Άνθρωποι και αντικείμενα. Συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε τα δεύτερα με περιφρόνηση ή έστω με απαξία, κάποτε για να μην μας πουν υλιστές, κυρίως, όμως, για να προτάξουμε το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης και την αξία της ανθρώπινης ζωής, συγκριτικά με κάτι άψυχο. Βεβαίως, πολύ συχνά, τα αντικείμενα, όλα αυτά για τα οποία λέμε «παλιοσίδερα», «φτηνοπράγματα», «άψυχη ύλη», «εσύ να είσαι καλά», αντέχουν και μετά από εμάς, παραμένουν σιωπηλοί αφηγητές μικρών ή μεγάλων ιστοριών. Μέσα, εργαλεία ή ανταλλάγματα, τα οποία μας κράτησαν στην πολύτιμη ζωή μας, φορείς γεγονότων που όταν όλα τελείωσαν, ακόμα και εμείς ως φυσικές παρουσίες, εκείνα έμειναν να κουβαλούν πληροφορία, για όσα οι μεταγενέστεροι δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν.
Και μετά, δυο ιστορικές στιγμές της χώρας: ένα εγχώριο γεγονός –η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη- και το πογκρόμ των Εβραίων (και) στο ελληνικό έδαφος. Το αποτύπωμα ενός συλλογικού, παγκόσμιου τραύματος από το οποίο δεν γλίτωσε η χώρα, με τις οδυνηρές μνήμες να στοιχειώνουν μέχρι σήμερα όσους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο άγγιξε η ναζιστική θηριωδία.
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια μία εγχώρια τηλεοπτική παραγωγή καταπιάνεται με θάρρος, τόλμη και χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς με το θέμα των Ελλήνων Εβραίων, ένα θέμα που πονάει διαχρονικά, διαγενεακά και χωρίς ποτέ κανείς να αποπειραθεί να το αγγίξει, χωρίς ταυτόχρονα να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί για υπενθύμιση «οικείων κακών» σε καιρό ειρήνης.
Εκεί, το όνομα του Αδόλφου Άιχμαν –και του «σφαγέα» του στη Θεσσαλονίκη, του Άλοϊς Μπρούνερ- θα χαραχτεί στο σώμα και την ψυχή χιλιάδων Εβραίων που μαρτύρησαν και θανατώθηκαν με τρόπους που δεν χωρά και δεν αντέχει το ανθρώπινο μυαλό. Όσοι επέζησαν, δεν νίκησαν ποτέ το θηρίο της ανάμνησης, δεν ξέχασαν ποτέ την ανάσα της φρίκης στο πρόσωπό τους. Παραδόξως, σπανίως μιλάμε πια και για τα δύο αυτά γεγονότα που συγκροτούν την ιστορία μιας πόλης, την αστική συνθήκη της Θεσσαλονίκης που ως δομή μεταμορφώθηκε μετά τη φωτιά και ως ψυχή σφραγίστηκε από την άνοδο και την πτώση των τεράτων που άκουγαν στα ονόματα Άιχμαν και Μπρούνερ.
Όλα τα παραπάνω –αντικείμενα και τόποι, γεγονότα και συνέπειες- χώρεσαν στο «Βραχιόλι της Φωτιάς», την πολυσυζητημένη σειρά της ΕΡΤ1, για να αφηγηθούν την ιστορία μιας οικογένειας Εβραίων, που ταυτόχρονα είναι και η ιστορία της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας και η ιστορία όσων επέζησαν (του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Αλβανικού Έπους και του Ολοκαυτώματος) για να τη δουν να αλλάζει, μαζί με την υπόλοιπη επικράτεια.
Η σειρά βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου και πρόκειται για το πραγματικό οδοιπορικό της οικογένειάς της, έτσι όπως το μετέφερε από τα χείλη του πατέρα της στο χαρτί –και από εκεί στην οθόνη- σαν μία αρκετά πλήρη, αρκετά συναισθηματική, αρκετά πυκνή σε γεγονότα εξιστόρηση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Όπως πριν από λίγο καιρό είχε αποκαλύψει η ίδια, το βιβλίο δεν ήταν παρά η τήρηση της υπόσχεσης στον πατέρα της να καταγράψει την ιστορία της σεφαραδίτικης οικογένειάς του, τον δικό του βασανισμό ως πειραματόζωου στα χέρια του Μένγκελε, τη δίχως τέλος θηριωδία στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Θα περίμενε κανείς η μεταφορά του βιβλίου στη μικρή οθόνη να υποπέσει στον πειρασμό της φλυαρίας. Άλλωστε, κανείς δεν θα αδικούσε ούτε τους σεναριογράφους (Νίκο Απειρανθίτης Σοφία Σωτηρίου) ούτε τον σκηνοθέτη (Γιώργο Γκικαπέπα), καθώς σε 8 επεισόδια θα έπρεπε να «χωρέσουν» τουλάχιστον 4 δεκαετίες. Όμως, το κάθε επεισόδιο είναι ζυγισμένο σωστά, χωρίς κατάχρηση διαλόγων ή εκβιαστικών, προς το τηλεοπτικό κοινό, τρικ. Δεν χρειάζονται, άλλωστε, σε μια τηλεοπτική αφήγηση που πρακτικά ξεκινά με τη φωτιά του ’17 και φθάνει έως τις αρχές του ’60, οπότε και ο «αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος» Αδόλφος Άιχμαν διαπραγματεύεται για την ίδια του τη ζωή, με τη δικαιοσύνη του Ισραήλ και μετά την απαγωγή του κατά τη διάρκεια ευρείας επιχείρησης της Μοσάντ.
Σε αυτό το σημείο, κάπου μεταξύ αναζήτησης και απόγνωσης, αντικρίζουμε για πρώτη φορά τον Ιωσήφ Κοέν (Χρήστο Λούλη), επιζήσαντα από τα χέρια του Μένγκελε να αναζητά, εκεί στις αρχές του ’60 την άκρη ενός καμένου νήματος με οδηγό του ένα αντικείμενο, ένα οικογενειακό κειμήλιο, ένα βραχιόλι που κάποτε η μητέρα του χάρισε σε μία τσιγγάνα. Αυτό το πολύτιμο αντικείμενο, θα γίνει ένα όχημα που θα οδηγήσει τον μικρότερο γιο της οικογένειας Κοέν σε ένα σερί εξαιρετικά ενοχλητικών –και για τους θρησκευτικούς ηγέτες του εβραϊκού στοιχείου- αποκαλύψεων.
Είναι ωραία και καλά μελετημένη η επιλογή των ηθοποιών: όλο και πιο σπάνια πια ακούμε καλά αρθρωμένα ελληνικά στην τηλεόραση και μας το θύμισε ο Νίκος Ψαρράς και όλο και πιο σπάνια βλέπουμε γυναίκες ηθοποιούς να μη φοβούνται το σώμα και την παλέτα των εκφράσεών τους και μας το ξανάμαθε η Ελισάβετ Μουτάφη. Και είναι όλο το καστ (Δημήτρης Αριανούτσος, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Σπύρος Σταμούλης, Αργύρης Ξάφης, Νεφέλη Κουρή, Γκαλ Ρομπίσα, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Χριστίνα Μαθιουλάκη, Ηλέκτρα Μπαρούτα, Γιώργος Ζιάκας, κ.α) «ψημένο» τόσο θεατρικά όσο και τηλεοπτικά, ώστε να χρησιμοποιήσει όλα τα εκφραστικά του εργαλεία για να αφηγηθεί μία τόσο συναισθηματικά ζορισμένη και ιστορικά βαριά πλοκή.
Επίσης, είναι σπουδαίες –και για λόγους που αφορούν τη σύγχρονη συζήτηση- οι αναφορές στο στοιχείο Ρομά της Θεσσαλονίκης –καθώς μαζί με τους Εβραίους υπήρξαν διαχρονικά θηράματα της αποτρόπαιης ναζιστικής ψευδο-ιδεολογίας.
Κυρίως, όμως, είναι σημαντικό το ότι ένας τηλεοπτικός σταθμός αποφασίζει να επενδύσει σε μία σειρά που δεν ξεχνά ένα τεράστιο, εξαιρετικά οδυνηρό κομμάτι της ιστορίας μας, το οποίο όσο παιρνούν τα χρόνια και με κάθε «τελευταίο επιζώντα του Ολοκαυτώματος» που αποδημεί, τόσο απομακρύνεται από το πεδίο των ενδιαφερόντων μας και επανέρχεται μόνο μέσα από τα οδυνηρά, σποραδικά ξυπνήματα του Νεοναζισμού.
Σε δεύτερο χρόνο, ίσως θα είχε μία επιπρόσθετη αξία από την πλευρά της παραγωγής να προχωρήσει σε υποτιτλισμό των εβραϊκών προσευχών, τραγουδιών και κάποιων διαλόγων που ακούγονται στη σειρά, όπως επίσης και κάποιων χαρακτηριστικών κινήσεων (σκίσιμο των ρούχων ως ένδειξη οργής) μόνο και μόνο για χάριν της αρτιότητας του τελικού προϊόντος. Για παράδειγμα, είναι τόσο γεμάτη πληροφορία η αναφορά της Μπενούτα Κοέν (Ελισάβετ Μουτάφη) στην κετουμπά της (γαμήλιο προσύμφωνο) με την οποία στέλνει μήνυμα ζωής στον σύζυγό της από τον τσιγγάνικο καταυλισμό στον οποίο οδήγησε τα παιδιά της για να τα σώσει από την πυρκαγιά.
Όμως, ακόμα και χωρίς αυτές τις ιδιαίτερες επεξηγήσεις που αφορούν στα ήθη, τα έθιμα και την εβραϊκή διάλεκτο, το αποτέλεσμα είναι εκτός από εξαιρετικά ενδιαφέρον και ουσιαστικά συγκινητικό. Ας πούμε, σπανίως μία ελληνική τηλεοπτική σειρά σπρώχνει τον τηλεθεατή πίσω στα βιβλία της ιστορίας, στην αναζήτηση αστερίσκων και λεπτομερειών υπογεγονότων της βασικής αφηγηματικής πλοκής και φυσικά αυτό μόνο κέρδος για όλους μπορεί να είναι.
Όσο για κάποιες επιμέρους ενστάσεις αναφορικά με την υπερβολική θεατρικότητα κάποιων σκηνών –εξωτερικών ως επί το πλείστον-, ειλικρινά; Δεν πειράζει, γιατί δεν έχουν σημασία. Υπήρξε σοβαρή προσπάθεια «ανασύστασης» εικόνων και δεδομένων της εποχής, για παράδειγμα, στα 535 τ.μ της βασικής οικίας της σειράς, η παραγωγή προχώρησε σε ευρεία εσωτερική ανακατασκεύη και δόθηκε σημασία ώστε τα έπιπλα να είναι εξ ολοκλήρου έπιπλα εποχής, τα ενδύματα ξεπέρασαν τα 1400, (ειδικά για τους ηθοποιούς που ερμήνευσαν ρόλους Γερμανών στρατιωτών χρησιμοποιήθηκαν αυθεντικές γερμανικές στολές), ενώ για τις σκηνές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ράφτηκαν 60 στολές, οι οποίες πέρασαν από ειδική διαδικασία παλαίωσης για την αληθοφάνεια των σκηνών.
Το σημαντικότερο όλων, ωστόσο, είναι ότι για πρώτη φορά μετά από χρόνια μία εγχώρια τηλεοπτική παραγωγή καταπιάνεται με θάρρος, τόλμη και χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς με το θέμα των Ελλήνων Εβραίων, ένα θέμα που πονάει διαχρονικά, διαγενεακά και χωρίς ποτέ κανείς να αποπειραθεί να το αγγίξει, χωρίς ταυτόχρονα να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί για υπενθύμιση «οικείων κακών» σε καιρό ειρήνης.
Με το αποτέλεσμα αυτής της πάγιας φοβίας να μιλάμε για το τραύμα των Ελλήνων Εβραίων, αναμετρώμαστε σε δεύτερο και ανύποπτο χρόνο, όταν η άγνοια και η έγνοια να μην ξύσουμε παλιές πληγές, ξεφυτρώνει ως φρέσκια απειλή με τα κάθε λογής σταγονίδια του Φύρερ να βρίσκουν χώρο στην καθημερινότητά μας. Μακάρι και σε άλλες σειρές με τέτοιο ιστορικό υπόβαθρο κι ας κοστίζουν κάτι παραπάνω. Αξίζουν κάθε σεντ επένδυσης από τα κανάλια.