Η μοναδική φωνή, τα τραγούδια που ερμήνευσε με τρόπο ανεπανάληπτο, η προσωπικότητα και η περιπετειώδης ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου τη φέρνουν διαρκώς στο προσκήνιο. Όταν η Σοφία Αδαμίδου έγραψε το έργο «Σωτηρία με λένε», η Ντίνα Κώνστα έκανε μια υπέροχη ερμηνεία σε έναν μονόλογο-κατάθεση για μια σπουδαία μορφή του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ο μονόλογος αυτός επαναλήφθηκε με επιτυχία και αυτήν τη σεζόν, και με πολλές παρατάσεις και sold out ολοκλήρωσε τον κύκλο του στις 5 Φεβρουαρίου και θα επαναληφθεί την επόμενη σεζόν. Τη Σωτηρία Μπέλλου στη σκηνή του Μικρού Χορν υποδύθηκε η Κάτια Γκουλιώνη και τη σκηνοθεσία υπέγραψε ο Γιώργος Παπαγεωργίου.
Και ενώ η μία παράσταση ολοκλήρωσε τον κύκλο της με μεγάλη επιτυχία, μια δεύτερη με τίτλο «Τα τραγούδια της Σωτηρίας», μετά από έναν επιτυχημένο κύκλο και sold out στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2021, μόλις έκανε πρεμιέρα στο Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ, ξεκινώντας για ένα ακόμα ταξίδι στη ζωή και τα κοσμαγάπητα τραγούδια της Σωτηρίας Μπέλλου.
Πρόκειται για μια μουσική παράσταση βασισμένη στην ιδέα του Δημήτρη Χαλιώτη που μαζί με τη Χριστίνα Μαξούρη, η οποία ερμηνεύει τα τραγούδια της Μπέλλου, έχουν κάνει την έρευνα και υπογράφουν την καλλιτεχνική επιμέλεια της παράστασης.
«Κούραση, στεναχώριες, βάσανα, ταλαιπωρίες… Είδα όμως και πολλές δόξες, έπιασα και πολύ χρήμα στο χέρι μου. Αλλά όλα αυτά δεν με άλλαξαν καθόλου. Ήμουν, είμαι και θα είμαι η σεμνή Σωτηρία Μπέλλου»
Τα «Τραγούδια της Σωτηρίας» ξεπερνούν τα όρια της σκηνής και του πάλκου και κινούνται ανάμεσα στη θεατρική παράσταση και τη μουσική βραδιά. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν κατανυκτική, η Χριστίνα Μαξούρη, ηθοποιός και ερμηνεύτρια η ίδια, μας μυεί στον κόσμο της Μπέλλου και ερμηνεύει αγαπημένα τραγούδια που σφράγισε με τη φωνή της.
Ανάμεσα στα τραγούδια μάς αφηγείται μικρές ιστορίες και σύντομα περιστατικά από τη ζωή της αξεπέραστης ερμηνεύτριας. Οι σκοποί του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Σαββόπουλου, του Μούτση, του Ανδριόπουλου και του Λάγιου μπλέκονται με μαρτυρίες για τη ζωή της Μπέλλου, μέσα από λόγια της ίδιας αλλά και ανθρώπων που τη γνώρισαν. Στις ιστορίες που ακολουθούν χρησιμοποιήθηκε υλικό από την έρευνα του Δημήτρη Χαλιώτη.
Μια ζωή μέσα από θρυλικές ιστορίες
«Κούραση, στεναχώριες, βάσανα, ταλαιπωρίες… Είδα όμως και πολλές δόξες, έπιασα και πολύ χρήμα στο χέρι μου. Αλλά όλα αυτά δεν με άλλαξαν καθόλου. Ήμουν, είμαι και θα είμαι η σεμνή Σωτηρία Μπέλλου», έλεγε το 1976 σε ένα αφιέρωμα που της έκανε ο Γιώργος Παπαστεφάνου στην κρατική τηλεόραση για τα 30 χρόνια της στο τραγούδι.
Μουσική Βραδιά - Σωτηρία Μπέλλου
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1921 στο χωριό Δροσιά κοντά στη Χαλκίδα. Ο πατέρας της είχε μπακάλικο, ο παππούς της ήταν ιερέας, αυτός τη μεγάλωνε. Εκείνη, άτακτη και απείθαρχη, μεγάλωσε ακούγοντας ψαλμούς, έψελνε και η ίδια και η επιρροή αυτή καθόρισε την ερμηνεία της.
Δεκατριών χρονών ήταν όταν ανάγκασε τον πατέρα της να της αγοράσει μια κιθάρα. «Ή μου παίρνεις κιθάρα ή δεν ξαναπατάω το πόδι μου στο μαγαζί», του είπε. Ο πατέρας της ήταν φιλήσυχος άνθρωπος. Δεν ήθελε βέβαια η κόρη του να γίνει τραγουδίστρια, αλλά της το έκανε το χατίρι. Την πήρε την κιθάρα. Με αυτή την κιθάρα θα βγάλει αργότερα στην Αθήνα της Κατοχής τα πρώτα της μεροκάματα.
Ένας γάμος βιτριόλι
Το 1938 μπαίνει στη ζωή της ο Βαγγέλης Τριμπούρας, ένας ελεγκτής των ΚΤΕΛ. Μια μέρα πήγε και τη ζήτησε από τον πατέρα της. Η Σωτηρία τον ήθελε. Οι γονείς της είχαν αντιρρήσεις, αλλά ήλπιζαν ότι ένας γάμος μπορεί να τη σώσει από την άσωτη ζωή που έκανε, για τα δεδομένα του χωριού πάντα. Τον παντρεύτηκε λοιπόν, αλλά αυτός μετά από λίγο καιρό άρχισε να αργεί να έρθει σπίτι μετά τη δουλειά, να πίνει, να τη χτυπάει. Δυο μήνες μετά τον γάμο η Σωτηρία έμεινε έγκυος. Δεν θα γεννήσει ποτέ όμως το παιδί.
Ένα βράδυ εκείνος τη σάπισε στο ξύλο, της έδωσε και μια κλωτσιά στην κοιλιά. Λίγη ώρα μετά απέβαλε. Δεν είναι όμως αυτό που την έκανε να χωρίσει. Λίγους μήνες μετά έμαθε ότι ο Βαγγέλης έβλεπε μια άλλη. Πήγε λοιπόν στο καφενείο που σύχναζε, τον πλησίασε με ένα φλιτζάνι καφέ που είχε μέσα βιτριόλι και του το έριξε στο πρόσωπο. Βούιξε η Χαλκίδα. Τη γράψανε οι εφημερίδες. Μπήκε φυλακή. Η ποινή ήταν τρία χρόνια, αλλά τελικά βγήκε σε έξι μήνες. Ο Βαγγέλης έμεινε με τα σημάδια από το βιτριόλι για την υπόλοιπη ζωή του.
Βγαίνοντας από τη φυλακή θα επιστρέψει στο πατρικό της στη Χαλκίδα. Αλλά η κατάσταση εκεί είναι αφόρητη. Οι τσακωμοί και το ξύλο ήταν στην ημερήσια διάταξη. Μια κουβέντα του πατέρα της θα την κάνει να φύγει τόσο από το σπίτι όσο και από τη Χαλκίδα. «Εσύ γεννήθηκες για να μας βασανίζεις! Πόρνη θα καταντήσεις!». Έτσι η Σωτηρία τα μάζεψε κι έφυγε για την Αθήνα. Μόνη, χωρίς χρήματα, χωρίς καν την κιθάρα της, φτάνει στην πρωτεύουσα το 1940, ακριβώς πάνω στην κήρυξη του πολέμου και αρχίζει ένας σκληρός αγώνας επιβίωσης.
Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Πήρε μέρος στη Μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, τραυματίστηκε μάλιστα. Η δράση της είχε αποτέλεσμα τη σύλληψή της νωρίτερα, το 1943, μετά από προδοσία, και τον βασανισμό της στα διαβόητα κρατητήρια της οδού Μέρλιν.
Η Μπέλλου ήταν κομμουνίστρια, παρότι η οικογένειά της δεν είχε καμία σχέση με τους κομμουνιστές. «Από μικρή ήμουν αριστερή» έλεγε. Τη δεκαετία του ’30 έκανε παρέα με την κόρη ενός γιατρού, που ήταν κομμουνιστής. Το ΚΚΕ είναι παράνομο, οι κομμουνιστές κυνηγιούνται. Η Σωτηρία δεν χαμπάριαζε τίποτα. Με αυτούς έκανε παρέα και δεν φοβόταν. «Ένιωθα ότι ταίριαζαν τα χνώτα μας με αυτούς τους ανθρώπους» έλεγε. Τους μισούς φίλους της από τη Χαλκίδα τούς εκτέλεσαν.
Μια ζωή με πολύ ξύλο
Είχε φάει πολύ ξύλο στη ζωή της. Ξύλο από τη μάνα της όταν ήταν παιδί («από την κυρά Ελένη έπεφτε η αγία ράβδος»), ξύλο από τον θείο της, που την κούρεψε κιόλας επειδή του αντιμίλησε, ξύλο από τον άντρα της, ξύλο και βασανιστήρια από τους Γερμανούς, ξύλο ακόμα κι από συναδέλφους της που ερχόταν σε κόντρα μαζί τους.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης σ’ έναν καβγά την άρχισε στις κλωτσιές και πήγε να τη ρίξει στη θάλασσα, ενώ ένας άλλος τραγουδιστής που ήταν μαζί σε περιοδεία τής έριξε μια μπουνιά στο μάτι όταν αρνήθηκε να πει ένα τραγούδι. Λένε ότι αγρίευε με το ξύλο. Μην έβλεπε ότι πήγαινες να σηκώσεις χέρι, γινόταν θεριό και σου ορμούσε εκείνη πρώτα.
Αγωνίστρια του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά στην ηρωική Καισαριανή, πέφτει στα χέρια της χωροφυλακής, που την οδηγεί με συντρόφους της στο καμπαρέ Κιτ-Κατ, όπου θα υποστεί νέα κακοποίηση. Λίγες μέρες μετά θα μεταφερθεί σε παλιά πολυκατοικία στην οδό Θεμιστοκλέους, απ’ όπου αφήνεται μετά από πολλές περιπέτειες.
Τη μέρα της απελευθέρωσής της, καθώς βάδιζε με σχισμένα παπούτσια προς την Ομόνοια, την πρόσεξε ένας αξιωματικός στη Θεμιστοκλέους και της φώναξε «Σ’ αφήσανε, μωρή Βουλγάρα;». Όταν εκείνη του αντέτεινε πως είναι Ελληνίδα, την ξυλοφόρτωσε και την ξανάριξε στη φυλακή, απ’ όπου όμως αφέθηκε ξανά ελεύθερη μετά τις διαμαρτυρίες της.
Η φυλάκιση της Μπέλλου στα Δεκεμβριανά
Το ίνδαλμα των παιδικών της χρόνων
Με δεδομένη την τεράστια καριέρα της Μπέλλου στο ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς το ίνδαλμα των παιδικών της χρόνων που την έκανε να θέλει να γίνει τραγουδίστρια. Ο λόγος για τη Σοφία Βέμπο, την οποία είδε στην ταινία «Προσφυγοπούλα» στη Χαλκίδα, κάπου τη δεκαετία του ’30. Ενθουσιάστηκε, έμαθε απέξω όλα της τα τραγούδια, τη μιμούνταν μπροστά στον καθρέφτη και έτρωγε ξύλο από τη μάνα της.
Στην πολύ πρώιμη φάση της καριέρας της, πριν γνωρίσει τον Τσιτσάνη και μπει στη δισκογραφία, αυτά τα τραγούδια έλεγε με την κιθάρα της στα ταβερνάκια όπου τραγουδούσε. Τραγούδια του «ελαφρού». Από λαϊκά της άρεσε και έλεγε μόνο το «Αντιλαλούν δυο φυλακές». Ο δαιμόνιος Τσιτσάνης, βέβαια, μόλις την είδε κατάλαβε αμέσως ότι δεν είχε να κάνει με τραγουδίστρια του ελαφρού ρεπερτορίου.
1945: «Άκουσε, κύριε, εγώ δεν είμαι κελεπουράκι, είμαι για τον εαυτό μου»
«Το ’45 επήγαινα –διότι, όπως είπαμε, μεσολάβησαν πολλά και όσο να 'ναι θέλαμε να ζήσουμε– επήγαινα, όλως τυχαίως, κατεβαίνοντας από τα Εξάρχεια, από κάποιο συγγενικό μου σπίτι, εκατέβαινα την οδό Μεταξά και ψιλοέβρεχε κι όπως ήμουνα στενοχωρημένη γιατί δεν υπήρχανε στην τσέπη μου (εννοεί χρήματα), ήταν ένα ταβερνάκι ενός Κρητικού, τραγουδούσανε μέσα και παίζανε κιθάρα κάτι γερόντια και λέγανε παλιά τραγούδια, "Αν παρήλθον οι χρόνοι" και τέτοια. Λοιπόν, είχα κάτι λίγα ψιλά στην τσέπη μου και λέω: ας μπω κι εγώ μέσα να πιω ένα κατοστάρι, γιατί νοστάλγησα την κιθάρα. Λοιπόν, κάθησα σε μια γωνία, παρήγγειλα ένα μεζεδάκι κι ένα κατοσταράκι κρασάκι. Μόνο και μόνο το 'κανα γιατί είχα τη νοσταλγία να μπορέσω να βρω τρόπο να πιάσω την κιθάρα στα χέρια μου.
Αυτοί, μόλις με είδανε να μπω μέσα –ήμουνα μικρή– αρχίσανε, λοιπόν, να ψιθυρίζουνε ο ένας με τον άλλον και να με κοιτάζουν. Ένας ωραίος τύπος, μεταξύ αυτών (τώρα είναι μακαρίτης), λέει: "Βρε ένα κελεπουράκι που μας ήρθε απόψε". Μόλις ακούω κελεπουράκι εμένα μου την έδωσε στο κεφάλι. Λέω, "τι με περάσανε εμένα" και πάω εκεί και του λέω: "Άκουσε, κύριε, δεν είμαι κελεπουράκι, είμαι για τον εαυτό μου" –τους πούλησα νταηλίκι–, "μου κάνετε τη χάρη να μου δώσετε την κιθάρα εμένα;". Αυτοί τα χάσανε και μου λένε: "Ορίστε, κοπελίτσα, πάρε την κιθάρα". Παίρνω, που λες, την κιθάρα και κάθομαι στο τραπέζι μου κι αφού παραγγέλνω και το δεύτερο κατοστάρι, κουρντίζω, που λες Ηλία μου, την κιθάρα κι αρχίζω το τραγούδι μόνη μου, στο κέφι μου, στην τρέλα μου και μείνανε όλοι, Ηλία μου, όλοι με το στόμα ανοιχτό.
Αυτός που μου είπε καλώς το κελεπούρι να μ’ αγκαλιάζει, να με φιλάει, κι όπως ήτανε και λιγάκι πιωμένος, να μου λέει: "Βρε κορίτσι μου, πού ήσουνα; Ο Θεός σ’ έστειλε εδώ πέρα;"» (αφήγηση της ίδιας)
Η γνωριμία με τον Τσιτσάνη
Στην ταβέρνα του Καλλέργη, όπου η Σωτηρία τραγουδούσε, πήγε ένα βράδι ο Κίμων Καπετανάκης, γνωστός θεατρικός συγγραφέας και φίλος του Τσιτσάνη. Με το που άκουσε τη Σωτηρία να τραγουδάει έπαθε την πλάκα του. Της υποσχέθηκε ότι θα της γνωρίσει τον Τσιτσάνη. Υπόσχεση που τελικά τήρησε, αφού μετά από μερικούς μήνες ο Τσιτσάνης πήγε με τον Καπετανάκη στην ταβέρνα για να την ακούσει.
Η Μπέλλου στην ταβέρνα του Καλλέργη δεν τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια. Ο Τσιτσάνης την άκουσε να λέει ένα τραγούδι της Δανάης, «Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια», ένα tango του 1937. Τώρα πώς από το tango του ’37 ο Τσιτσάνης εμπνεύστηκε να γράψει για την Μπέλλου το «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο», τα δύο πρώτα τραγούδια που δισκογράφησε η Σωτηρία με τεράστια επιτυχία, είναι κάτι που μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να μας το εξηγήσει.
Σωτηρία Μπέλλου - Όταν πίνεις στην ταβέρνα
Η Σωτηρία πάντως θυμόταν πόσο ευγενικά και σαν κύριος της είχε φερθεί στην πρόβα στο σπίτι του πριν από τη φωνογράφηση. Κάνανε πρόβα μέχρι αργά το βράδυ και όταν τέλειωσαν ο Τσιτσάνης της πρότεινε να μείνει σπίτι του και να πάνε μαζί το πρωί στο στούντιο. Κοιμήθηκαν στο ίδιο κρεβάτι –δεν υπήρχε και άλλο προφανώς– και έβαλε ανάμεσά τους διπλωμένη πολλές φορές μια κουβέρτα.
Όταν μάλιστα σηκώθηκε εκείνος μέσα στη νύχτα για να πιει νερό, πήγε και τη σκέπασε. «Ήταν πολύ εντάξει άνθρωπος» έλεγε η Σωτηρία. «Του χρωστάω πάρα πολλά. Εγώ δεν παραδέχομαι άλλον πιο μεγάλο στο λαϊκό τραγούδι από τον Βασίλη». Η τελευταία της επιθυμία, να τη θάψουν δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη, δεν εκπληρώθηκε γιατί δεν βρέθηκε χώρος, παρά τις προσπάθειες του Δήμου Αθηναίων.
Τις πρώτες επιτυχίες στο πλευρό του Βασίλη Τσιτσάνη η Μπέλλου δεν τις ακούει από το ραδιόφωνο. Το ρεμπέτικο είναι αποκλεισμένο από το κρατικό ραδιόφωνο εκείνα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Την προώθηση των νέων τραγουδιών, που είχαν μόλις φωνογραφηθεί, την έκαναν κάποιοι άνθρωποι που πληρωνόντουσαν για να γυρίζουν στους δρόμους και έξω από τα μαγαζιά με ένα γραμμόφωνο που έπαιζε τα καινούρια δισκάκια. Έτσι άκουσε για πρώτη φορά η Σωτηρία Μπέλλου ηχογραφημένη τη φωνή της.
Μια γυναίκα στο πάλκο
Η Σωτηρία είναι η πρώτη γυναίκα που σπάει το ανδρικό ταμπού στο ρεμπέτικο πάλκο. Μέχρι το 1948 μόνο οι άνδρες μουσικοί και τραγουδιστές κάθονται στις καρέκλες του πάλκου. Με την άφιξη της Σωτηρίας στο περίφημο κέντρο «Ο Τζίμης ο Χοντρός» στην οδό Αχαρνών, όπου τραγουδάει ο Τσιτσάνης, τα πράγματα αλλάζουν. Η Σωτηρία πιάνει τη δική της καρέκλα στο πάλκο και γίνεται η αρχόντισσα του ρεμπέτικου.
Το αγαπημένο της τραγούδι ήταν το «Σαν απόκληρος γυρίζω». Της θύμιζε τη μάνα της. Η σχέση της Σωτηρίας με τη μητέρα της είναι περιπετειώδης. Της είχε φοβερή αδυναμία, αλλά φαίνεται ότι της είχε και πολλά μαζεμένα. «Μανούλα, σε βασάνισα, σου ’καψα την καρδιά σου, βγήκα το άσωτο παιδί απ’ όλα τα παιδιά σου» γράφει σε ένα τραγούδι που σκάρωσε η ίδια, ενώ ένα γράμμα προς τη μάνα της το 1957 το υπογράφει ως «η κόρη σου που ποτέ δεν αγάπησες».
Σωτηρία Μπέλλου - Σαν απόκληρος γυρίζω
Το ξύλο στου Τζίμη του Χοντρού
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την ιστορία αυτή με την Μπέλλου να γρονθοκοπείται από τους Χίτες. Μια από αυτές λέει ότι στο μαγαζί βρίσκονταν οι διαβόητοι Χίτες αδελφοί Κατελαναίοι. Επιδείχνοντας τα όπλα τους, θορυβούν και ειρωνεύονται τη Σωτηρία Μπέλλου, την ώρα που τραγουδά. Εκείνη αντιδρά. Της φωνάζουν «Πες, μωρή παλιοκομμούνι, το τραγούδι “Του αϊτού ο γιος”». Τους διαολοστέλνει και σηκώνεται και φεύγει από το πάλκο. Της ορμάνε και οι εφτά από την παρέα και τη σπάνε στο ξύλο. Έβγαλαν και πιστόλια.
Η Σωτηρία είχε παράπονο ότι κανείς από το πάλκο, ούτε ο Τσιτσάνης, δεν σηκώθηκε να την υπερασπιστεί. Κάπως έτσι ολοκληρώνεται άδοξα η συνεργασία της στο πάλκο με τον Τσιτσάνη. Συνεχίζει όμως να δισκογραφεί τραγούδια του.
Η αγάπη της για τον Παπαϊωάννου
Με τον Παπαϊωάννου την ακούει να τραγουδάει πρώτη και τελευταία φορά ο πατέρας της. Το καλοκαίρι του ’49 στο κέντρο του Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές. Ήρθε στην Αθήνα κι εκείνη ήταν ενθουσιασμένη. Για πρώτη φορά καπνίζει μπροστά του. Της πρόσφερε μάλιστα αυτός τσιγάρο. Είχε να το λέει. Δεν πήγε να την ξανακούσει ποτέ. Δεν ενέκρινε ποτέ το ότι έγινε τραγουδίστρια.
Όταν ο Παπαϊωάννου σκοτώθηκε το 1972 σε τροχαίο, στεναχωρήθηκε πολύ. Και του το είχε πει εκείνο το τελευταίο βράδυ που τον είχε δει στο Πανόραμα στις Τζιτζιφιές, που τραγουδούσε με τον Τσιτσάνη. Τύφλα στο μεθύσι ο Παπαϊωάννου, της λέει «Θα καβαλήσω τη Γαλλίδα μου» –εννοούσε το Πεζό που είχε– «και θα της δώσω να καταλάβει!». «Πρόσεχε ρε, μη σου δώσει αυτή να καταλάβεις» του λέει η Σωτηρία. Δεν την άκουσε.
Οι συνάδελφοι, οι κόντρες και πάλι ξύλο
Υπήρχαν συνάδελφοι που τους θαύμαζε και τους αγαπούσε και άλλοι που είχε μαζί τους άγριες κόντρες. Ο αγαπημένος της από τους άντρες τραγουδιστές ήταν ο Τάκης Μπίνης και από τις γυναίκες η Στέλλα Χασκίλ.
«Είχε φωνή από βελούδο. Η Νίνου δεν ήταν τίποτα μπροστά στη Χασκίλ» έλεγε. Βασικά τη Νίνου δεν την πήγε ποτέ. Το πρόβλημά της ήταν η απαίτηση της Νίνου να μην υπάρχουν άλλες τραγουδίστριες στο πάλκο. Την είχε βάλει στο μάτι και βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε όταν μια μέρα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που την πληροφορούσε ότι η Νίνου ήταν στου Μάριου, στο καφενείο των μουσικών στην οδό Ίωνος. Πήγε εκεί η Μπέλλου, όρμησε σαν μαινόμενος ταύρος στο μαγαζί και την έκανε τόπι στο ξύλο. Λένε ότι την έστειλε στο νοσοκομείο.
Ένας μοιραίος άντρας στη ζωή της
Ίσως ο πιο σημαντικός άντρας στη ζωή της να ήταν τελικά ένας ταξιτζής ονόματι Δήμος, και δεν εννοούμε ερωτικά. Τον Δήμο τον γνωρίζει εκεί στα μέσα του ’40, μετά την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά. Η Σωτηρία ζει κάτω από συνθήκες απόλυτης φτώχειας και τη φιλοξενεί μια τσατσά στο σπίτι της, ενώ πιο πριν περνούσε τα βράδια της στον υπόγειο σταθμό του Ηλεκτρικού στην Ομόνοια.
Τον Δήμο τον γνωρίζει στο μαγαζί του Μάριου στην οδό Ίωνος. Πολύ μεγαλύτερός της, αλλά όπως έλεγε και η ίδια «καλός άνθρωπος και μαγκάκι». Έμειναν μαζί δύο χρόνια. Το γιατί τώρα ο Δήμος υπήρξε κομβικό πρόσωπο για τη ζωή της Σωτηρίας έχει να κάνει με δύο λόγους: ο ένας είναι ότι από τον Δήμο έμαθε τα ζάρια, που θα την οδηγήσουν πολλές φορές στη ζωή της στο χείλος της καταστροφής. Ο άλλος όμως λόγος είναι ότι χάρη στον Δήμο γνωρίζει τον συγγραφέα Κίμωνα Καπετανάκη κι εκείνος με τη σειρά του της γνωρίζει τον Τσιτσάνη.
Άστατη ζωή και παρακμή
Η άστατη ζωή της, η εκρηκτική συμπεριφορά της, ο εθισμός της στο αλκοόλ και τα ζάρια την οδηγούν από τα μέσα του ’50 από την κορυφή στο περιθώριο. Η Κολούμπια αρνείται να ανανεώσει το συμβόλαιό της, τα τραγούδια που φωνογραφεί στις άλλες εταιρείες όλο και λιγοστεύουν, μαζί και οι προτάσεις για δουλειά σε μαγαζιά. Έρχεται η ψυχολογική κατάρρευση, μαζί και μια απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε το ’54 σε κατάσταση μέθης.
Από το 1960 που ηχογραφεί το «Σαν πεθάνω στο καράβι» του Μπακάλη εξαφανίζεται για αρκετά χρόνια από τη δισκογραφία. Λίγο αργότερα, εκεί στα μέσα του ’63, θα έρθει και ο νευρικός κλονισμός που θα τη στείλει στην ψυχιατρική κλινική. Η διάγνωση; Μανιοκατάθλιψη.
Βγαίνοντας από την κλινική, δεν έβρισκε πουθενά δουλειά φυσικά. Είχε μείνει απένταρη. Βγήκε στον δρόμο να πουλάει τσιγάρα σε νυχτερινά μαγαζιά. Μετά της ήρθε να πάει να πουλάει κεριά έξω από την εκκλησία. Είναι η εποχή που μένει στο σπίτι μιας φίλης και παλιάς της θαυμάστριας, της Νίκης, αλλά συχνά μένει και σ’ ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθης.
Στην Ωραία Νήσο Ύδρα
Το 1965 η Σωτηρία επιστρέφει επιτέλους στο πάλκο, σ’ ένα μαγαζί στο Περιστέρι, στην Ωραία Νήσο Ύδρα, ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο Αλάογλου ή Κουράδας, όπως τον έλεγαν επειδή ήταν χοντρός. Στην αρχή πήγαινε πολύ λίγος κόσμος. Μετά άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει, ώσπου κάθε βράδυ γινόταν χαμός.
Πολλοί παλιοί θαυμαστές τής Σωτηρίας έμαθαν ότι τραγουδάει ξανά και έσπευσαν να την απολαύσουν. Ανάμεσά τους και ο Γιάννης Τσαρούχης, που την αγαπούσε πολύ. Ο ίδιος έχει πει: ««Αγαπώ τη Σωτηρία Μπέλλου και τη Μαρία Κάλλας κι όποιος νομίζει ότι είμαι διχασμένος, ας έρθει να με ρωτήσει τι μου συμβαίνει».
Εκεί, ένα βράδυ, κάποιος μεθυσμένος πελάτης τής πέταξε ένα ποτήρι και της έκοψε μια αρτηρία στο πόδι. Έκτοτε σε όποιο μαγαζί πήγαινε απαγόρευε να σπάνε πιάτα και ποτήρια.
Η Τασία και το μπαρμπούτι
Εκρηκτική σε όλα της η Σωτηρία, εκρηκτική και στον έρωτα. Γύρω στο ’63 γνωρίζει στο στέκι των μουσικών στην Ομόνοια την Τασία, μια άνεργη νεαρή τραγουδίστρια. Η σχέση τους θα κρατήσει πάρα πολλά χρόνια, με πάρα πολλά σκαμπανεβάσματα, πάρα πολύ πάθος, αλλά και πάρα πολλούς καβγάδες.
Μέχρι και χαστούκι έχει φάει από την Τασία η Σωτηρία, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο σκοπός ήταν να σταματήσει το μπαρμπούτι και τα χαρτιά. Η Τασία καταφέρνει για ένα μεγάλο διάστημα να την απομακρύνει και τη στρώνει στη δουλειά. Αυτό της το χρωστάει, αν και στο τέλος της ζωής της καλά λόγια δεν έχει να πει γι’ αυτήν.
Οι νύχτες στο Χάραμα
Το 1973, στο Χάραμα η Σωτηρία ξανασυναντιέται με τον Τσιτσάνη στο πάλκο. Είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία τους συνεργασία. Έγινε χαλασμός. Για δέκα ολόκληρα χρόνια περνάει από εκεί όλη η Αθήνα. «Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου σε μαγαζιά», θα πει η Σωτηρία. Κι ο Τσιτσάνης έλεγε για εκείνη: «Για τη Σωτηρία τι να πω; Μήπως δεν είναι δικό μου εύρημα; Ή μήπως δεν είναι η πρώτη του λαϊκού μας τραγουδιού;»
Ένα βράδυ λοιπόν ένας τύπος από ένα από τα μπροστινά τραπέζια έκανε το λάθος και πέταξε ένα πιάτο στα πόδια της. Ποιος είδε τη Σωτηρία και δεν τη φοβήθηκε. Τον έβρισε και σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν ξαναβγήκε εκείνο το βράδυ να τραγουδήσει. Ούτε λουλούδια ήθελε να της πετάνε.
Χαρακτηριστικό είναι κι ένα στιγμιότυπο που έλαβε χώρα στο τελευταίο κέντρο που τραγουδούσε, το Ρεπορτάζ. Ο Δημήτρης Κάππος, που τον ήξερε από παλιά, άρχισε να της πετάει λουλούδια, οπότε κατεβαίνει από το πάλκο και του λέει: «Καλά, ρε μαλάκα, νομίζεις πως είμαι πουτάνα;».
Το πάθος με τον τζόγο μέχρι το τέλος
Είχε πάθος με τα ζάρια. Στις καλές εποχές που έκανε μεγάλη επιτυχία και έβγαζε πολλά λεφτά πήγαινε και τα έπαιζε στα ζάρια. Αμέσως μετά το μαγαζί, με τις τσέπες φουσκωμένες από λίρες που της έριχναν, έπαιζε ζάρια και δεν της έμενε μία.
Ακόμα και στα τελευταία της, μέσα στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, η Μπέλλου δεν ξεχνούσε την αγάπη της για τα ζάρια και τα χαρτιά. Το έσκαγε τη νύχτα από το νοσοκομείο να πάει να παίξει και γυρνούσε τα ξημερώματα.
Μια μέρα είπε στη Γεωργία, τον άνθρωπο που της στάθηκε όσο κανείς τα τελευταία χρόνια, να την πάει σε μια λέσχη στην Πλατεία Βικτωρίας. Εκείνη φυσικά αρνήθηκε, η Μπέλλου απείλησε ότι θα πάρει ταξί και θα πάει μόνη της και τελικά η Γεωργία την πήγε. Την άφησε απέξω. Η Σωτηρία τής είπε να περάσει σε τρεις ώρες να την πάρει.
Πάει η Μπέλλου να ανέβει τα σκαλιά για την παράνομη λέσχη, αλλά κουρασμένη από την αρρώστια όπως ήταν δεν είχε αντοχές. Έκατσε λοιπόν σε ένα πεζούλι εκεί έξω, να ξαποστάσει και να ανέβει σε λίγο. Και ξαφνικά κάνει ντου η αστυνομία. Τους μπουζουριάσανε όλους, αλλά αυτή τη γλίτωσε εκείνη τη φορά.
Μια φωτογράφιση και ο Μπομπ Ντίλαν
Ο Τάσος Φαληρέας, από τα σημαίνοντα πρόσωπα της μεταπολεμικής δισκογραφίας, που γνώριζε προσωπικά και είχε συνεργαστεί με την Μπέλλου, έχει πει ότι όπου έμπαινε φώναζε και έβριζε τους πάντες στην αρχή. Μετά από πέντε λεπτά σαν να ξεχνιόντουσαν όλα και έσκαγε ένα υπέροχο χαμόγελο.
Υπάρχει μάλιστα και μία ιστορία με τον φωτογράφο του Bob Dylan, τον Bob Gruen, που είχε έρθει στην Ελλάδα κάπου το ’70. Χίπης αυτός, είχε έρθει μόνος του και οδηγούσε ένα τεράστιο λεωφορείο. Για κάποιον λόγο ζήτησε να φωτογραφίσει την Μπέλλου. Τον παίρνει λοιπόν ο Φαληρέας και τον πηγαίνει στο σπίτι της στα Σπάτα. Η Σωτηρία, αφού πρώτα τους καταέβρισε, κάθισε και πόζαρε για τον Bob σαν επαγγελματίας μοντέλο. Μεταξύ τους συνεννοήθηκαν στα κορακίστικα.
Η Σωτηρία Μπέλλου από το 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα, ενώ αργότερα διαγνώστηκε με καρκίνο στον φάρυγγα. Είχε ξεπουλήσει ακόμα και τους δίσκους της. Πέθανε στις 27 Αυγούστου 1997, στο νοσοκομείο «Μεταξά» μόνο με τα ανίψια της στο πλευρό της.
Το 1949 ο 24χρονος Μάνος Χατζιδάκις στην ιστορική του διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης παρουσίασε στο άφωνο κοινό τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, δυο «από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής», όπως είπε.
Όταν τραγούδησαν Βαμβακάρη, Μπέλλου, Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου, ο Μάνος Χατζιδάκις είπε: «Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες, λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν».
Είναι αυτό που αισθάνεται κάποιος ακόμα και σήμερα όταν ακούει τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου.
Στο άρθρο χρησιμοποιήθηκε υλικό από την έρευνα του Δημήτρη Χαλιώτη.
Πληροφορίες για την παράσταση «Τα τραγούδια της Σωτηρίας» εδώ