«Δεν ζωγραφίζω πεθαμένους», απαντά με περισσό θάρρος και θράσος στον αξιωματικό που του ζητά να του κάνει το πορτρέτο, όταν εν μέσω Εμφυλίου περνάει από επιτροπή για να πάρει τρελόχαρτο ώστε να μην υπηρετήσει, μια διαδικασία καθόλου αυτονόητη ή απλή. Αν προδοθεί ότι λέει ψέματα θα οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα για εσχάτη προδοσία, μαζί με τους εκατοντάδες συνομηλίκους του κομμουνιστές, ανυπότακτους, λιποτάκτες.
Προτιμάει να μπει έγκλειστος σε στρατιωτικό ψυχιατρείο, μια εμπειρία οδυνηρή, για να βγει μόνο υπό επιτήρηση. Να συμμετάσχει πάντως σε αυτόν τον στημένο διχασμό και την αλληλοεξόντωση δεν υπήρχε περίπτωση.
Ούτε η συνείδηση ούτε η καλλιτεχνική ευαισθησία του νεαρού Γιάννη Γαΐτη του το επιτρέπουν. Αυτού του παθιασμένου ζωγράφου, γόνου αστικής οικογένειας που στην Κατοχή έγραφε συνθήματα στους τοίχους και συμμετείχε στην ΕΠΟΝ.
Κι αυτή η περισσή αγάπη του για τον άνθρωπο και η αποστροφή του για κάθε είδους απολυταρχισμό θα τον έκανε να δημιουργήσει στα χρόνια της ωριμότητάς του το ανθρωπάκι, τη διάσημη φιγούρα του σύγχρονου ανώνυμου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων της αλλοτρίωσης που υπήρξε η μεγάλη του προσωπική κατάθεση και τον έκανε διάσημο διεθνώς.
Η περισσή αγάπη του για τον άνθρωπο και η αποστροφή του για κάθε είδους απολυταρχισμό θα τον έκανε να δημιουργήσει στα χρόνια της ωριμότητάς του το ανθρωπάκι, τη διάσημη φιγούρα του σύγχρονου ανώνυμου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων της αλλοτρίωσης που υπήρξε η μεγάλη του προσωπική κατάθεση και τον έκανε διάσημο διεθνώς.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1923, σε μονοκατοικία της οδού Μαυροματαίων, τελείωσε το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων και μπήκε το 1942 στην Καλών Τεχνών με την απόλυτη συμπαράσταση και οικονομική στήριξη του πατέρα του και του θείου του. Μαύρη ανέχεια και πείνα βέβαια εκείνα τα χρόνια, αλλά έπρεπε να βρεθούν χρήματα για τα υλικά του ταλαντούχου νεαρού ζωγράφου της οικογένειας! Μαθητευόμενος στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη, με συμφοιτητές του τον Τέτση, τον Μιγάδη, τον Δανιήλ, τον Μολφέση και τον στενό του φίλο Γιάννη Μαλτέζο.
Ο Γαΐτης δεν πολυπαρακολουθούσε μαθήματα, προτιμούσε την πρακτική εξάσκηση στο σπίτι, μετατρέποντάς το σε ατελιέ και σε κέντρο διερχομένων, καλλιτεχνών και διανοουμένων. Πέρασαν από τον Τσαρούχη και τον Ελύτη μέχρι τον Αργυράκη και τον Σινόπουλο, ενώ εκεί μέσα οργάνωσε και την πρώτη του έκθεση εν έτει 1944. Ένας μη καλλιτέχνης τον στρέφει προς τις νέες μορφές της τέχνης, ο γιατρός Νεοκλής Κουτούζης, που τον έφερε σε επαφή με τον γαλλικό σουρεαλισμό.
Στον Εμφύλιο, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, κρύβεται για ένα διάστημα στο σπίτι του θείου του στην Κηφισιά. Επί τρεις συνεχόμενες χρονιές εκθέτει στον λογοτεχνικό όμιλο Παρνασσό, ώσπου το 1947 οι τριάντα τέσσερις πίνακές του, σαφώς επηρεασμένοι από τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό, προκαλούν μεγάλο σκάνδαλο και την καθολική απόρριψη του κοινού. Από τους λίγους που τον στηρίζουν είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, μέσα από τις σελίδες της «Καθημερινής».
Απογοητεύεται προς στιγμήν και αρχίζει να σκέφτεται τρόπους διαφυγής. Στέλνει στον Christian Zervos των «Cahiers d’art» πενήντα σχέδιά του κρυμμένα μέσα στα μπαούλα των σκηνικών του μπαλέτου του Champs-Élysées που περιόδευε στην Αθήνα. Θα χρειαστούν όμως αρκετά χρόνια ακόμα μέχρι τη μεγάλη έξοδο στο Παρίσι. Πρώτα έπρεπε να βγει από τον ελληνικό του λαβύρινθο. Τότε ήταν που προσποιήθηκε τον φρενοβλαβή και απέφυγε τη στρατιωτική θητεία για να μην αναγκαστεί να πολεμήσει από τη «λάθος» πλευρά.
Το 1948 συμμετέχει στην πρώτη μεταπολεμική πανελλήνια έκθεση όπου δίνεται έμφαση στη γενιά του ’30. Έτσι, έναν χρόνο μετά, το '49, που σηματοδότησε και το τέλος του Εμφυλίου, όταν το Γαλλικό Ινστιτούτο φέρνει έργα των Πικάσο, Μπρακ, Ματίς, Πικάμπια, Νταφί και Πράσσινος, αποφασίζουν με τον Αλέκο Κοντόπουλο να δημιουργήσουν την ομάδα «Ακραίοι», δημοσιεύοντας μάλιστα και μανιφέστο!
Η μεγάλη διαμάχη που ξεσπάει με αφορμή την έκθεσή του στο ξενοδοχείο «Κεντρικόν» μεταξύ οπαδών της ελληνικότητας και του μοντερνισμού τον πείθει ότι ήρθε η ώρα να φτιάξει τις βαλίτσες του. Παντρεύεται τον Σεπτέμβριο του ’54 τη γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι και τον επόμενο μήνα βρίσκονται εγκατεστημένοι σε ένα δωματιάκι του παρισινού ξενοδοχείου Ideal στην οδό Verneuil 8.
Επισκέπτονται μουσεία και γκαλερί. Γράφει στους φίλους του: «Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω». Παρ' όλα αυτά, μια ακατανίκητη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία τον ενεργοποιούν. Δουλεύει κατάχαμα, στα λίγα τετραγωνικά του δωματίου τους.
Στο Salon d’Automne στο Grand Palais συμμετέχει στους Artistes Étrangers en France. Στρέφεται στην αφηρημένη τέχνη, έρχεται σε επαφή με σημαντικούς τεχνοκριτικούς, κυκλοφορεί στους κύκλους του Saint Germaine όπου συναντάει καθημερινά Έλληνες ζωγράφους. Όταν το 1959 επιστρέφει στην Αθήνα για την έκθεσή του «Φυλλώματα» στην γκαλερί Ζυγός, η ευρωπαϊκή του καριέρα έχει ξεκινήσει ήδη με εκθέσεις, εκτός από τη Γαλλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία. Παράλληλα, συμμετέχει με τους Κανιάρη, Κοντό, Νίκο και Τσόκλη στην ομάδα «Σίγμα».
Παρουσιάζει έργα του στην τηλεοπτική εκπομπή «Pourquoi Paris en 1960» και συνδέεται φιλικά με τον συγγραφέα Jean Marie Drot. Μαζί ανακαλύπτουν και ερωτεύονται την Ίο, όπου αναλαμβάνει να του σχεδιάσει το1964 ένα κυκλαδίτικο σπίτι. Χρόνια αργότερα, όταν η οικονομική του κατάσταση του το επιτρέπει, θα σχεδιάσει και θα χτίσει ακόμα ένα στην απέναντι πλευρά για τον εαυτό του: μια συνομιλία οικημάτων και δύο επιστήθιων φίλων.
Ξεκινάει τα εικαστικά δρώμενα σε ιδιωτικούς και εκθεσιακούς χώρους. Ζωγραφίζει πέφτοντας στα τέσσερα, ημίγυμνος, χρησιμοποιώντας το σώμα του, τις παλάμες του και τα δάχτυλά του με απίστευτη ταχύτητα και δεξιοτεχνία – ένα παιχνίδι δημιουργικής απόλαυσης. Στο τέλος πουλάει ο,τι βγαίνει από τη διαδικασία αυτή, μέχρι και είκοσι πίνακες τη βραδιά. Έτσι βιοπορίζεται τους επτά μήνες που περνάει στη Βραζιλία, ταξιδεύοντας, δουλεύοντας, εκθέτοντας.
Ο έρωτάς του για τη γυναίκα και η πίστη του στη φιλία αναζωογονούν τη δίψα του για τη ζωή. Στο Παρίσι, μαζί με άλλους καλλιτέχνες που τους χαρακτηρίζει η «αφηγηματική αναπαράσταση», δηλαδή τους Κρεμονίνι, Πιστολέτο, Νίκι ντε Σεν Φαλ, στήνουν την έκθεση «Mythologie Quotidienne». Τη δική του «καθημερινή μυθολογία» την αποτελούν ανθρωποειδή-μυρμηγκοειδείς μορφές με μεγάλα κεφάλια-προσωπεία με έκπληκτα μάτια. Σε αναμονή της εξέλιξής του…
Όταν το 1967 εγκαθιδρύεται η δικτατορία, εκτελεί το «Tiens», στο οποίο ένας μοτοσικλετιστής κοιτάζει ένα λευκό περιστέρι που κείτεται στη γη, και το «Η δολοφονία της ελευθερίας», όπου μια ομάδα στρατιωτικών πυροβολεί ένα περιστέρι: τα ανθρωπάκια εν τη γενέσει τους. Τα πρώτα χαρακτηριστικά απρόσωπα ανθρωπάκια με το μελόν καπέλο, τα ριγέ κοστούμια και τη μαύρη γραβάτα, στοιχισμένα σε γραμμές και ασάλευτα κάνουν τη εμφάνισή τους στη Ρώμη το ’68. Έναν χρόνο αργότερα δίνουν το «παρών» στο Ινστιτούτο Γκαίτε της οδού Ομήρου στην Αθήνα. Πιόνια μιας πολιτείας που θέλει τα πλήθη σε ομοιογένεια, ομοιομορφία, απόλυτη υπακοή. Σύντομα τα ανθρωπάκια ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου, κοινωνοί της παθητικότητας και της ανωνυμίας μιας συγχυσμένης εποχής που αναδύεται μέσα από την περιπαικτική μεν, αλλά καυστική κριτική του δημιουργού τους.
Σε ένα ταινιάκι που γυρίζει ο Serge Bergon με τον τίτλο «Gaitis le baladin» ένα ανθρωπάκι το 'χει σκάσει και παίζει κρυφτούλι στους δρόμους του Παρισιού με τον ίδιο τον Γαΐτη, που ήταν μέγας σκανταλιάρης από έφηβος, μνημειώδη προφίλ στήνονται αγέρωχα στο Μusée des Sables de Port Barcarès, στην Αθήνα του ’73 τα ανθρωπάκια γίνονται φίλαθλοι με φόντο παίκτες του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού σε φυσικό μέγεθος, για τον Δεσμό. Στην «Κηδεία της ζωγραφικής», μια εγκατάσταση με πομπή από ξύλινα ανθρωπάκια και ένα φέρετρο, κάνει σαφή αναφορά στο Πολυτεχνείο.
Μεταπολίτευση: Ο Γαΐτης εγκαταλείπει το Παρίσι μετά από είκοσι χρόνια. Η γυναίκα του και η κόρη του δεν τον ακολουθούν. Συνδέεται με τη νέα ζωγράφο Άννη Κωστοπούλου. Στο αθηναϊκό του ατελιέ χαίρεται να συναναστρέφεται νέα παιδιά και να τους συμβουλεύει. Μια φρενήρης και ακατάπαυστη δημιουργικότητα ακολουθεί τα επόμενα χρόνια. Εκθέσεις ανά τον κόσμο, τα ανθρωπάκια, ζωντανά ανδρείκελα με μελόν καπέλα και ριγέ κοστουμάκια γίνονται παιχνίδια, έπιπλα, πιάτα, υφάσματα, μόδα από τον Τσεκλένη, βγαίνουν στους δρόμους, συμμετέχουν στο πατρινό καρναβάλι, ταξιδεύουν στα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες, φωτογραφίζονται μπροστά στο Café de Flore.
Διακωμωδώντας την αρχαιολατρία γίνονται Οδυσσέας, Οιδίποδας, Σφίγγα, Ερμής, αμφορέας, πολεμιστές, φτερωτοί άγγελοι, κολόνες σε αρχαίους ναούς, Καρυάτιδες. Ένας άγγελος με γυναικεία μορφή στην «Αποκαθήλωση» του 1980 κρατάει στα χέρια ένα νεκρό ανθρωπάκι. Όσο βρίσκεται σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης βαριά άρρωστος, η Εθνική Πινακοθήκη τού ετοιμάζει αναδρομική έκθεση. Επισκέπτεται την έκθεση λίγο πριν ανοίξει. Λέει στους οικείους του: «Ανακάλυψα το ανθρωπάκι δέκα χρόνια πριν την ώρα του». Πεθαίνει στις 22 Ιουλίου 1984, λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια, στα οποία δεν μπόρεσε καν να παρευρεθεί.
«Θέλω πάρα πολύ να εξηγήσω τη δουλειά μου […] υπάρχουν ειδικοί που μπορούν να κάνουν αυτήν τη δουλειά […], αλλά εγώ νομίζω έχω πιο πολύ δικαίωμα να μιλήσω για τα Ανθρωπάκια αυτά τα οποία είναι ξύλινα βέβαια, αλλά αληθινά Ανθρωπάκια. Δηλαδή είναι τα Ανθρωπάκια του σήμερα, είναι το κατεστημένο και το ίδιο το Ανθρωπάκι αυτό αντιδρά στο κατεστημένο. Οι άνθρωποι, τα Ανθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά […] γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο εγώ εκτός απ’ αυτήν τη μαρτυρία».
«Μονόγραμμα» ΕΡΤ 2, Γιάννης Γαΐτης, Νοέμβριος 1984
«Τα ανώνυμα πλήθη του Γαΐτη αποτελούν ένα σύνολο από φιγούρες-στόχους για άσκηση σκοποβολής, η μανιώδης επανάληψη ανθρώπων στοιχισμένων σε ζυγούς που μας γυρίζουν την πλάτη, φορώντας καπελάκια μελόν και λευκά κολάρα που ξεχωρίζουν κάτω από τα γυαλισμένα σαν από μπριγιαντίνη μαύρα μαλλιά. Πανομοιότυπες φιγούρες μηχανικών ανθρώπων που παρατηρούν, που "συμμετέχουν", που παρευρίσκονται άφωνοι στην άφιξη ενός παιδικού μονοπλάνου, μιας γοργόνας που αναδύθηκε από τη θάλασσα, ταχυδακτυλουργών που ελευθερώνουν ένα περιστέρι της ειρήνης, σεληνιακοί μοτοσικλετιστές […] Στο έργο του Γαΐτη οι "προθέσεις" γίνονται καλλιτεχνική πραγματικότητα πριν γίνουν ειρωνική ερμηνεία. Μια μοναδική πραγματικότητα που πλησιάζει τον κόσμο όπου ζούμε, μέσω μιας μυθικής και φανταστικής προοπτικής.
Ο Γαΐτης μας διδάσκει πώς να μη γίνουμε πλήθος: οι φιγούρες του μπορεί να γίνουν ένα πραγματικό ηθικοπλαστικό αντίδοτο για όσους δεν θέλουν πια να έχουν σχέση με το "παιχνίδι της ανώνυμης σφαγής"».
Giuseppe Marchiori, Galerie Schneider, Απρίλιος 1968
Η έκθεση «Γιάννης Γαΐτης: Η ουσία του απρόσωπου» παρουσιάζεται στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη. Συνοδεύεται από πολυσέλιδο ομότιτλο κατάλογο, με όλα τα εκτιθέμενα έργα.
Επιμέλεια έκθεσης: Τάκης Μαυρωτάς
Βασ. Σοφίας 9 και Μέρλιν 1, Αθήνα, 210 3611206
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή 10:00-18:00, Πέμπτη 10:00-20:00
www.thf.gr