«Να, εδώ: το πληγώνεις και δακρύζει». Προς στιγμήν, μπερδεύομαι. Είναι έτσι διαλεγμένες οι λέξεις του, που νομίζεις ότι σου μιλάει για ζώο, πουλί ή άνθρωπο. Μα στεκόμαστε μπροστά σ' ένα μαστιχόδεντρο, μου δείχνει τις χαρακιές στα κλαδιά του και μου εξηγεί πώς βγάζει το μαστίχι.
Είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι τον Γιάννη Μακριδάκη στο νησί του, τη Χίο. Με ξεναγεί γαλήνιος στα δέντρα του και στο μποστάνι του, στα Μαστιχοχώρια και στη Βολισσό, κι αφήνομαι στη γοητεία του προφορικού του λόγου.
Προσπαθεί να με πείσει ότι δεν είναι πια συγγραφέας και καταλαβαίνω τι εννοεί, όπως θα καταλάβουν κι όσοι αγαπούν τα βιβλία του.
— Χαθήκαμε. Χρόνια έχεις να περάσεις απ' την Αθήνα.
Χάθηκα απ' την Αθήνα γιατί έχω καινούριες ασχολίες. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι πάρα πολύ συνειδητά και με αφοσίωση με τα μαστίχια, τους σκίνους. Μ' αρέσει αυτή η νέα μου ενασχόληση.
— Μα πάντα συγγραφέας-φυσικός καλλιεργητής δεν δήλωνες;
Ναι, έτσι δήλωνα τον καιρό που δήλωνα και στην Εφορία συγγραφέας και είχα το περιβολάκι μου στη Βολισσό και παρήγα τα λαχανικά μου. Τώρα έχω μπει πιο βαθιά στην αγροτική παραγωγή. Ασχολούμαι μ' αυτή την παγκόσμια μοναδικότητα του νησιού, το μαστίχι, μοιράζω τη ζωή μου μεταξύ Βολισσού και Μαστιχοχωρίων, Καλλιμασιάς, όπου έχω τα δέντρα μου, τους σκίνους μου, και απασχολούμαι αποκλειστικά ως αγρότης. Έχει φύγει το «συγγραφέας» από την Εφορία.
— Πόσον καιρό συμβαίνει αυτό;
Τα τελευταία δύο χρόνια.
— Τα τελευταία δύο χρόνια έβγαλες δύο βιβλία.
Μετά το «Ενάμισι δευτερόλεπτο φως» σταμάτησα την ιδιότητα του συγγραφέα. Το τελευταίο, τα «Απόνερα της Σοφίας», το έγραψα όντας αγρότης.
Ο πυρήνας για να αλλάξει ο κόσμος είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι μικροκοινωνίες. Και στη λογοτεχνία εκεί το έριξα το βάρος μου, περιγράφοντας μικροκοινότητες που μπορούσαν να έχουν παγκόσμιο ενδιαφέρον. Αν ξέρεις πολύ καλά τον τόπο σου, ξέρεις όλη τη γη. Αν ψάχνεις βαθιά μέσα σου, νιώθεις όλη την ανθρωπότητα. Αυτή είναι η ιδεολογία η δικιά μου.
— Γι' αυτό γίνεσαι εκεί τόσο σκληρός με τους συγγραφείς ή, τουλάχιστον, με έναν τύπο συγγραφέα;
Δεν νομίζω γι' αυτό. Ίσως επειδή απομακρύνθηκα από τον χώρο των ανθρώπων του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών, ένιωσα πιο έτοιμος να γράψω όσα για χρόνια βίωνα μέσα σ' αυτόν. Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι αυτός ο χώρος δεν μου ταιριάζει καθόλου. Υπάρχει μια αυξημένη εγωπάθεια και ένας αυτοσκοπός να ονομάζεσαι συγγραφέας, να παίρνεις βραβεία, να έχεις κοινωνικές επαφές με ομοτέχνους, με σινάφια, να λες καλά λόγια, να δέχεσαι καλά λόγια, να μπαίνεις σε επιτροπές. Όλα αυτά δεν μου ταίριαξαν και σηκώθηκα κι έφυγα.
— Θεωρείς ότι υπήρξες μέρος αυτού του συστήματος;
Μέρος του δεν υπήρξα, μπήκα όμως. Μπήκα, το είδα, το βίωσα λίγο, έκανα κάποιες δοκιμές, αλλά δεν μου ταίριαξε καθόλου και βγήκα. Και στράφηκα τελείως προς τη φύση, όταν μπήκαν στη ζωή μου τα μαστιχόδεντρα. Παρότι γεννήθηκα στη Χίο, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ μ' αυτά. Τώρα νιώθω ότι δεν το είχα κάνει γιατί έλεγα ότι θα το κάνω όταν έρθει η ώρα του.
Ζω στη Χίο μισόν αιώνα, ασχολούμαι ενεργά με το νησί τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, λαογραφία, ανθρωπολογία, φύση, παράδοση, περιβάλλον, και δεν είχα αγγίξει το μαστίχι, γιατί ένιωθα ότι δεν ήμουν έτοιμος. Και ξαφνικά ήρθε η στιγμή που ανακάλυψα τον εαυτό μου ξανά μέσα απ' αυτό και είδα να μου ανοίγεται μια πορεία ως μαστιχοπαραγωγού, που με απαλλάσσει τελείως από όλα αυτά τα βάρη που μου δημιουργούσε η ιδιότητα του συγγραφέα και η συναναστροφή μου με το σινάφι το συγγραφικό.
Ένιωσα ξαφνικά ελεύθερος, ότι μπορώ να συναναστρέφομαι με τα δέντρα μου, χωρίς να μπαίνω σε διαδικασίες εγωισμών, ανταγωνισμών, φιλοφρονήσεων, όλα αυτά που με κούραζαν τόσα χρόνια. Ένιωσα πιο αυτόνομος, πιο αυτάρκης, ότι πατάω πιο γερά στα πόδια μου.
— Πώς τα κατάφερες να φθαρείς; Δεν έμενες καν μόνιμα στην Αθήνα, για να συναναστρέφεσαι το σινάφι.
Το ότι ζεις στην επαρχία δεν σημαίνει ότι δεν έχεις ίντερνετ, δεν έχεις Facebook, δεν βλέπεις τι συμβαίνει. Κι όταν έχεις την ιδιότητα του συγγραφέα, καταλαβαίνεις πιο πολλά για τον χώρο αυτόν απ' ό,τι κάποιος που δεν ανήκει σ' αυτόν το χώρο. Εντάξει, δεν χρειάζεται να λέμε πολλά. Τόσα χρόνια το έβλεπα ότι όλο αυτό δεν μου ταιριάζει, και είχα πάει στο περιθώριό του.
Μόλις ανακάλυψα το μαστίχι, έφυγα και απ' το περιθώριό του. Δεν νιώθω ομότεχνος με κανέναν. Ομότεχνος νιώθω μόνο με τους ανθρώπους του χωραφιού. Πάντα, από μικρό παιδί, με απωθούσε ο ανταγωνισμός. Δεν μπορούσα να συνυπάρξω σε περιβάλλοντα όπου υπήρχαν ανταγωνισμοί. Άμα δυο-τρία αγόρια ήθελαν το ίδιο κορίτσι, εγώ έφευγα. Αλλά και μόνο αν γράψεις, σε βάζει το σύστημα σε ένα παιχνιδάκι ανταγωνισμού το οποίο θρέφει ανθρώπους που είναι πέριξ των συγγραφέων και έχουν αυτοσκοπό να ζουν μέσα από τα έργα των άλλων. Δηλαδή, γράφεις ένα βιβλίο, εσύ δεν έχεις καμία ανταγωνιστική διάθεση, δεν έχεις καμία φιλοδοξία, ματαιοδοξία να προταθείς για να βραβευθείς, και σε βάζουνε μέσα σε λίστες, μέσα σε διαδικασίες, κρίσεις, συγκρίσεις, διακρίσεις.
Όλο αυτό με έπνιγε. Δεν θέλω να με αφορά τίποτα. Δεν το θέτω εγώ το βιβλίο μου ως αντικείμενο υπό κρίση ή υπό σύγκριση ή υπό βράβευση. Υπήρχε κάποτε το Βραβείο Αναγνωστών, εκείνο το άθλιο βραβείο του ΕΚΕΒΙ, που οι συγγραφείς στέλνανε μέιλ σε φίλους και συγγενείς, «ψηφίστε το βιβλίο μου». Ήξερα ότι συνέβαινε αυτό, γιατί κι εγώ λάμβανα μηνύματα από άλλους, «ψήφισε το βιβλίο μου».
Αυτό το βραβείο του ΕΚΕΒΙ ήταν το βραβείο αναξιοπρέπειας του συγγραφέα. Και τους έστειλα μέιλ να αφαιρέσουνε το βιβλίο μου απ' τη μικρή λίστα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα χάλια μέσα σ' αυτό το σινάφι. Αυτό ήταν το πρώτο καμπανάκι, το πρώτο σήμα ότι δεν μ' αρέσει αυτός ο χώρος.
Γι' αυτό ποτέ μου δεν εντάχθηκα σε καμία εταιρεία συγγραφέων, αν και είχα προτάσεις συνεχώς. Λες και αυτό θα μου έδινε αξία! Εμένα απόλυτα περήφανο με κάνει το ότι έχω γραφτεί στον Συνεταιρισμό Μαστιχοπαραγωγών Καλλιμασιάς και ανήκω στη μεγάλη Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου. Αυτό είναι τιμή. Το να υπηρετώ ένα δέντρο, ένα προϊόν παγκοσμίου μοναδικότητας, που είναι εγγεγραμμένο στον κατάλογο της Unesco ως άυλη πολιτισμική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Κι αυτό το υπηρετώ με τη ζωή μου, με την εργασία μου.
— Το μαστίχι, ως προϊόν, τι σου δίνει; Γιατί το αγάπησες τόσο;
Με κάνει να νιώθω σαν εκείνους τους χρυσοθήρες με τα κόσκινα στην άκρη του ποταμού, που διαβάζαμε στον «Μικρό Σερίφη», στον «Μικρό Καουμπόι». Έφτασα στο σημείο να είμαι κάτω από τα μαστιχόδεντρα και να ταξιδεύει ο νους μου στην εφηβεία μου, που διάβαζα «Τζιμ Άνταμς», και να είμαι τώρα εγώ ο χρυσοθήρας του «Μικρού Σερίφη». Κάπως έτσι βρίσκω κι εγώ τα μαστιχάκια μέσα στο ασπρόχωμα. Νομίζω ότι από τότε μπήκε μέσα στο κεφάλι μου υποσυνείδητα ότι εγώ μια μέρα θα γίνω μαστιχοπαραγωγός, για να κάνω τον χρυσοθήρα.
Επίσης το μαστίχι έχει αυτήν τη λεπτή ευωδία που μυρίζουν πια τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου, το δέρμα μου. Όταν ξεκίνησα τον επαγγελματικό μου βίο, στα δεκαπέντε μου χρόνια, παρακαλώ, τα καλοκαίρια δούλευα στα βυρσοδεψεία, στα ταμπάκικα, και έπλενα τα πετσιά στα ασβεστερά και τα κρέμαγα στα στεγνωτήρια και μύριζα ταμπακίλα. Από ταμπάκης λοιπόν έγινα μαστιχοπαραγωγός. Από τη βρόμα και τη δυσωδία των πετσιών, πήγα στην ευωδία αυτού του διαμαντιού. Ασχολούμαι με το μαστιχάκι γιατί το λατρεύω, είναι για μένα πολύτιμο.
— Μπορεί να είναι απλά ένας ενθουσιασμός αυτό που ζεις τώρα και κάποια στιγμή να κοπάσει.
Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά μπήκα ήδη στον τρίτο χρόνο και νιώθω ακόμα πολύ δοσμένος σ' αυτό. Βλέποντας τον εαυτό μου να αλλάζει κατεύθυνση στη ζωή κάθε 10-12 χρόνια, παρατηρώ ότι πάντα αλλάζω σταδιακά, όχι απότομα, δηλαδή κρατάω την προηγούμενη ιδιότητα ένα-δυο χρόνια μετά την έναρξη της επόμενης. Τώρα περνάω στην τέταρτη φάση. Ήμουνα μαθηματικός, μετά έκανα το Κέντρο Χιακών Μελετών, μετά συγγραφέας και τώρα πάω προς τη γη. Θεωρώ πως αυτά είναι σκαλοπάτια προς την ολοκλήρωση.
— Αυτό σημαίνει ότι δεν θα ξαναγράψεις πια;
Όχι, δεν σημαίνει αυτό. Ήδη, όντας αγρότης, έγραψα ένα βιβλίο, τα «Απόνερα της Σοφίας». Η σχέση μου με το γράψιμο δεν πεθαίνει, δεν φθείρεται από τη σχέση μου με τον χώρο. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Θα ξαναγράψω, σίγουρα θα ξαναγράψω.
Έχει πάψει όμως να μ' ενδιαφέρει το πότε, δεν το σκέφτομαι καν. Και μπορεί έτσι να απελευθερωθώ κι άλλο συγγραφικά. Έχω υλικό μες στο κεφάλι μου, απλά τώρα φτιάχνω τα χωράφια μου, δεν έχω τη διάθεση να κάτσω να δομήσω συγγραφικό λόγο. Ξέρω όμως ότι όταν έρθει αυτή η διάθεση, θα είναι ακατανίκητη. Τα βιβλία που έγραψα, τα έγραψα επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
— Πάντως εγώ επιμένω: θεωρώ ότι δεν λεκιάστηκες τόσο ώστε να φύγεις τρέχοντας.
Δεν έφυγα τρέχοντας. Έφυγα σιγά-σιγά. Στην αρχή είδα κάποιες αναξιοπρεπείς κινήσεις κι έφυγα, αλλά απελευθερώθηκα μόλις αφοσιώθηκα στο μαστίχι. Εκεί είπα ότι δεν έχω κανέναν ανάγκη. Έχω τον εαυτό μου και τα δέντρα μου.
— Αντιμετώπισες κακές συμπεριφορές από ανθρώπους των γραμμάτων;
Όχι, δεν αντιμετώπισα κακές, αντιμετώπισα αναξιοπρεπείς και φτηνές συμπεριφορές. Κάτι που μπορεί να πει κανείς ότι σημάδεψε την πορεία μου στον χώρο είναι και μια αγωγή που δέχτηκα από άνθρωπο του θεάτρου, αλλά πέρασε αυτό, βγήκε η απόφαση, απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
— Όλα όσα έκανες ως συγγραφέας, τα λογοτεχνικά εργαστήρια, τις επισκέψεις σε σχολεία και βιβλιοθήκες, θα τα σταματήσεις κι αυτά;
Αυτά τα έκανα γιατί μου άρεσε να έχω επαφή με αναγνώστες, με παιδιά και με ανθρώπους που ένιωθα πως μπορώ να τους βοηθήσω να ξεκλειδώσουν και να γράψουν. Και ακόμα με έλκει η ιδέα μια φορά τον χρόνο, μια εβδομάδα, να μαζεύω πάλι ανθρώπους και να μιλάμε για λογοτεχνία και να κάνουμε εργαστήρια. Γιατί εκεί είσαι με ανθρώπους αγνούς, που δεν έχουν τριφτεί με το κύκλωμα. Και περνάμε ωραία. Παίρνω κι εγώ πολλά απ' αυτούς, παίρνουν κι αυτοί από μένα. Πέρσι τον Σεπτέμβρη το έκανα στην Ικαρία. Φέτος ίσως το ξανακάνω.
Τον Σεπτέμβρη υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο μάζεμα του μαστιχιού και τη διαδικασία του καθαρισμού. Αλλά και τα καλοκαίρια θα συνεχίσω να κάνω λογοτεχνικές περιηγήσεις στα σημεία του νησιού που ενέπνευσαν τα έργα μου. Αυτό μου το ζήτησαν κάποτε αναγνώστες που έρχονταν στη Χίο διακοπές επειδή είχαν διαβάσει κάποιο βιβλίο μου. Έρχονταν και με έβρισκαν ή μου έγραφαν μέιλ και μου ζητούσαν να τους δείξω κάποια μέρη για τα οποία είχαν διαβάσει. Οπότε σιγά σιγά το οργάνωσα ως καλοκαιρινό πρόγραμμα, ανταποδοτικό προς τους αναγνώστες.
Το καλοκαίρι, λοιπόν, λογοτεχνικές περιηγήσεις και τον Σεπτέμβρη εργαστήρια. Κι αν κάποια στιγμή μού έρθει μια ιδέα να γράψω, θα γράψω. Μ' αυτό τον τρόπο η ζυγαριά ανάμεσα στη γη και τη λογοτεχνία βρίσκει την ισορροπία της.
— Πέρα απ' τη γη και τη λογοτεχνία όμως, έχεις τόσες δραστηριότητες και με το ΕΠΠΟΧΙ, σαν τον περίπατο που κάναμε το πρωί στη Φτωχειά Προκυμαία. Δεν έχω καταλάβει βέβαια τι ακριβώς είναι το ΕΠΠΟΧΙ. Είναι κάπως η συνέχεια του Κέντρου Χιακών Μελετών, του «Πελινναίου»;
Είναι ακριβώς η συνέχεια του «Πελινναίου», σε δεύτερο στάδιο, πιο επιτελικό. Το «Πελινναίο» ήταν ένα περιοδικό για το νησί, γράφαμε άρθρα. Επειδή για πάνω από δέκα χρόνια έριξα το βάρος στο λογοτεχνικό πεδίο, είχα παραμελήσει το νησί.
Από τον κορωνοϊό και μετά, που ασχολούμαι με τη μαστιχοκαλλιέργεια και αρχίζω να ισορροπώ μεταξύ λογοτεχνίας και γης, νιώθω ότι θέλω να ασχοληθώ πάλι με το νησί. Επικεντρώνομαι να φτιάξω, να συντονίσω μια συλλογικότητα ανθρώπων, που την ονομάσαμε Επιμελητείον Περιβάλλοντος και Πολιτισμού Χίου, ΕΠΠΟΧΙ. Μια συλλογικότητα που παράγει δημιουργικές σκέψεις και δράσεις για τον τόπο.
Έχουμε πάρα πολλά προγράμματα ανοιχτά. Έχουμε το πρόγραμμα καταγραφής προφορικής ιστορίας, έχουμε το πρόγραμμα «Ανοιχτό Μουσείο Χίου», στο πλαίσιο του οποίου σε διάφορα σημεία της πόλης και του νησιού βάζουμε QR code που το σκανάρουν οι περαστικοί και μαθαίνουν την ιστορία του σημείου που βρίσκονται. Δημιουργούμε έτσι ένα δίκτυο σημείων που δίνουν ιστορικές, ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές, περιβαλλοντικές πληροφορίες για τον τόπο.
Έχουμε ακόμα μια ομάδα ενεργή που ασχολείται με το περιβάλλον, που παράγει πολιτικό λόγο για την ανάπτυξη, για την προστασία του φυσικού κεφαλαίου και της πολιτισμικής ταυτότητας του τόπου, και κάνουμε και περιπάτους για τη γνωριμία με το νησί.
Το ΕΠΠΟΧΙ υπάρχει μόνο τους τελευταίους τρεις-τέσσερις μήνες, αλλά εγώ ένιωσα ότι οι παλιοί μου συνεργάτες και κάποιοι νέοι ήταν ήδη έτοιμοι. Περίμεναν απλά ένα «τσαφ» για να πάνε παρακάτω. Κάνουμε πράγματα που έχουν ακουστεί πολύ στην κοινωνία, συμμετέχει πάρα πολύς κόσμος στα δρώμενα.
Ακόμα, το ΕΠΠΟΧΙ συνδράμει με όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια που κάνουν ντόπιοι ερευνητές και φορείς για την ένταξη της Χίου στο δίκτυο Γεωπάρκων της Unesco. Επειδή το νησί έχει μια πολύ σπουδαία γεωλογική ιδιαιτερότητα και είναι παγκοσμίως γνωστό γι' αυτήν στους κύκλους των επιστημόνων της γεωλογίας, θεωρούμε ότι πληροί τις προϋποθέσεις να ενταχθεί.
Αν το πετύχουμε, η Χίος θα έχει το εξής καταπληκτικό: θα είναι μια κουκίδα γης μέσα στη θάλασσα που θα έχει πάνω της τρεις εγγεγραμμένες, προστατευόμενες στον κατάλογο της Unesco περιπτώσεις: τη Νέα Μονή, ως μνημείο, το μαστίχι και το πολιτισμικό κεφάλαιο γύρω από αυτό και όλο το νησί ως Γεωπάρκο. Αυτό είναι κάτι συναρπαστικό, αλλά θέλει δουλειά.
— Όλα αυτά βέβαια γίνονται εξωθεσμικά. Τώρα που ρίζωσες στη Χίο, μήπως ήρθε η ώρα να ασχοληθείς και με την Τοπική Αυτοδιοίκηση;
Ο λόγος που συστάθηκε το ΕΠΠΟΧΙ είναι για να αναδείξει τις κοινωνικές δυνάμεις που υπάρχουν στη Χίο και ενστερνίζονται και υπηρετούν τις αξίες που πρεσβεύει το ΕΠΠΟΧΙ και να καλέσει κι άλλους ανθρώπους μ' αυτές τις αξίες, κι έτσι γλυκά-γλυκά να φέρει την ώρα που όλα αυτά θα γίνουν θεσμικά.
Εγώ μες στο κεφάλι μου δεν έχω καμιά διάθεση ούτε ανταγωνισμού ούτε εκβιασμού των πραγμάτων. Η φιλοσοφία μου είναι: δούλευε με τον τρόπο που δουλεύεις, οργάνωνε και συντόνιζε τους ανθρώπους που δουλεύουν, και όλοι εσείς μαζί θα επηρεάσετε το κοινωνικό σύνολο τόσο πολύ που το ίδιο το κοινωνικό σύνολο θα σας φέρει σε θεσμική θέση. Αν δεν γίνει, δεν θα στεναχωρηθούμε, δεν είναι αυτοσκοπός. Αν όμως γίνει, θα το αναλάβουμε. Προς το παρόν, ως Γιάννης και όχι ως ΕΠΠΟΧΙ, γιατί δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος των ανθρώπων με τους οποίους συνεργάζομαι, θεωρώ ότι στη Χίο, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ο μόνος χώρος με τον οποίο έχουμε μια αγαστή συνεργασία και μια απόλυτα ταυτισμένη αντίληψη για τα πράγματα είναι ο χώρος της Λαϊκής Συσπείρωσης, του ΚΚΕ.
Αυτό είναι αποδεδειγμένο σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Όποια ζητήματα περιβαλλοντικά θέτουμε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα θέτει και η Λαϊκή Συσπείρωση. Βλέπω ότι υπάρχει μια σύγκλιση εκεί. Νομίζω ότι είμαι θετικά διακείμενος στο να θέσω τις πολιτικές μου δυνάμεις στη διάθεση της Λαϊκής Συσπείρωσης στην αυτοδιοίκηση. Το έχουμε συζητήσει και είμαι ανοιχτός σ' αυτό. Θα θέσω τον εαυτό μου στη διάθεσή τους.
— Δεν φοβάσαι μήπως δυσαρεστήσεις μια μερίδα αναγνωστών σου αν συμπορευτείς με ένα συγκεκριμένο κόμμα;
Έχω τα μαστιχόδεντρα, δεν με πιάνει τίποτα! Είμαι ελεύθερος κι απ' αυτό, δεν έχω κανένα βαρίδι τέτοιο, ιδεολογικό ή πολιτικό ή οτιδήποτε. Είπα και προηγουμένως ότι είμαι ελεύθερος σε σχέση με τη λογοτεχνία, με το σινάφι, με τη συγγραφική ιδιότητα.
— Άλλο όμως το σινάφι, άλλο οι αναγνώστες σου. Δεν πήρες κανένα κρατικό βραβείο, για να τσιμπήσει το κοινό από κει. Τα κίνητρά του ήταν και είναι άδολα.
Για να σου δώσει το κοινό αγνή αγάπη, όπως λες, θα πρέπει πριν να έχει πάρει αλήθεια. Αυτοί οι άνθρωποι που νιώθουν ότι έχουν πάρει αλήθεια από μένα και με ακολουθούν δεν θα αμφισβητήσουν την όποια απόφασή μου, γιατί βγαίνει από μέσα μου. Αν αγαπάς κάποιον, αγαπάς και τις αποφάσεις του.
— Στην κεντρική πολιτική σκηνή θα σκεφτόσουν να κατέβεις;
Αυτό προς το παρόν δεν με έλκει. Ο πυρήνας για ν' αλλάξει ο κόσμος είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι μικροκοινωνίες. Και στη λογοτεχνία εκεί το έριξα το βάρος μου, περιγράφοντας μικροκοινότητες που μπορούσαν να έχουν παγκόσμιο ενδιαφέρον. Αν ξέρεις πολύ καλά τον τόπο σου, ξέρεις όλη τη γη. Αν ψάχνεις βαθιά μέσα σου, νιώθεις όλη την ανθρωπότητα. Αυτή είναι η ιδεολογία η δικιά μου.
Βεβαίως, αν όλα αυτά που κάνουμε αλλάξουν την εποχή και η εποχή μάς ζητήσει η ίδια να βγούμε στο προσκήνιο, δεν αποκλείω τίποτα. Αλλά δεν θα πάμε να κονταροχτυπηθούμε ανταγωνιστικά για να πάρουμε ψήφους. Τα τελευταία χρόνια η ελευθερία μου συνίσταται στο ότι έχω ελευθερωθεί και από το εγώ μου και από τη φιλοδοξία μου.
Έχω φύγει από πολλά στοιχεία του εαυτού μου που παλιά είτε με άγχωναν, είτε με βάραιναν, είτε δεν μου άρεσαν. Πολλές φορές, άνθρωπος είσαι, υποκύπτεις στη ματαιοδοξία σου, γράφεις κάτι, περιαυτολογείς. Μα όλα αυτά τελειώσαν.
— Όλα αυτά τελειώσαν ίσως κι επειδή έφυγες απ' τα social media. Αυτά γιγαντώνουν το εγώ, θρέφουν τον φθόνο.
Συμφωνώ απόλυτα. Έφυγα απ' το Facebook πριν τρία χρόνια, αλλά τον τελευταίο χρόνο η κοπελιά μου έφτιαξε μια σελίδα, Makridakis Books, και τη διαχειριζόταν εκείνη. Κάποια στιγμή άρχισα να τη διαχειρίζομαι κι εγώ και να γράφω και είδα ότι αυτό πήγε να με ξαναρίξει στη λούμπα, και τη διέγραψα. Δεν είναι για μένα αυτά τα πράματα. Μου φαίνονται ανώριμα και δεν είναι αντάξια της ζωής. Και τώρα νιώθω πιο γενναιόδωρος με τους ανθρώπους εδώ, στη Χίο.
— Γιατί τόση αγάπη για τη Χίο; Είναι τοπικισμός;
Είναι έμπνευση. Οι νησιώτες το έχουν πιο πολύ από τους Στερεοελλαδίτες αυτό, γιατί όταν είσαι νησιώτης έχεις όρια και νιώθεις ότι σπίτι σου είναι αυτός ο βράχος μέσα στη θάλασσα. Ενώ αν είσαι από τη Σπάρτη, τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα, τι να πεις; Ο νομός μου; Εκεί είναι ασαφή τα όρια. Εδώ μας θέτει όρια η θάλασσα.
Προσωπικά, εγώ δεν την ήξερα τη Χίο μέχρι που έφυγα 18 χρονών για να σπουδάσω. Γεννήθηκα σε μια γειτονιά της πόλης μεσοαστική. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος και όταν ξεμπάρκαρε είχε μια βάρκα και πήγαινα μαζί του για ψάρεμα. Πηγαίναμε μόνο καμιά εκδρομή στη βόρεια Χίο, στο χωριό της γιαγιάς μου, ή τις Απόκριες στη νότια Χίο, σε χωριά που είχαν καρναβάλι. Δεν ήξερα τίποτα άλλο απ' το νησί. Μόνο όταν έφυγα για να σπουδάσω και γυρνούσα ως φοιτητής άρχισα να το ανακαλύπτω. Και μου έδωσε έμπνευση.
Γι' αυτό έκανα και το «Πελινναίο», το περιοδικό. Μέσα από όλα αυτά ήρθε η λογοτεχνία. Αν δεν ήτανε η Χίος, δεν θα 'μουνα εγώ, θα 'μουνα κάτι άλλο. Και δεν θέλω πια να ταξιδεύω. Έχω να φύγω απ' το νησί πάνω από τρία χρόνια. Αν φύγω, πάω Ικαρία, που είναι απέναντι.
— Παρ' όλα αυτά, τα «Απόνερα της Σοφίας» είναι το πιο αθηναϊκό σου μυθιστόρημα.
Ναι, είδες;
— Ένα πλήγμα, μια επίθεση στην Αθήνα;
Δεν το έγραψα μ' αυτόν το σκοπό, αλλά με ενέπνευσαν αυτά που δεν θέλω να βλέπω.
— Εκεί έχεις όμως και κάποιες από τις πιο δροσερές σελίδες που έχουν γραφτεί γι' αυτήν. Εννοώ εκείνες όπου μας συστήνεις τα δέντρα των δρόμων.
Όποτε ήμουν στην Αθήνα και βρισκόμουν μακριά απ' τη φύση, πάντα έβρισκα παρηγοριά και ενδιαφέρον στο να επικοινωνώ με τα δέντρα. Έκανα άπειρες αναγνωριστικές, καταγραφικές βόλτες στους αθηναϊκούς δρόμους, χαρτογραφώντας τα δέντρα.
Σ' αυτές τις σελίδες που είπες, τα δέντρα είναι κανονικά χαρτογραφημένα, εκτός κι αν τώρα έκοψαν κάποια. Τον καιρό που το έκανα δεν ήξερα ότι θα το χρησιμοποιούσα σε βιβλίο. Ξυπνούσα το πρωί, έβγαινα στους δρόμους και κατέγραφα τα δέντρα σ' ένα τετράδιο. Ανέτρεξα σ' αυτό όταν έγραφα το βιβλίο. Και είπα, να, καθετί που κάνεις μπορεί κάποτε να αποτελέσει μέρος μιας σύνθεσης. Τίποτα δεν είναι χαμένος χρόνος στην τέχνη.
— Με τον Ζαχαρία Μελιτάκη, τον ήρωα του βιβλίου, έχεις κάποιο κοινό;
Το μόνο κοινό είναι ότι φτιάχνουμε κι οι δύο χαρουπόμελο. Δεν έχω καμία άλλη σχέση μαζί του. Δεν μ' έβαζε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός να γράφω, ούτε είχε καμία σχέση ο ίδιος με τη λογοτεχνία.
Με ρωτάνε αν είναι αυτοβιογραφικό. Όχι, δεν είναι. Είναι εμπνευσμένο από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα της λογοτεχνίας. Νιώθω ότι σαν να προανήγγειλε αυτό το βιβλίο ότι εγώ από δω και πέρα θα ασχοληθώ με το χαρουπόμελο και τα μαστίχια μου και ξεχάστε αυτά που ξέρατε. Είναι μια δεύτερη ευκαιρία που μου δίνει η ζωή.
Τα βιβλία του Γιάννη Μακριδάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας.