Στο Μουσείο Μπουζιάνη στη Δάφνη, η έκθεση «Αλέκος Φασιανός: έργα 1960-1980» που θα διαρκέσει έως τις 30 Μαρτίου παρουσιάζει μια επιλογή από τα πρώτα είκοσι χρόνια δημιουργίας του Αλέκου Φασιανού, ως φόρο τιμής στον σημαντικό Έλληνα καλλιτέχνη που πέθανε τον Ιανουάριο του 2022. Ζωγραφιές σε καμβά, μονοτυπίες, μελάνια, ντοκουμέντα και μοναδικές χειροποίητες αφίσες από τη δεκαετία του ‘60 έως και το 1980 εκτίθενται για πρώτη φορά και ιχνηλατούν την πορεία του ζωγράφου στα πιο δημιουργικά του χρόνια.
Η συνομιλία ανάμεσα στον συλλέκτη Κυριάκο Τσιφλάκο και τους επιμελητές του μουσείου με θέμα τη σημαντική ζωγραφική διαφοροποίηση στη δημιουργία της ανθρώπινης φιγούρας ανάμεσα στον Μπουζιάνη και τον Φασιανό, από την ακαδημαϊκή της μορφή στη μοντέρνα της εκδοχή, αποτέλεσε την αφετηρία της έκθεσης.
Ο Μπουζιάνης αλλοιώνει πρόσωπα και φιγούρες δραματικά, στα χρώματα της γης, χωρίς ποτέ να μειώνει την ανθρώπινη υπόστασή τους, ενώ ο Φασιανός εξομειώνει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά –κοινωνικά και φυλετικά– με σκωπτικότητα, χιούμορ και έντονα χρώματα. Από τη μια πλευρά ο μοναχικός, εσωστρεφής Μπουζιάνης και από την άλλη ο φωτεινός, ξέγνοιαστος Φασιανός.
Ο Μπουζιάνης αλλοιώνει πρόσωπα και φιγούρες δραματικά, στα χρώματα της γης, χωρίς ποτέ να μειώνει την ανθρώπινη υπόστασή τους, ενώ ο Φασιανός εξομειώνει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά –κοινωνικά και φυλετικά– με σκωπτικότητα, χιούμορ και έντονα χρώματα. Από τη μια πλευρά ο μοναχικός, εσωστρεφής Μπουζιάνης και από την άλλη ο φωτεινός, ξέγνοιαστος Φασιανός.
Ο Αλέκος Φασιανός το 1964 έγραφε: «Ο παππούς μου ήταν παπάς. Γεννήθηκα το 1935 δίπλα ακριβώς στην εκκλησία που λειτουργούσε ο ίδιος. Είχαμε ένα μικρό σπίτι με δειλινά στους Αγίους Αποστόλους κάτω από την Ακρόπολη. Από πολύ μικρός και εξαιτίας του παππού μου τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντάς του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές ή οι λαϊκές.
Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί. Προσπαθούσα να αντιγράψω τις εικόνες. Όμως ήθελα να κάνω και δικές μου, να εκφράσω και τον δικό μου κόσμο, όπως κιόλας είχε διαπλαστεί από όλα όσα έβλεπα.
Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε στα μουσεία ή στην Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με τα στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια.
Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων. Ύστερα πήγα και σπούδασα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Για πέντε χρόνια ασχολήθηκα με το σχέδιο αρχαίων κεφαλών και γυμνών μοντέλων.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν έμαθα τίποτε. Το αντίθετο. Ο δάσκαλός μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας, τόσο σαν καλλιτέχνης όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν, καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξαιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα ή άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες.
Λιγότερο τώρα σκεφτόμουνα τα κυκλαδικά. Μου άρεσε επίσης και η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-ταντρική. Όμως δεν είχα τη μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμία κίνηση. Ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά.
Και τώρα αυτά που ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά όπως οι βυζαντινοί άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα ή η μπλε, όχι όμως αφηρημένη. Θέλω όμως να συμβολίζει κάτι το χρώμα ή οι γραμμές. Γι' αυτό πάντα οι φιγούρες που ζωγραφίζω είναι διαλυμένες και ζουν στα λουλούδια. Ίσως είναι πεθαμένες».
«Τα παλαιότερα και ειδικά τα πρώιμα έργα του Αλέκου Φασιανού "ξεχειλίζουν" από μια εξπρεσιονιστική διάθεση κι από έναν πρωτόγονο δυναμισμό που σε συνεπαίρνει. Ακόμα και χωρίς το έντονο πλακάτο χρώμα ή το ώριμο σχέδιο που χαρακτηρίζουν τα μεταγενέστερα έργα του, τα πρώιμα έργα του Αλέκου Φασιανού έχουν τη δύναμη να γοητεύουν και να φορτίζουν συναισθηματικά τον θεατή τους» γράφει ο συλλέκτης του έργου του Κυριάκος Τσιφλάκος.
«Τόσο ο χώρος όσο και το αντικείμενο της έκθεσης δεν επελέγησαν τυχαία. Ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1959) είναι ο θεμελιωτής του εξπρεσιονισμού στη χώρα μας και ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα.
Από την άλλη πλευρά, τα πρώιμα έργα του Αλέκου Φασιανού, ενός από τους πλέον εμβληματικούς μεταπολεμικούς καλλιτέχνες μας, θαρρείς πως έχουν "μπολιαστεί" με την ιδιόμορφη ανθρωπομορφική όσο και εξπρεσιονιστική διάλεκτο του Μπουζιάνη. Μια διάλεκτο που δεν αποσκοπεί στην ωραιοποίηση της εικόνας, αλλά στην έκφραση συναισθηματικών καταστάσεων, διαμέσου μιας αντιρεαλιστικής, σχεδόν αφαιρετικής, αλλά και σε κάποιο βαθμό "γκροτέσκας", θα τολμούσα να ισχυρισθώ, απεικόνισης.
Η πιο προφανής διαφορά στον τρόπο έκφρασης των δύο μεγάλων ζωγράφων εντοπίζεται στις επιλογές των χρωμάτων. Ενώ δηλαδή στα έργα του Μπουζιάνη κυριαρχούν οι σκούρες όσο και μουντές αποχρώσεις, ο Φασιανός ως επί το πλείστον επιλέγει πιο φωτεινά και λαμπερά χρώματα.
Έτσι τα έργα του, ακόμα και εκείνα των πρώτων περιόδων της ζωγραφικής του, αποπνέουν μια αύρα αισιοδοξίας, σε αντίθεση με τη σαφώς πιο δραματική, έως και καταθλιπτική σε κάποιες περιπτώσεις, ατμόσφαιρα των έργων του Μπουζιάνη.
Με κάπως παιγνιώδη διάθεση και δανειζόμενος τη σχετική ορολογία από την τέχνη της φωτογραφίας, θα έλεγα ότι τα πρώιμα έργα του Φασιανού, ιδιαίτερα εκείνα όπου κυριαρχούν οι αποχρώσεις του λευκού, θα μπορούσε κανείς να τα δει σαν "τα αρνητικά" των έργων του Μπουζιάνη».
Μουσείο Μπουζιάνη
Γ. Μπουζιάνη 27-31, Δάφνη
Ημέρες & ώρες λειτουργίας: Πέμ.-Κυρ. 12:00-16:00