Γεννήθηκα σε ένα προάστιο της Τύνιδας. Έχασα τη μητέρα μου νωρίς κι έτσι ζούσα με τον πατέρα μου που ξαναπαντρεύτηκε, όμως δεν έκανε άλλα παιδιά. Έχω ωστόσο μεγάλο σόι –θείους, ξαδέλφια και τα λοιπά‒ με τους οποίους μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Από μικρή ήξερα πως διέφερα, πως όχι μόνο μου άρεσαν οι άντρες αλλά ένιωθα περισσότερο κορίτσι παρά αγόρι, κι ας μην το έδειχνα καθόλου. Διότι εννοείται πως όλα αυτά έπρεπε να τα κρύβω καλά –έχω κάνει ντοκτορά σε αυτό!– από συγγενείς, φίλους, συμμαθητές, από όλους.
• Η Τυνησία είναι μεν πιο προχωρημένη συγκριτικά με άλλα αραβικά κράτη, όμως η κοινωνία παραμένει συντηρητική στη βάση της. Υπάρχει πολλή καταπίεση, πολλή υποκρισία, η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη, σε κράζουν στον δρόμο, μπορεί και να σου επιτεθούν, η αστυνομία κυνηγάει... Δύσκολα επιβιώνει εκεί ένα ανοικτά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο, ειδικά αν είναι τρανς. Και όχι, η κατάσταση, για μας τουλάχιστον, δεν βελτιώθηκε μετά την Αραβική Άνοιξη, μάλλον χειροτέρεψε. Οι συλλήψεις είναι συνηθισμένες και συνοδεύονται συχνά από εξευτελισμούς, βρισιές ή και ξύλο. Οι περισσότεροι γκέι φίλοι μου έχουν κάνει μέχρι και τρεις μήνες φυλακή –τόσο ορίζει ο νόμος 240–, αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε πρωκτοσκόπηση, και όλα αυτά όχι μία φορά. Στις δε τρανς όχι μόνο συμπεριφέρονται χειρότερα αλλά, αν έχουν βάλει σιλικόνη στο στήθος, τις πάνε σε γιατρό να τους την αφαιρέσει. Σε μια γνωστή μου, που τώρα ζει στη Γαλλία, το έχουν κάνει επανειλημμένα, μιλάμε για σωστό βασανιστήριο.
Προσπαθώ πια να φτιάξω τη ζωή μου εδώ, να ολοκληρώσω τη φυλομετάβαση μέχρι το σημείο που επιθυμώ, να βρω μια σταθερή δουλειά, ένα καλύτερο σπίτι, να υποβάλω αίτηση για ιθαγένεια, να ανοίξω αργότερα κάποια δική μου επιχείρηση – σκέφτομαι ένα παραδοσιακό τυνησιακό καφέ-ρεστοράν.
• Όσο μεγάλωνα, που λες, τόσο αντιλαμβανόμουν ότι δεν γινόταν να συνεχίσω να ζω στην Τυνησία. Όχι από οικονομικής πλευράς ‒ ο πατέρας μου έχει μηχανουργείο και κάπως τα φέρνουμε βόλτα, έκανα κι εγώ διάφορα μεροκάματα, αυτά όμως που ήθελα και ένιωθα ήταν αδύνατο να τα πραγματοποιήσω εκεί. Προσπάθησα φιλότιμα μερικά χρόνια, αλλά δεν, ταυτόχρονα η θηλυκή μου πλευρά δεν άντεχε άλλο να κρύβεται.
• Όταν τελείωσα το λύκειο άρχισα να βγαίνω κρυφά κάποιες φορές τα βράδια ντυμένη γυναικεία μαζί με τρανς φίλες, αλλά οι κίνδυνοι ήταν πολλοί, κι έπειτα ήθελα να γίνω γυναίκα, όχι drag queen. Αποφάσισα λοιπόν στα 26 μου, μαζί με μια τρανς κολλητή μου, να αναζητήσουμε την τύχη μας στην Ευρώπη. Πήγαμε αρχικά το 2015 αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη, όπου κάτσαμε μερικούς μήνες να δούμε τι θα κάνουμε, όμως κι εκεί τα πράγματα είναι σκληρά για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Όταν μια τρανς που γνωρίσαμε εκεί δολοφονήθηκε, καταλάβαμε ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσουμε άλλο.
• Φύγαμε για Σμύρνη, όπου, αφού υποβάλαμε αίτημα ασύλου στο Αμερικανικό Προξενείο –ακόμα περιμένουμε απάντηση–, συνεχίσαμε για Αϊβαλί. Δώσαμε από 350 ευρώ σε έναν διακινητή, μπήκαμε νύχτα σε ένα φουσκωτό με κατεύθυνση τη Λέσβο τέσσερις τρανς με αντρικά ρούχα, ο φίλος της μιας, εγώ ως αγόρι και άλλα τέσσερα άτομα. Ευτυχώς η θάλασσα ήταν λάδι – λίγο πριν φτάσουμε στην ακτή κι ενώ ακόμα ήμασταν σε διεθνή ύδατα, όπως μάθαμε, μας προλαβαίνει ένα βρετανικό πολεμικό σκάφος. Μας ειδοποιούν ότι κινδυνεύουμε να «πέσουμε» πάνω σε κάτι ιχθυοτροφεία, μας περιμαζεύουν, μας περιποιούνται και μας οδηγούν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Αιτούμαστε αμέσως άσυλο και υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας ως ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσφυγες.
• Μας πήγαν καταρχάς στη Μόρια, όταν όμως μας πήραν είδηση κάτι άλλοι Άραβες πρόσφυγες από το Μαγκρέμπ άρχισαν να μας παρενοχλούν επίμονα και να μας ειρωνεύονται, αντί να κοιτάνε τη δική τους κατάσταση. Διαμαρτυρηθήκαμε έντονα και οι άνθρωποι του UNHCR μάς νοίκιασαν την επομένη διαμέρισμα στην πόλη. Όμως θέλαμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας ‒ δυο βδομάδες μετά φτάσαμε με πλοίο τον Πειραιά. Βλέποντας για πρώτη φορά από τη θάλασσα το λεκανοπέδιο της Αττικής, κάτι σκίρτησε μέσα μου και είπα στην παρέα, «εσείς πηγαίνετε όπου θέλετε, εγώ εδώ θα μείνω!».
• Με τη συνδρομή της Solidarity Now, που μας περίμενε, αποκτήσαμε προσωρινή άδεια διαμονής, ΑΜΚΑ και όλα τα σχετικά, μας εξασφάλισαν κάποιο επίδομα, μας στέγασαν επίσης σε διαμέρισμα στο κέντρο στην Αχαρνών. Δεν ήταν όλα εύκολα, τράβηξα και ζόρια, όμως αγάπησα εξαρχής αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της. Μοιάζουμε, ξέρεις, αρκετά και στο κλίμα, και στον τρόπο ζωής, και στην αισθητική, και στη νοοτροπία και στις συμπεριφορές, οπότε ήταν σαν να βρισκόμουν στην Τύνιδα, μόνο που στην Αθήνα τα πράγματα είναι πολύ πιο ελεύθερα και οι άνθρωποι πιο φιλικοί, πιο εξωστρεφείς, πιο κοσμοπολίτες. Οι περισσότεροι μετανάστες και πρόσφυγες βλέπουν την Ελλάδα ως πέρασμα ‒ είχα κι εγώ ευκαιρίες να συνεχίσω για Γαλλία ή Ολλανδία, όμως συνειδητοποίησα ότι εδώ ταιριάζω καλύτερα.
• Δυο χρόνια μετά μετακόμισα για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, μου άρεσε πολύ κι εκεί, όμως η Αθήνα σού προσφέρει περισσότερα. Εδώ επέστρεψα και όταν αποφάσισα πρόπερσι να γυρίσω στην πατρίδα μου μέσω Τουρκίας –ως αγόρι ξανά, εννοείται, ευτυχώς δεν είχα ξεκινήσει τις ορμόνες‒ για να φροντίσω τον άρρωστο πατέρα μου, παρότι το ρίσκο να μην μπορέσω ποτέ να ξαναέρθω ήταν μεγάλο – το ότι όταν εκείνος ανέρρωσε το κατάφερα ευκολότερα απ’ ό,τι θα φανταζόμουν ποτέ, περνώντας τον Έβρο με λεωφορείο αυτήν τη φορά, ίσως σημαίνει κάτι!
• Αγαπώ να κάνω μεγάλους περιπάτους στο ιστορικό κέντρο, στην Ακρόπολη, στου Μακρυγιάννη, στα Αναφιώτικα, στην Πλάκα, στο Θησείο, στου Φιλοπάππου, στον Κεραμεικό, στο Γκάζι, όπου συνήθως βγαίνω για να διασκεδάσω, στην παραλιακή επίσης. Λατρεύω τα πολλά μικρά μαγαζάκια, τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα, τα τόσα πράγματα που συμβαίνουν σε αυτή την πόλη καθημερινά, τη ζωντάνια, το χάος της ακόμα – μοιάζουμε και σ’ αυτό! Μου αρέσουν, επίσης, πολύ οι μουσικές και οι γεύσεις σας.
• Εδώ και λίγο καιρό μένω στου Γκύζη, δεν είναι ακριβώς το σπίτι των ονείρων μου, αλλά η γειτονιά είναι όμορφη, ανθρώπινη, «πράσινη» –παραδίπλα είναι το Πεδίο του Άρεως– και, το κυριότερο, είναι εντάξει. Μπορώ να πω ότι μέχρι τώρα ουδέποτε αντιμετώπισα πρόβλημα στην Αθήνα όπως κι αν κυκλοφορούσα· βλέμματα φιλικά ή επιδοκιμασίας, ναι, ιδίως από νέους ανθρώπους, επιθετικά, ειρωνικά ή σεξιστικά, όχι, ποτέ κι αυτό με έχει απελευθερώσει, νιώθω πιο αποδεκτή γι’ αυτό που είμαι. Μπορεί απλώς να έχω σταθεί τυχερή, πάντως δεν αισθάνθηκα ποτέ απειλή.
• Προσπαθώ πια να φτιάξω τη ζωή μου εδώ, να ολοκληρώσω τη φυλομετάβαση μέχρι το σημείο που επιθυμώ, να βρω μια σταθερή δουλειά ‒έχω κάνει ήδη διάφορες επαγγελματικές αιτήσεις‒, ένα καλύτερο σπίτι, να υποβάλω αίτηση για ιθαγένεια, να ανοίξω αργότερα, αν τα καταφέρω, κάποια δική μου επιχείρηση ‒ σκέφτομαι ένα παραδοσιακό τυνησιακό καφέ-ρεστοράν. Μιλώ πολύ καλά γαλλικά και αγγλικά, τα ξεκίνησα στο σχολείο, αλλά τα τελειοποίησα μόνη μου διαβάζοντας, ακούγοντας ξένη μουσική και παρακολουθώντας ταινίες, σειρές και βιντεοκλίπ. Ελληνικά καταλαβαίνω πια σχεδόν τα πάντα, αλλά δυσκολεύομαι ακόμα να τα μιλήσω. Φταίει και που συνεννοούμαι άνετα με τις άλλες δύο γλώσσες, οπότε μέχρι τώρα δεν ήταν ανάγκη να τα μιλάω, πρέπει όμως και γι’ αυτό ξεκινώ σύντομα μαθήματα. Θα μπορούσα να κάνω τη μεταφράστρια σε προσφυγικές υπηρεσίες και δομές, όμως αφενός τα χρήματα είναι λίγα, αφετέρου είναι μια ψυχοφθόρα απασχόληση. Η επικοινωνία, οι δημόσιες σχέσεις ή οι πωλήσεις μού πηγαίνουν περισσότερο. Σημασία έχει ότι η Αθήνα είναι πια το σπίτι μου κι εδώ θέλω να ζήσω. Κι ας μην είναι ακριβώς Ευρώπη η Ελλάδα, όπως με πικάρει ένας θείος μου μετανάστης από χρόνια στη Γαλλία – ή ίσως ακριβώς γι' αυτό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.