιου του μυθιστορηματικού alter ego του Ρούγκε. Από τα παιδιά που ενηλικιώθηκαν όταν όλα γύρω τους κατέρρεαν, «κάποια άρπαξαν τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν, αλλά τα περισσότερα δεν ήξεραν προς τα πού να προσανατολιστούν. Ο ρόλος της οικογένειας εδώ είναι καθοριστικός. Στη δική μου οικογένεια επικοινωνούσαμε μεταξύ μας. Από μικρός συνειδητοποίησα ότι κάθε ιδεολογία κρύβει κάτι αναληθές μέσα της. Παντού υπάρχουν ιδεολογίες. Στη Δύση, όμως, δεν είναι τοιχοκολλημένες, γι’ αυτό και υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν πως ούτε καν υφίστανται. Ενώ στην πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου οι ιδεολογίες ήταν παρούσες παντού, εφόσον σου έκοβε, έβρισκες τρόπο να μένεις μακριά τους».