ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΡΚΕΙ ένας θάνατος, όπως αυτός του Ιβάν Ίλιτς στον Τολστόι, για να αρχίσουν να ξετυλίγονται οι πραγματικές αφηγήσεις και να ανασυσταθεί ένας κόσμος που, ακριβώς επειδή είναι φανταστικός, λέει περισσότερες αλήθειες από την πιο απτή πραγματικότητα.
Έχοντας αυτό ως αφορμή και κλείνοντας διαρκώς το μάτι στον Τολστόι, ο Ογούζ Ατάι, ο μεγαλύτερος ίσως συγγραφέας της Τουρκίας, φτιάχνει ένα επικό μεταμοντέρνο αντιαφήγημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αποσυνάγωγοι», μετατρέποντας τον αυτόχειρα, αλλά πανταχού παρόντα πρωταγωνιστή του βιβλίου Σελίμ σε εφαλτήριο ώστε ο επιζών φίλος του Τουργκούτ να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι στην προσωπική του ενδοχώρα αλλά και στην αντίστοιχη του τόπου του.
Ο «στοχασμός του θανάτου», όπως θα έλεγε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, γι’ αυτή την ταυτόχρονα ιδιωτική και απόλυτα δημόσια πράξη δίνει, με άλλα λόγια, την αφορμή στον εν ζωή πρωταγωνιστή του Ατάι να αναζητήσει την ταυτότητα του αποξενωμένου αυτόχειρα φίλου του, του εαυτού του του αλλά και το βαθύτερο είναι της τουρκικής ψυχής.
Μέσα από ένα μανιακό ταξίδι αυτεπίγνωσης αλλά και αυτό που ο Φιλίπ Αριές αποκαλούσε ιστορικό των νοοτροπιών ενός λαού καταλήγει να στοιχειοθετεί τη μεταφορική και ποιητική γενεαλογία ενός προσώπου και ενός ολόκληρου κόσμου που δεν έπαψε ποτέ, όπως ο ίδιος, να πενθεί για την αυτοχειρία του.
Μπορεί ελάχιστοι να κατάλαβαν το μεταμοντέρνο, όπως το αποκαλούν σήμερα, επικό έργο του Ατάι, αλλά σίγουρα είναι αυτό που έθρεψε και επηρέασε την πιο σημαντική γενιά Τούρκων συγγραφέων.
Γιατί, σύμφωνα με τα ετερόκλητα ντοκουμέντα που παρατίθενται στο βιβλίο, η Τουρκία πάντα στρεφόταν ενάντια σε όλα όσα με τόση ενάργεια κατέκτησε ‒τη μονοφωνική μουσική, την έντονη δραματικότητα, ακόμα και την τελετουργία‒, καταδικάζοντάς τα είτε σε στείρα παράδοση είτε σε άκριτο, υποκριτικό, δυτικού τύπου μιμητισμό.
Γι’ αυτό είναι σαφές ότι μέσα από το πειραματικό ύφος και τη διαρκή οικειοποίηση μιας αφήγησης με ό,τι απέμεινε ως ξέφτι στις παρυφές του λόγου, ο Ατάι θέλει να επανασυστήσει αυτό που ξεφεύγει από το απαρχαιωμένο σύστημα της οριοθετημένης ιδεολογίας, της παραδοσιακής αφήγησης ή του ορθολογισμού, διακηρύσσοντας με κάθε τρόπο, μέσω του πρωταγωνιστή του, σαν άλλος μηχανικός ‒δεν είναι τυχαίο ότι αυτό είναι το επάγγελμα του συγγραφέα‒, ότι επιθυμεί να συστήσει ένα «νέο σύστημα», να εφεύρει ένα μοναδικό οικοδόμημα που λειτουργεί ακολουθώντας παράξενους διαφορικούς λογισμούς και τις τρισδιάστατες αρχές της γεωμετρίας (εξού και η σκωπτική αναφορά σε νέες βιβλικές μορφές όπως ο «Σολομώντα των Διαφορικών»).
Πρόκειται για ένα σύστημα που ως εκ τούτου δεν μπορεί να βασίζεται σε απτές αρχές της λογικής και μιας πραγματικότητας που δείχνει να διαψεύδει διαρκώς τους αποσυνάγωγους πρωταγωνιστές του βιβλίου, οδηγώντας τους σε επαγγελματικά αδιέξοδα και προβληματική προσωπική ζωή.
Απόδειξη ο ίδιος ο εκλιπών, ο Σελίμ, ο οποίος ανέκαθεν αναζητούσε τις απαντήσεις όχι στον ρεαλισμό αλλά στη μυστηριακή μαγεία των λέξεων, ξέροντας, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, ότι «τα λόγια είναι πιο σημαντικά από τη ζωή». Και εδώ είναι ίσως το μυστικό του βιβλίου: ότι η φανταστική σημασία των λόγων, οι ονειρικές καταστάσεις, ακόμα και τα φαντάσματα είναι πολύ πιο ουσιαστικά στοιχεία από την ιστορικότητα των γεγονότων και τη σταθερότητα των πνευματικών αρχών.
Αποφεύγοντας, ωστόσο, ο συγγραφέας να αποδώσει στον τεθνεώτα Σελίμ ελιτίστικα, πνευματικά χαρακτηριστικά που θα επιθυμούσε ο ανυποψίαστος αναγνώστης, φτάνει να τον μεταμορφώσει σε έναν κατ’ εξακολούθηση ηδονοθήρα και όταν πάλι εκείνος προσδοκά ότι θα βρει σε αυτόν τις ερωτοτροπίες του Ανατολίτη, τον παρομοιάζει με Δον Κιχώτη, ακόμα και με έναν περιπετειώδη ήρωα των λαϊκών αστυνομικών αφηγήσεων όπως ο Αρσέν Λουπέν!
Επιπλέον, κανείς από τους οικείους με τους οποίους συνομιλεί ο Τουργκούτ, αναζητώντας τα μυστικά του φίλου του, ούτε καν τα μέλη της ίδιας αδελφότητας, των λεγόμενων «Αποσυνάγωγων», αυτών των ιδιότυπων πλασμάτων που ξεπερνούν και την ανθρώπινη φύση, δεν ξέρει ποια είναι τα πραγματικά χαρακτηριστικά του ή οι πραγματικές αφορμές της αυτοκτονίας ‒ βέβαια, δεν έχει σημασία να τις ξέρει καθώς, εν προκειμένω, ο συγγραφέας βρίσκει πολλαπλές αφορμές για να αποδομήσει διάφορες ψυχοκοινωνικές θεωρίες σαν αυτές του Έριχ Φρομ.
Η πραγματική ταυτότητα του Σελίμ που, όπως λέει, «είναι το ίδιο γελοίος όσο ο Ντοστογιέφσκι στο Υπόγειο», διαφεύγει πάντα, όπως και αυτή της ίδιας της χώρας του και είναι πραγματικά αμφίβολο αν τελικά ο Σαίξπηρ κερδίζει τον Τζόις, οι οποίοι φαίνεται να δίνουν εδώ μια συμβολικά γενναία μάχη, μπλέκοντας την υψηλή σκέψη με την τολμηρότητα της βλάσφημης αποδόμησης («Εγώ μάλλον είμαι στο πλευρό του Άμλετ», γράφει σε κάποιο σημείο ο Ατάι. «Ωστόσο, αντί να εκδικούμαι για τον Σελίμ, μπλέκομαι στα μπούτια της Οφηλίας Μαγδαληνής»).
Γι’ αυτό και είναι δύσκολο για τον αναγνώστη, όπως και για τον ίδιο τον ήρωα, να αποκωδικοποιήσει, να ανιχνεύσει την ταυτότητά του, το γοητευτικά παραληρηματικό αυτό κείμενο με τις διαφορετικές στοχεύσεις και τις διαρκείς εναλλαγές ύφους, αφού η πρωτοπρόσωπη αφήγηση άλλοτε γίνεται μια ατελείωτη ερμηνεία στις πολυσέλιδες «Ωδές» του Σελίμ (ένα τεράστιο σκωπτικό ποίημα που μεταφράζει καίρια ο Δημήτρης Μαύρος, ο οποίος συμπληρώνει τη λαγαρή μετάφραση της Νίκης Σταυρίδη, η οποία μοιάζει πραγματικά με άθλο, με κάποιες ενστάσεις όσον αφορά την εκλαϊκευμένη απόδοση όρων όπως η «ακαταστασία στις ωδές» ή «κορμί» αντί για «σώμα», ειδικά όταν αναφέρεται στο σώμα της κειμενικότητας) και άλλοτε ένας ατελείωτος μονόλογος-πολιτικό μανιφέστο ή ένα ολοζώντανο πανόραμα φανταστικών θρησκευτικών μορφών και ηρώων που υποτίθεται ότι επηρέασαν την τουρκική σκέψη (όπου βρίσκουμε, για παράδειγμα, μια παραλλαγή του μύθου του Σολομώντα και μια κατασκευή ψευδοφιλοσόφων, όπως αυτή ενός άλλου Χέγκελ, του χασάπη!)).
Ενίοτε μάλιστα αποδομεί την τουρκική ταυτότητα ακριβώς για να την επανασυστήσει, φέρνοντας στον νου τον τρόπο που ο Τζέιμς Τζόις οικειοποιήθηκε την ιρλανδική ταυτότητα για να καταργήσει τις στατικές αρχές της στον Οδυσσέα. Η αντιστροφή στην έννοια της παράδοσης, το θρησκευτικό στοιχείο, η βλασφημία και το αντεστραμμένο χιούμορ είναι, όπως και στον Οδυσσέα του Τζόις, πανταχού παρόντα, όπως και η καταβύθιση σε έναν άλλο, υπόγειο κόσμο, στα καταγώγια και στα πορνεία.
Παίζοντας ακριβώς με όλες αυτές τις παραδοξότητες και τους αταβισμούς το παιχνίδι της φαντασίωσης, της ονειρικής διάστασης και του τρόμου, ο αφηγητής λέει κάποια στιγμή ότι ο Σελίμ τρέμει τους λύκους και τους λυκανθρώπους, παραπέμποντας προφανώς στον καταγωγικό μύθο της Τουρκίας που είναι η μπλε λύκαινα.
Μάλιστα, συνυφαίνοντας την ποίηση με την αρχιτεκτονική, τα ντοκουμέντα με τις λαϊκές προφορικές αφηγήσεις, ο Ατάι καταθέτει ένα ανοιχτό, πολλαπλών ερμηνειών ανάγνωσμα που δικαίως χαρακτηρίζεται το λογοτεχνικό αριστούργημα του 20ού αιώνα, προστατευόμενο μάλιστα από την Ουνέσκο. Δεν ηθικολογεί, φροντίζοντας να μην ανήκει σε κανένα ιδεολογικό ρεύμα, αλλά καταθέτει το δικό του πολιτικό μανιφέστο ενάντια στους καταναγκασμούς των κλισέ, τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και «όλους όσοι περικυκλώνουν το μικρό πλήθος μας σαν απανωτά στρώματα και δεν αφήνουν να τα διαπεράσει ο αέρας, εμποδίζοντας κι αυτήν ακόμα την αναπνοή μας».
Εν ολίγοις, εναντιώνεται σε όλους αυτούς τους «συγγραφείς οι οποίοι στη διάρκεια του πολέμου υποστήριζαν τους Γερμανούς και τώρα γράφουν ότι η δημοκρατία αποτελεί ζωτική ανάγκη» (κάπου ειρωνικά στο κείμενο η δημοκρατία αναγράφεται ως ντεμοκρασία), τους βολεμένους του συστήματος των λόγων. Αλλά ξέρει ότι «σε ανθρώπους σαν τον Σελίμ έτσι φέρονται», προδιαγράφοντας προφανώς τη μοναχική και μαρτυρική μοίρα κάθε αποσυνάγωγου σαν κι αυτόν.
Ακόμα, όμως, κι αν αυτό το πολυσέλιδο πολιτικό μανιφέστο που παρατίθεται στην αφήγηση θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τις Μέρες του όχλου του Τζόις, μεταφερμένο από τις παρυφές του αγγλόφωνου κόσμου και μιας κωμικοτραγικής ιρλανδικής ταυτότητας στο μεταίχμιο της τουρκικής ενδοχώρας, έχει τη δική του αξιακή δύναμη σε σχέση με το τι είναι αυτό που διαμόρφωσε και διαμορφώνει την τουρκική ταυτότητα πέρα από τις στερεοτυπικές αρχές και τις αρχετυπικές φιγούρες.
Αναμφίβολα, η καρδιά σφίγγεται όταν διαβάζουμε για άλλους παράδοξους βασιλείς που ξεκίνησαν από την παλιά Αντιόχεια (σημερινή Αντάκια), καθώς αυτόματα φέρνουμε στο μυαλό τον πρόσφατο σεισμό καθώς και όλες τις μεγάλες τραγωδίες που επανασύστησαν με διαφορετικό τρόπο την Τουρκία, τις οποίες αφουγκράζεται με τον δικό του υπόγειο τρόπο ο Ατάι, χωρίς όμως τον «εξωτισμό» άλλων Τούρκων συγγραφέων που προσπαθούν να είναι αρεστοί στη Δύση.
Καταληκτικά μιλώντας, μπορεί ελάχιστοι να κατάλαβαν το μεταμοντέρνο, όπως το αποκαλούν σήμερα, επικό έργο του Ατάι, αλλά σίγουρα είναι αυτό που έθρεψε και επηρέασε την πιο σημαντική γενιά Τούρκων συγγραφέων, τολμώ να πω κυρίως των γυναικών, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις σπουδαίες Πατιφέ Κενίν και Ασλί Ερντογάν.
Όπως, άλλωστε, έγραφε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Ατάι στο βιβλίο: «Μόνο ο συγγραφέας ως δημιουργός του έργου, θέλει δεν θέλει, είναι πρόσωπο υπαρκτό στην πραγματική ζωή. Όμως τίποτα περισσότερο δεν μπορεί να ειπωθεί σχετικά με το αν ζει ή όχι μέσα στην αληθινή ζωή την οποία διάγουμε, ούτε αν είναι ή δεν είναι πραγματικά όσα του συνέβησαν. (...) Μπορεί χτες να ονειρευόταν, μπορεί σήμερα να ονειρεύεται, μπορεί αύριο να ονειρευτεί. Μπορεί χτες να ζούσε, μπορεί σήμερα να ζει, μπορεί να ζει για πάντα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.