Ο ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (1928-2003) είναι ένας ακατάτακτος συγγραφέας. Λαογράφος, εθνογράφος, ανθρωπολόγος, ποιητής, γραμματολόγος, δοκιμιογράφος, κινούνταν στα όρια των γραμματολογικών και λογοτεχνικών ειδών, αλλά πάντοτε με πάθος και με τη διάθεση μιας ενεργητικής πρόκλησης. Στα χρόνια μετά την πτώση της χούντας είχε μεγάλη δημόσια παρουσία, κυρίως μέσα από εφημερίδες και περιοδικά. Έγινε μια cult μορφή.
Σήμερα, οι νεότερες γενιές μπορεί να μην τον γνωρίζουν. Σίγουρα όμως τον γνωρίζουν όσοι νεότεροι ασχολούνται με τα ρεμπέτικα, το κοινωνικό περιθώριο ή τα ασήμαντα αντικείμενα του καθημερινού βίου, για τα οποία ο Πετρόπουλος δημιούργησε μια ιστορία.
Για τον Πετρόπουλο οι Εβραίοι της Σαλονίκης δεν είναι μόνο ένα ερευνητικό αντικείμενο. Είναι και μια βαθιά βιωματική εμπειρία.
Η απαρίθμηση των τίτλων των βιβλίων του δείχνει το εύρος του θεματικού πεδίου στο οποίο έδρασε ο Ηλίας Πετρόπουλος: Ρεμπέτικα Τραγούδια, Το άγιο χασισάκι, Ιστορία της Καπότας, Καρέκλες και Σκαμνιά, Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη, Καλιαρντά, Ψειρολογία, Το παράθυρο στην Ελλάδα, Το μπουρδέλο, Ελλάδος Κοιμητήρια, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Η εθνική φασουλάδα και η ομελέτα, Ο μύσταξ, Η τραγιάσκα, Ελληνικές σιδεριές είναι μερικοί από τους τίτλους των βιβλίων-μονογραφιών του Πετρόπουλου.
Μολονότι ο Πετρόπουλος είχε αμφισβητηθεί για την εγκυρότητα της ερευνητικής του τεκμηρίωσης, πολλά βιβλία του είναι πλέον κλασικά, όπως τα Ρεμπέτικα Τραγούδια, ενώ άλλα είναι μοναδικά στη βιβλιογραφία για το θέμα τους.
Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είναι από τα αγαπημένα θέματα του Ηλία Πετρόπουλου. Οι άνθρωποι, η ζωή τους, οι πρακτικές τους, τα αντικείμενά τους, οι δοξασίες των άλλων για τους Εβραίους, ο αντισημιτισμός διατρέχουν πολλά από τα βιβλία του, ακόμη και τα φαινομενικά άσχετα, όπως το Άγιο χασισάκι.
Για τον Πετρόπουλο οι Εβραίοι της Σαλονίκης δεν είναι μόνο ένα ερευνητικό αντικείμενο. Είναι και μια βαθιά βιωματική εμπειρία. Γεννημένος στην Αθήνα το 1928, βρέθηκε σχεδόν βρέφος στη Θεσσαλονίκη, όπου το 1930 μετατέθηκε ο δημόσιος υπάλληλος πατέρας του. Το σπίτι του, κοντά στη Ροτόντα, που ανήκε σε έναν Τούρκο μπέη και που ο πατέρας του κατόρθωσε να το αγοράσει το 1934, γειτόνευε με πολλά σπίτια Εβραίων. «Πολύ κοντά μας έμενε μια πατριαρχική εβραϊκή οικογένεια. Ύστερα από λίγο άρχισα να συχνάζω στο σπίτι τους. Με δέχτηκαν με αγάπη, γιατί ήμουν φίλος του μικρότερου γιου, του Σαμίκο».
Για τους Αθηναίους Πετρόπουλους οι Εβραίοι ήταν άγνωστοι, κάτι το εξωτικό. Αλλά ο πατέρας είχε δώσει εντολή να ψωνίζουν μόνο από τον Εβραίο μπακάλη. Και η μητέρα του είχε Εβραία μοδίστρα, την Αλλέγκρα, που έμενε σ’ ένα τριώροφο σπίτι στην οδό Κασσάνδρου στην Άνω Πόλη. Ο μικρός Ηλίας συνόδευε συχνά τη μητέρα του στη μοδίστρα.
«Η Αλλέγκρα ήταν κοκκινομάλλα με πράσινα μάτια. Πρέπει να ήταν είκοσι έξι ή είκοσι εφτά χρονώ. Δεν ήταν παντρεμμένη. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Ήμουν μόλις οχτώ χρονώ», γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος.
Στο σαλόνι της Αλλέγκρας ο Ηλίας μεθούσε από τη μυρωδιά, που ήταν τελικά η μυρωδιά των εβραϊκών σπιτιών της Θεσσαλονίκης. «Ένα μίγμα τριανταφυλλόνερου, τσιγαρισμένου κρεμμυδιού και ώριμου πεπονιού». Το 1939 πήγε στο Γυμνάσιο κι έπαψε να συνοδεύει τη μητέρα του στην Αλλέγκρα. Τον Απρίλιο του 1941 η Βέρμαχτ κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε ένας χειμώνας τρομερής πείνας και μετά το Ολοκαύτωμα. Ο πατέρας του σκοτώθηκε το 1944. Μέσα στις άγριες συνθήκες, ξέχασε την Αλλέγκρα. Την ξαναθυμήθηκε μετά τον πόλεμο. «Δεν κατάφερα να μάθω σε ποιο Άουσβιτς, σε ποιο Μπούχενβαλντ η πολυαγαπημένη Αλλέγκρα παρέδωσε την ψυχή της».
Οι «εβραϊκές αναμνήσεις» από την παιδική ηλικία του Πετρόπουλου περιλαμβάνονται στο αφήγημα «Αχ Αλλέγκρα», που είναι το τελευταίο κείμενο του βιβλίου Για τους Εβραίους της Σαλονίκης.
Το βιβλίο είναι μια συλλογή έξι αφηγημάτων και μίας συνέντευξης του Ηλία Πετρόπουλου (προς τον δημοσιογράφο Γ. Αλαμμανή, με θέμα τους εορτασμούς των 2.300 χρόνων της Θεσσαλονίκης και την αποσιώπηση της ιστορίας των Εβραίων) που είχαν δημοσιευτεί στη δεκαετία του 1980 στα περιοδικά «Ιχνευτής» και «Σχολιαστής».
Ιδιαίτερα το κείμενο «Αχ Αλλέγκρα» είχε δημοσιευτεί το 1994 στον συλλογικό τόμο Θεσσαλονίκη, 1850-1918, η πόλη των Εβραίων και η αφύπνιση των Βαλκανίων (εκδόσεις Εκάτη). Βρίσκουμε σε όλα τα κείμενα την έκκεντρη και εκκεντρική ματιά του Ηλία Πετρόπουλου, την αυστηρότητα και το καταγγελτικό ύφος που δεν ακυρώνουν καθόλου τη «μικροϊστορία» που παρουσιάζει. Άλλωστε αυτήν τη μικροϊστορία δεν τη συναντάμε πουθενά αλλού.
«Σε μια εποχή επιθετικής προσκόλλησης σε ταυτότητες και τραύματα, η γραφή του Πετρόπουλου είναι λυτρωτική», γράφει ο επιμελητής της συλλογής Αχιλλέας Φωτάκης. «Παρά το οξύ ύφος, απλώνεται με σεβασμό και αναγνώριση του παρελθόντος, αντλεί από τη συναισθηματική δεξαμενή, αλλά αποσκοπεί μονάχα να ανοίξει χώρο για συζήτηση, όχι να βλάψει».
Ο Αχιλλέας Φωτάκης, μεταδιδακτορικός ερευνητής σε θέματα Ιστορίας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Αιγαίου, έχει κι αυτός, όπως ο Πετρόπουλος, μια βιωματική σχέση με τους Εβραίους και με τη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκε στην οδό Παλαιστίνης, στην καρδιά της εβραϊκής συνοικίας της Λάρισας, «στο διπλανό διαμέρισμα από τον Σάλβο, τον Αλμπέρτο, την Τζουλιάνα και τον Νίκο, στο σπίτι των οποίων τρύπωνα μικρός με θράσος». Τη Θεσσαλονίκη την αγάπησε μέσα από την Αρμένισσα γιαγιά του, τη Μαρίκα Οδαμπασιάν, και τη μητέρα του Περούς.
Η συλλογή ανοίγει με το κείμενο «Τα εβρέικα μπαούλα της Θεσσαλονίκης», που έρχεται να συμπληρώσει δημοσιευμένα κείμενα του Πετρόπουλου για τις καρέκλες, τα σκαμνιά, τις πόρτες, τις σιδεριές κ.ά. Τα μπαούλα αυτά ήταν πιο ψηλά από τα παραδοσιακά μπαούλα των Ελλήνων χριστιανών. Ήταν ψηλά, «σαν γκαμήλες», από ξανθό ξύλο, με καμπουριαστό καπάκι, ανάγλυφα στολίδια στην πρόσοψη, το άστρο του Δαβίδ και επιγραφές στα εβραϊκά.
Την άνοιξη του μοιραίου 1943, όταν οι Γερμανοί έστειλαν για εξόντωση τους Εβραίους της πόλης στο (ανύπαρκτο) Βασίλειο της Κρακοβίας, εκατοντάδες εβραϊκά έπιπλα αραδιάστηκαν σε πλατείες και πεζοδρόμια για πούλημα. Ο 15χρόνος τότε Ηλίας Πετρόπουλος «μελέτησε» τα εβρέικα μπαούλα. Και το κείμενο που αφιερώνει σε αυτά το συνοδεύει με σκίτσα τέτοιων μπαούλων, που έκανε ο ίδιος από μνήμης.
Ο αντισημιτισμός είναι το θέμα τριών κειμένων της συλλογής, μολονότι ο Πετρόπουλος δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Στο κείμενο «Κυνηγοί κρανίων» παρουσιάζεται η τυμβωρυχία στο ισραηλιτικό νεκροταφείο της πόλης. Οι κυνηγοί έψαχναν για χρυσά δόντια που τα πούλαγαν στους υπαίθριους σαράφηδες. Αυτοί έκαναν τα στραβά μάτια για την προέλευση του πολύτιμου υλικού. Ο Πετρόπουλος γράφει ότι το εβραϊκό νεκροταφείο, που οι Εβραίοι το έλεγαν Μπεδαχαγίμ και οι Έλληνες Εβραϊκά Μνήματα, ήταν ίσως το μεγαλύτερο του κόσμου, κάπου 400 στρέμματα.
Στο κείμενο «Ένα μακάβριο τραγούδι» ο Πετρόπουλος θυμάται τους στίχους ενός τραγουδιού που οι Έλληνες χριστιανοί το έλεγαν μέχρι το τέλος του πολέμου, μιμούμενοι την προφορά των Εβραίων της πόλης: «Πανάθεμα το ερμανό/που σκότωσ’ όλο το τζιδιό/ και τόστειλε να πάει στο Κρακοβία/να πετάνει νηστικό».
Στο τρίτο κείμενο, «Το βαρέλι με τα βελόνια», ο Πετρόπουλος παρουσιάζει τη φοβέρα των χριστιανών μανάδων προς τα παιδιά τους ότι αν είναι άτακτα θα τα πάρουν οι Εβραίοι και θα τα χώσουν στο βαρέλι με τα βελόνια για να τους πιουν το αίμα.
Στο κείμενο «Μπαίνω στο 151», ο Πετρόπουλος παρουσιάζει την εβραϊκή φτωχογειτονιά που λεγόταν 151 κι ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στην Κάτω Τούμπα και στην οδό Αθηνών της πόλης. Την περιηγήθηκε την άνοιξη του 1943, όταν οι Γερμανοί είχαν πάρει όλους τους κατοίκους της και τα σπίτια του συνοικισμού, με τις μισάνοιχτες πόρτες, τον άφηναν να δει μέσα στον άψυχο κόσμο των βαριών επίπλων και των ξεθωριασμένων υφασμάτων.
Από τη δεκαετία του 1980, που δημοσιεύτηκαν αυτά τα κείμενα, μέχρι σήμερα, η ιστορική έρευνα έχει προχωρήσει αρκετά και ξέρουμε πλέον καλύτερα τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Τα κείμενα του Πετρόπουλου εξακολουθούν όμως να διαβάζονται με ενδιαφέρον, κυρίως για την κοφτερή ματιά του συγγραφέα τους πάνω σε ένα συλλογικό τραύμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.