Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό κοντά στη Λαχόρη. Προέρχομαι από μια φτωχή οικογένεια με τρία παιδιά, ένα κορίτσι και δύο αγόρια. Ο πατέρας μου δούλευε εργάτης γης – ακόμα δουλεύει –, το ίδιο και η μάνα μου, όταν μπορεί. Έχουμε κι ένα κτηματάκι, αλλά το εισόδημά μας ήταν πολύ χαμηλό, δεν βγαίναμε. Πολλοί συγχωριανοί μας είχαν ξενιτευτεί, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, και όταν ο μεγαλύτερος αδελφός μου κατάφερε να περάσει στην Ευρώπη και να φτάσει στην Ισπανία, όπου ζει μέχρι σήμερα, αποφάσισα ότι είχε έρθει και η δική μου ώρα, κι ας είχα μόλις τελειώσει το δημοτικό – όταν ζεις στην ανέχεια, ωριμάζεις γρηγορότερα. Οι δικοί μου, η μάνα μου ειδικά, στενοχωρήθηκαν, τι να έκαναν όμως, ήξεραν πως εκεί θα δυστυχούσα, δεν είχαν καν τα χρήματα να με σπουδάσουν.
• Είχα μόλις κλείσει τα 11 όταν ακολούθησα μια ομάδα νέων ανδρών από το χωριό που ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν και ανέλαβαν να με πάρουν υπό την προστασία τους. Δεν πηγαίναμε στην τύχη, είχαμε εξαρχής σκοπό να φτάσουμε στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν ήδη άλλοι συγγενείς και φίλοι και μας είχαν διαβεβαιώσει ότι υπάρχουν δουλειές για μας εκεί – το 2005 ήταν ακόμα καλά τα πράγματα. Κάναμε όλη τη διαδρομή ως τα ελληνοτουρκικά σύνορα, ενάμιση μήνα μάς πήρε σύνολο. Στην ηλικία που ήμουν είχα ενθουσιαστεί που έβλεπα τόσα καινούργια μέρη, μου φαινόταν σαν μαγικό ταξίδι!
Δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ έξι μέρες την εβδομάδα, όπως εξακολουθώ να κάνω και σήμερα. Ούτε για να παρακολουθήσω δωρεάν μαθήματα δεν περίσσευε χρόνος, οπότε γυρνώντας κάθε βράδυ από τη δουλειά στρωνόμουνα μόνος μου στο διάβασμα.
• Περάσαμε στην Ελλάδα από τον Έβρο, με λεωφορείο αυτήν τη φορά. Κάποιοι από μας είχαν χαρτιά, ότι θα πήγαιναν να εργαστούν και τέτοια, κάποιοι άλλοι όχι, πάντως εγώ και ένα-δυο ακόμα ανήλικοι περάσαμε ως συνοδευόμενοι. Κάπως έτσι φτάσαμε στην Αθήνα και καταλήξαμε στο Μπουρνάζι, όπου ζουν πολλοί δικοί μας. Οι μεγαλύτεροι νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα και μείναμε εκεί τέσσερις-πέντε νοματαίοι, όσο για δουλειά πήγα και ζήτησα στη λαϊκή της γειτονιάς ως βοηθός.
• Στην αρχή έκανα διάφορα θελήματα, όμως μόλις μεγάλωσα λίγο έπιασα δουλειά κανονικά. Τότε ήταν που έκανα «Σάκης» το Σακίμπ για να ακούγεται πιο ελληνικό, να μην ξενίζει. Γλώσσα άλλη από τη δική μου, τα πουντζάμπι, δεν ήξερα, έπρεπε λοιπόν να μάθω οπωσδήποτε ελληνικά, πώς όμως; Δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ έξι μέρες την εβδομάδα, όπως εξακολουθώ να κάνω και σήμερα. Ούτε για να παρακολουθήσω δωρεάν μαθήματα δεν περίσσευε χρόνος, οπότε γυρνώντας κάθε βράδυ από τη δουλειά στρωνόμουνα μόνος μου στο διάβασμα. Έβλεπα ταυτόχρονα εκπομπές, σίριαλ και ταινίες στην τηλεόραση και άκουγα ελληνική μουσική ώστε να εξοικειώνομαι περισσότερο με τη γλώσσα, επιδίωκα επίσης να κάνω παρέα με Έλληνες, κάτι που δεν ήταν πάντα εύκολο βέβαια – ακόμα και στη λαϊκή καταλαβαίνω πως κάποιος κόσμος με στραβοκοιτάει και αποφεύγει να ψωνίσει από μένα επειδή είμαι σκουρόχρωμος.
• Στην προσαρμογή μου βοήθησε αρκετά και η σχέση που έκανα με μια κοπέλα από την Αλβανία, ήμασταν μαζί κάπου δυο χρόνια και συνεννοούμασταν βέβαια στα ελληνικά. Μείναμε μαζί στην Κυψέλη, όταν χωρίσαμε επέστρεψα στο Μπουρνάζι, όπου ζω και σήμερα, με τη διαφορά ότι νοικιάζω πλέον μόνος μου σπίτι. Είναι ωραία περιοχή και μας χωράει όλους. Παντρεύτηκα κιόλας στο μεταξύ, όχι εδώ –πολύ δύσκολα Ελληνίδα θα έπαιρνε Πακιστανό– αλλά πίσω στην πατρίδα, μάλιστα έχουμε τώρα ένα κοριτσάκι 1,5 ετών. Με προξενιό μάς γνώρισαν, αλλά ταιριάξαμε και τα πάμε καλά. Μιλάμε καθημερινά, όμως μου λείπουν πολύ η γυναίκα και η κόρη μου. Θέλω όσο τίποτα να τις φέρω στην Ελλάδα, να είμαστε όλοι μαζί, όμως τα εμπόδια είναι πολλά για μας, μπορεί και περισσότερα απ’ ό,τι για άλλες εθνότητες. Μακάρι να ξεπεραστούν κάποια στιγμή.
• Δεν έχω κάποια συναρπαστική ζωή να αφηγηθώ. Σηκώνομαι καθημερινά, εκτός Κυριακής, πριν ξημερώσει να πάω με το μηχανάκι μου στην Kεντρική Λαχαναγορά στου Ρέντη, όπου απασχολούνται πολλοί συμπατριώτες μου. Φορτώνουμε κλούβες και κασόνια με φρούτα και λαχανικά, ύστερα μεταφερόμαστε κάθε μέρα σε άλλη λαϊκή, και όταν σχολάει, επιστρέφουμε στη λαχαναγορά να παραδώσουμε ό,τι έμεινε. Το ξέρω καλά αυτό το επάγγελμα, μου αρέσει και δεν θέλω να το αλλάξω, αν αποκτήσω κάποια στιγμή επαγγελματική άδεια και δικό μου πάγκο θα είμαι ικανοποιημένος. Δεν πολυβγαίνω αν δεν είναι για δουλειά, αν είχα εδώ την οικογένεια θα κάναμε τις βόλτες μας ένα γύρο και θα διασκεδάζαμε, έτσι, τώρα, σαν τον μαγκούφη ή με παρέες από δω κι από κει, βαριέμαι. Ευτυχώς έχω καλό αφεντικό, κανονικό μισθό, ασφάλιση, άδεια παραμονής, απ’ όλα αυτά είμαι εντάξει. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, δεν χρειάζομαι πολλά για να ζήσω, ό,τι οικονομίες τις στέλνω στους δικούς μου. Ναι, στην Αθήνα βλέπω το μέλλον μου, πού αλλού, ειδικά αν καταφέρω να φέρω και την οικογένειά μου εδώ.
• Στη Λαχόρη και το Πακιστάν δεν θέλω να επιστρέψω μόνιμα ‒ καλά είναι κι εκεί, αλλά βασανισμένη χώρα. Έπειτα εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα κι έχω μάθει αλλιώς. Μου αρέσουν πολύ και η ζωή και ο τόπος και οι άνθρωποι εδώ, κι αν με πικραίνουν καμιά φορά, χαλάλι, κακία δεν κρατάω σε κανέναν. Πέρασε κι εκείνο το κακό με τις επιθέσεις των χρυσαυγιτών που είχε αναστατώσει πολλούς από μας. Θυμάμαι που το ’13 είχαν φάει στην ψύχρα κι εκείνο το παλικάρι, τον Σαχζάτ Λουκμάν που απλώς πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά του, μεγάλο κρίμα. Προσωπικά, πάντως, δεν φοβήθηκα ποτέ. Έντεκα χρονών ξεκίνησα να διασχίσω με τα πόδια τη μισή Ασία, αυτοί θα με τρόμαζαν; Ναι, θα ήθελα να κάνω περισσότερες φιλίες με Έλληνες και βέβαια να αιτηθώ την υπηκοότητα, ξέρω όμως ότι σου ζητάνε πολλά, ότι και σπουδαγμένοι άνθρωποι δυσκολεύονται. Ας είναι, εγώ αισθάνομαι ήδη πολίτης αυτού του τόπου κι αυτό δεν αλλάζει!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.