Οι Γάλλοι γκαλερίστες θεωρούν την Iris Clert ή, αλλιώς, Ίριδα Αθανασιάδη σημαίνον πρόσωπο της τέχνης στη μεταπολεμική Γαλλία, οραματίστρια και πρωτοπόρο που συνδέθηκε με εκπροσώπους του Νέου Ρεαλισμού, ενός από τα μείζονα καλλιτεχνικά κινήματα του εικοστού αιώνα. Η Comité Professionnel des Galeries d'Art της αφιέρωσε ένα βιβλίο, αποκαλώντας την φανταχτερό είδωλο της μεταπολεμικής παρισινής καλλιτεχνικής έξαρσης και αμφίσημο αστέρι της πρωτοπορίας που συγκαταλέγεται στους μεγάλους Γάλλους γκαλερίστες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Η γκαλερί της αποτελεί ακόμα και σήμερα το εμβληματικό πρότυπο ενός χώρου τέχνης αφιερωμένου στην ανακάλυψη και στην προώθηση των νέων καλλιτεχνών.
Το όνομα της Clert φιγουράρει ανάμεσα σε αυτά που υπερασπίστηκαν, πρόβαλαν και βοήθησαν τους νέους ρεαλιστές, την ομάδα των καλλιτεχνών που το 1960, στο διαμέρισμα του Iβ Κλάιν στο Παρίσι, υπέγραψαν την Ιδρυτική Διακήρυξη της ομάδας των Νέων Ρεαλιστών, την οποία είχε συντάξει ο συγγραφέας του πρώτου μανιφέστου του Νέου Ρεαλισμού, θεωρητικός της τέχνης και κριτικός Pierre Restany.
Το όνομα της Clert φιγουράρει ανάμεσα σε αυτά που υπερασπίστηκαν, πρόβαλαν και βοήθησαν τους νέους ρεαλιστές, την ομάδα των καλλιτεχνών που το 1960, στο διαμέρισμα του Iβ Κλάιν στο Παρίσι, υπέγραψαν την Ιδρυτική Διακήρυξη της ομάδας των Νέων Ρεαλιστών, την οποία είχε συντάξει ο συγγραφέας του πρώτου μανιφέστου του Νέου Ρεαλισμού, θεωρητικός της τέχνης και κριτικός Pierre Restany.
Ενεργή από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Iris Clert φιλοξένησε μυθικές εκθέσεις στις γκαλερί της, Rive Gauche και Rive Droite, όπως η «Le Vide» του Yves Klein το 1958 και η «Le Plein» του Arman το 1960, καθώς και μερικούς από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα, όπως οι Pol Bury, Gaston Chaissac, Bill Copley, Yolande Fièvre, Lucio Fontana, Leon Golub, Raymond Hains, Ad Reinhardt, Takis και Jean Tinguely.
Λέγεται ότι ο Takis ήταν αυτός που είπε στην Iris Clert, ενθουσιασμένος από τα γύψινα γλυπτά στο ατελιέ του: «Θα ανοίξεις γκαλερί, θα γίνεις η Peggy Guggenheim του μέλλοντος». Η Clert, κόρη αστικής οικογένειας, γεννημένη το 1917, ήταν μόλις πέντε ετών όταν οι γονείς της έφυγαν από την Ελλάδα λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Παντρεύτηκε τον παραγωγό του κινηματογράφου Claude Clert και πήρε μέρος στη γαλλική αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το ζευγάρι χώρισε, η Clert κράτησε το επώνυμό του και ο Takis της φύτεψε την ιδέα να διοχετεύσει την ενεργητικότητά της στην τέχνη. Πολύγλωσση και πολυταξιδεμένη, λένε ότι συμβουλεύτηκε τον αστρολόγο της και πήρε την απόφαση να ανοίξει γκαλερί, έχοντας ακλόνητη εμπιστοσύνη στον εαυτό της, θέληση και κάτι από το ελληνικό ταμπεραμέντο.
Το 1955 κάνει ένα σχεδόν εξωφρενικό ξεκίνημα, μη έχοντας πόρους να ανοίξει τον δικό της χώρο. Προτείνει στον πατέρα Vallée, που διευθύνει την γκαλερί Du Haut-Pavé στο Quai de Montebello στο Παρίσι, ανάμεσα σε δύο εστιατόρια για τουρίστες, απέναντι από την Παναγία των Παρισίων, να της παραχωρεί την γκαλερί κάθε απόγευμα, μετά το κλείσιμό της – θα κατέβαζε τους πίνακες της έκθεσης και θα κρεμούσε στη θέση τους έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, του Takis, του Θάνου Τσίγκου, του Κωνσταντίνου Καραχάλιου. Η κίνησή της είχε απρόσμενη επιτυχία και σε δύο μέρες όλα τα έργα είχαν πουληθεί.
Έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε στη Rue des Beaux-Arts 3, σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο μόλις 20 τετραγωνικά μέτρα. Επειδή ο χώρος ήταν στενός, επινόησε το micro-salon, το οποίο θα γινόταν η ειδικότητά της. Ο χώρος τής επέτρεπε να παρουσιάζει έργα μικρού μεγέθους, περισσότερους από 100 καλλιτέχνες ταυτόχρονα, αναμειγνύοντας γνωστούς με αγνώστους που αργότερα έγιναν διάσημοι και σημαντικοί, εκείνη όμως τους είχε υποστηρίξει με τόλμη και θέρμη στα πρώτα στάδια της καριέρας τους. Η μικρή γκαλερί της έγινε κόμβος για τη δραστηριότητα της πρωτοπορίας, παρουσιάζοντας καλλιτεχνικές δράσεις πολύ πριν από την εμφάνιση της performance art και της εγκατάστασης.
Το 1955 η Clert συνάντησε τον άγνωστο τότε Yves Klein, ο οποίος την έπεισε να κρατήσει και να εκθέσει στην γκαλερί της έναν από τους πίνακές του. Αργότερα τον κάλεσε στην πρώτη μεγάλη έκθεση της γκαλερί τον Απρίλιο του 1957, που ονομάστηκε «Micro-Salon d'Avril».
Η έκθεση περιλάμβανε πάνω από 250 έργα τέχνης. Tο μέγεθός τους δεν ξεπερνούσε αυτό μιας καρτ ποστάλ και ανάμεσά τους υπήρχαν έργα του Πικάσο και του Έρνστ. Η φήμη της εκτοξεύτηκε και η προσέγγισή της αναγνωρίστηκε από την πρωτοπορία της γαλλικής πρωτεύουσας.
Στην επόμενη έκθεση της γκαλερί με τίτλο «Propositions Monochromes» παρουσίαζε έργα του Klein και, όπως έλεγε η ίδια, τα μπλε μονόχρωμα έργα του προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στη γειτονιά: οι φοιτητές έκαναν αστεία, οι ηλικιωμένοι έδειχναν μπερδεμένοι, όλοι μιλούσαν γι' αυτόν. Στα εγκαίνια πραγματοποιήθηκε μια πρωτοβουλία που ο Klein ονόμασε «αεροστατική γλυπτική»: απελευθερώθηκαν στον ουρανό 1.001 μπλε μπαλόνια. Έναν χρόνο αργότερα, στα 30ά γενέθλιά του, παρουσίασε την άυλη έκθεση «Le Vide». Το 1958 ο Klein έκανε μαζί με τον Jean Tinguely μια έκθεση με τίτλο «Vitesse pure et Stabilité monochrome».
To 1957 οργάνωσε την έκθεση του Jean-Jacques Lebel (πατέρα του happening στη Γαλλία). Τον Ιούνιο του 1959, διοργάνωσε την τελευταία έκθεση του Klein, «La forêt d'ésponges monochromes» και το 1960 ο Αrman παρουσίασε το «Plein», γεμίζοντας τη μικρή γκαλερί με σκουπίδια. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για σωρούς επί σωρών σκουπιδιών, ενώ οι προσκλήσεις στάλθηκαν σε μικρά κουτιά σαρδέλας.
Το 1960 ο Takis πραγματοποιεί στην γκαλερί Iris Clert την περφόρμανς «L’Impossible – Homme dans l’Espace» σε συνεργασία με τον Νοτιοαφρικανό ποιητή και φίλο του Sinclair Beiles. Κατά τη διάρκειά της ο Beiles διάβασε το περίφημο μανιφέστο του: «Είμαι γλυπτό…Υπάρχουν κι άλλα γλυπτά σαν εμένα. Η κύρια διαφορά είναι ότι δεν μπορούν να μιλήσουν…Θα ήθελα να δω όλες τις πυρηνικές βόμβες στη Γη να μετατρέπονται σε γλυπτά …» και στιγμιαία βρέθηκε να αιωρείται πάνω από ένα μαγνητικό πεδίο στο οποίο τον τραβούσε η ζώνη του.
Το 1961, σε μια έκθεση στην οποία διάφοροι καλλιτέχνες δημιούργησαν «πορτρέτα» της Iris Clert, ο Arman παρουσίασε ένα κουτί γεμάτο με διάφορα αντικείμενα από την καθημερινή της ζωή, ενώ ο Robert Rauschenberg έστειλε ένα τηλεγράφημα στην γκαλερί δηλώνοντας: «Αυτό είναι ένα πορτρέτο της Iris Clert, εφόσον το λέω εγώ». Αρχικά το πέταξαν στα σκουπίδια, αλλά αργότερα το ανέσυραν, κάπως τσαλακωμένο, και το συμπεριέλαβαν. Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη έκθεση που φιλοξένησε η γκαλερί, η οποία το 1963 μετακόμισε στη Δεξιά Όχθη, σε έναν πολύ μεγαλύτερο χώρο. Το 1964 πήγε στη Βενετία, σε μια επεισοδιακή μπιενάλε όπου ο Robert Rauschenberg κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι, ξεσηκώνοντας σάλο στις τάξεις των Ευρωπαίων κριτικών τέχνης, νοίκιασε ένα γιοτ, το έδεσε στο Μεγάλο Κανάλι, το ονόμασε «Biennale Flottante» και παρουσίασε τους καλλιτέχνες της. Έτσι κέρδισε, όπως έγραφε το TIME, το ανεπίσημο βραβείο ως η πιο εκκεντρική διοργανώτρια του «πάρτι» της τέχνης στη διεθνή διοργάνωση. Το 1962 ήταν η διοργανώτρια της εναλλακτικής «Biennale off» στη Βενετία σε ένα παλάτσο του 17ου αιώνα κατά τη διάρκεια της επίσημης μπιενάλε.
Από το 1962 έως το 1975 η Iris Clert εξέδιδε μια δισέλιδη εφημερίδα με τίτλο «Iris - Time Unlimited». Κάθε τεύχος ήταν αφιερωμένο σε έναν από τους καλλιτέχνες της και την επερχόμενη έκθεσή τους και λειτουργούσε και ως πρόσκληση. Η εφημερίδα περιλάμβανε επίσης κριτικά δοκίμια, φωτογραφίες, διαφημίσεις, ινδικά ωροσκόπια και κουτσομπολιά από εγκαίνια εκθέσεων: επρόκειτο για ένα fanzine της εποχής που κατέγραφε και αφηγούνταν την ιστορία της τέχνης εκείνη την περίοδο. Είχε την ιδέα της ίδρυσης του πρώτου κινητού μουσείου, στο πλαίσιο της οποίας με ένα βαρύ φορτηγό από πλεξιγκλάς, το Stradart, μετά το κλείσιμο της γκαλερί της το 1972, έκανε τον γύρο της Γαλλίας για να γνωρίσει και να συνδέσει τη σύγχρονη τέχνη με τον κόσμο.
Οι καλλιτέχνες της είχαν γίνει διάσημοι, η ίδια προφανώς δεν ήταν μάνατζερ που μπορούσε να τους δεσμεύσει με συμβόλαια και η οικονομική της καταστροφή ήταν σχεδόν αναπόφευκτη.
Πέθανε στη γαλλική Ριβιέρα το 1986, σχεδόν ξεχασμένη από τους περισσότερους, αφήνοντας ωστόσο ανεξίτηλο το σημάδι της. Σήμερα μπορούμε να μελετήσουμε προσεκτικά και ψύχραιμα τη συμβολή της στην ανάδειξη πολυάριθμων καλλιτεχνών και στην πραγματοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων τους που κανένας άλλος δεν θα επέτρεπε και δεν θα πίστευε με το δικό της πάθος. Ο τρόπος με τον οποίο ενεπλάκη στην τέχνη αποτελεί και σήμερα πρότυπο ανακάλυψης, ενστίκτου, λειτουργίας και προώθησης των νέων καλλιτεχνών. Υπερασπίστηκε την καλλιτεχνική δημιουργία με τον πιο ασυμβίβαστο τρόπο, με μεγάλη ελευθερία, με μια δυναμική σχεδόν ουτοπική. Διευκόλυνε την κυκλοφορία των ιδεών, της αισθητικής και των προσώπων, επιμελητών, καλλιτεχνών και θεατών, αναδεικνύοντας τον συνεργατικό ρόλο της ίδιας της γκαλερί.
Η Clert «εισήγαγε σύγχρονες τεχνικές για την παρουσίαση της τέχνης σε έναν κλάδο που προηγουμένως έμοιαζε περισσότερο με την εμπορία αρχαιοτήτων. Ήταν πρωτοπόρος σε αυτό», έγραψε ο Arman.