Παρακολουθώντας κανείς τον έντυπο και ηλεκτρονικό Tύπο αλλά και τον δημόσιο λόγο γενικά, έχει την εντύπωση ότι η μετανάστευση και η ιθαγένεια στην Ελλάδα είναι ζητήματα νομικά αρρύθμιστα, ότι κυριαρχούν όσοι παράνομα ζουν στη χώρα, ότι «κυκλώματα» καθορίζουν με παράνομο τρόπο τα μεταναστευτικά ζητήματα ή ότι οι μετανάστες ψηφίζουν και ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις.
Ας υποθέσουμε ότι όλες οι αστοχίες των δημοσιευμάτων προέρχονται από την ασχετοσύνη όσων τα γράφουν και δεν υφέρπει κάποια πολιτική πρόθεση. Ακόμα όμως κι έτσι, δεν παύουν να δημιουργούν ψευδείς πεποιθήσεις στους πολίτες. Για παράδειγμα, το τάδε κύκλωμα που εξάρθρωσε η Ελληνική Αστυνομία δεν έδινε «ταυτότητες», όπως συνήθως αναφέρεται, δηλαδή αστυνομικές ταυτότητες που κατέχουν οι Έλληνες πολίτες, αλλά μεσολαβούσε ώστε να εκδίδονται άδειες παραμονής, και οι αστυνομικοί που συνελήφθησαν πρόσφατα στην Κρυσταλλοπηγή δεν εμπλέκονταν σε έκδοση αδειών παραμονής αλλά εποχικών θεωρήσεων εισόδου ή παρατάσεων. Είναι αμφίβολο αν ο μέσος Έλληνας γνωρίζει το προφανές, ότι οι «αλλοδαποί» δεν ψηφίζουν, όποια άδεια παραμονής και να κατέχουν, όσα χρόνια και να είναι στη χώρα.
Στο κείμενο που ακολουθεί προσπαθούμε να ξετυλίξουμε εν συντομία την ιστορία του μεταναστευτικού φαινομένου στην Ελλάδα και να δούμε σημαντικές πτυχές του από τη δεκαετία του 1990. Ιδίως εστιάζουμε σε εκείνα τα πραγματολογικά και θεσμικά ζητήματα που συνήθως δημιουργούν συγχύσεις και παρανοήσεις ή και από πρόθεση παραποιούνται στον δημόσιο λόγο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μετανάστευση προς την Ελλάδα όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα ξεκινά κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) και σχετίζεται με την έλλειψη εργατικού δυναμικού που είχε δημιουργήσει η μετανάστευση των Ελλήνων σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη οικονομία.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η μετανάστευση προς τις περιοχές της Ρούμελης και του Μοριά δεν είχε σταματήσει ούτε κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων που οδήγησαν στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. «Βούλγαροι» εργάτες συνέχιζαν να μαζεύουν τη σοδειά στην Κωπαΐδα, ενώ στη δεκαετία του 1840 εντοπίζονται και οι πρώτες καταγγελίες μουσουλμάνων «Αλβανών» για τη μη πληρωμή τους.
Καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, πολλοί, κυρίως ελληνορθόδοξοι με διαφορετικές μητρικές γλώσσες, μεταναστεύουν προς την Ελλάδα, όχι μόνο ευκαιριακά ή για να εργαστούν σε μεγάλα έργα, αλλά και για να εγκατασταθούν μόνιμα. Ακόμη πιο παράξενο ακούγεται ότι από τη δεκαετία του 1830 χιλιάδες μεταναστεύουν από το μικρό βασίλειο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια πληθυσμιακή μετακίνηση που επίσης θα συνεχιστεί όλο τον 19ο αιώνα. Σε αντίθεση, λοιπόν, με αυτό που πιστεύουμε, η πρώτη έξοδος των Ελλήνων δεν είναι προς τις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, ούτε οι πρώτες μαζικές μεταναστεύσεις προς την Ελλάδα ξεκινούν μετά το 1990.
Αντιστοίχως, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι η μετανάστευση σχετίζεται μόνο με μετακινήσεις από τις πολύ φτωχές χώρες προς τις πλούσιες, οι μεταναστευτικές ροές είναι πολύ πιο σύνθετες. Πράγματι, ένα σημαντικό μέρος τους αφορά τη μετακίνηση από φτωχότερες προς πλούσιες χώρες. Όμως, όχι μικρά ποσοστά κατέχουν οι μεταναστεύσεις μεταξύ φτωχότερων χωρών, από σχετικά φτωχές σε λίγο πλουσιότερες, αλλά και από πλουσιότερες σε φτωχότερες χώρες.
Ακόμα μία μορφή μετανάστευσης που τείνουμε να μην τη θεωρούμε ως τέτοια αφορά πληθυσμιακές ομάδες που επικαλούνται κάποια «συγγένεια» με ένα κράτος και μεταναστεύουν προς αυτό, συχνά δε αντιμετωπίζονται με προνομιακό τρόπο. Στην Ελλάδα αυτοί αναφέρονται συνήθως ως ομογενείς.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μετανάστευση προς την Ελλάδα όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα ξεκινά κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) και σχετίζεται με την έλλειψη εργατικού δυναμικού που είχε δημιουργήσει η μετανάστευση των Ελλήνων σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη οικονομία. Βασίζεται ιδίως σε διακρατικές συμφωνίες.
Έτσι, Πακιστανοί θα μετακινηθούν στην Ελλάδα για να εργαστούν στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Στη συνέχεια, τα καΐκια όλης της χώρας θα πλημμυρίσουν με Αιγύπτιους αλιεργάτες. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η ΕΛ.ΑΣ. το 1989 είχε χορηγήσει περίπου 180.000 άδειες παραμονής, αν και δεν είναι ξεκάθαρο ποιους ακριβώς περιλαμβάνει αυτός ο αριθμός.
Συχνά γίνεται λόγος για την αντιμετώπιση των μεταναστών εκείνη την περίοδο με νομοθεσία της δεκαετίας του 1920. Στην πραγματικότητα, με εκατοντάδες ρυθμίσεις, αρκετές εκ των οποίων απόρρητες, το ελληνικό κράτος «μπάλωνε» τα κενά και τις νεοεμφανιζόμενες κάθε φορά κανονιστικές ανάγκες.
Η πτώση του Ανατολικού Μπλοκ φέρνει τη χώρα αντιμέτωπη με εξαιρετικά αυξημένες ροές μεταναστών, στις οποίες θα πρέπει να συμπεριληφθούν αυτές των αποκαλούμενων ομογενών από την Αλβανία και την πρώην Σοβιετική Ένωση, παρόλο που κάποιοι εκ των δεύτερων είχαν σαφώς προσφυγικό προφίλ. Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες της Ευρώπης, ειδικά του Νότου, που ήρθαν αντιμέτωπες με αυτά τα πρωτοφανή κύματα, βρέθηκαν σε αμηχανία.
Η ελληνική απάντηση του 1991 ήταν ένας νόμος ανεδαφικός για την ελληνική πραγματικότητα, ένα «copy-paste» από παλαιότερες βορειοευρωπαϊκές ρυθμίσεις, ο οποίος έθετε εξαιρετικά δύσκολες προϋποθέσεις για να λάβει και να διατηρήσει κάποιος την άδεια παραμονής.
Μέχρι το 1997-1998, οπότε και επιχειρήθηκε σοβαρά η νομιμοποίηση έως και 400.000 μεταναστών, η τεράστια πλειοψηφία τους διαβιούσε παρανόμως στη χώρα και εργαζόταν στη μαύρη αγορά εργασίας. Για αρκετά ακόμα έτη η λογική των «σκληρών προϋποθέσεων» θα κυριαρχήσει, ενώ ταυτόχρονα η πραγματικότητα επέβαλε τις συνεχείς μαζικές νομιμοποιήσεις δεκάδων χιλιάδων παράνομων μεταναστών κατά περιόδους, ώστε να αντιμετωπιστεί με ρεαλιστικούς όρους η υφιστάμενη κατάσταση.
Αναμφισβήτητα δεν επρόκειτο για μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Όλες οι χώρες του Νότου εγκλωβίστηκαν στα ίδια περίπου αδιέξοδα και προέκριναν τις μαζικές νομιμοποιήσεις ως διέξοδο, αν και οι περισσότερες άλλαξαν πολιτικές πριν από την Ελλάδα.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 η Ε.Ε. θα νομοθετήσει σχετικά με μια κοινή μεταναστευτική πολιτική, που ναι μεν θα απαγορεύσει –αν και όχι με απόλυτο τρόπο– τις μαζικές νομιμοποιήσεις, αλλά θα επιβάλει ταυτόχρονα στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν συμπεριληπτικές πολιτικές απέναντι στους μετανάστες, όπως, και ιδίως, το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση και την «άδεια επί μακρόν διαμένοντος», ουσιαστικά δηλαδή το δικαίωμα της μόνιμης παραμονής στη χώρα του μετανάστη και της οικογένειάς του.
Η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 2000 βρίσκει τη χώρα το 2009 με περίπου 650.000 νομίμως διαμένοντες «υπηκόους τρίτων χωρών», περίπου 350.000 ομογενείς από την Αλβανία και την πρώην Σοβιετική Ένωση και έως 150.000 υπηκόους Ε.Ε. Μέσα σε λιγότερο από μία εικοσαετία ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν συνδέσει οργανικά τη ζωή τους με την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, έως και 400.000 μετανάστες «τρίτων χωρών» διαβιούσαν στη χώρα παρανόμως, πιθανώς ο μεγαλύτερος αναλογικά αριθμός σε χώρα της Ε.Ε.
Η οικονομική κρίση στη συνέχεια και η δυνατότητα των Αλβανών πολιτών να εισέρχονται χωρίς βίζα ένα εξάμηνο ανά έτος θα μειώσει δραματικά τον αριθμό των παρανόμως διαβιούντων στη χώρα. Σταδιακά, πολλοί μετανάστες θα ξεφύγουν από τη μαύρη οικονομία, αν και, είτε λόγω της κρατικής βούλησης είτε ακόμη και της δικής τους, μερικοί τομείς της οικονομίας που απασχολούν κυρίως μετανάστες θα παραμείνουν στη σφαίρα της μαύρης οικονομίας.
Παρά την κυρίαρχη αφήγηση περί του αντιθέτου, ένα σχετικά μικρό μέρος των νομίμως διαμενόντων μεταναστών εγκατέλειψε τη χώρα λόγω της οικονομικής κρίσης. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010 θα εξορθολογιστεί με όχι συντηρητικό τρόπο η μεταναστευτική νομοθεσία και ήδη από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας είχε αρχίσει η διοικητική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών που θα φέρει τέλος σε μια ντροπή της χώρας που αφορούσε τις διαδικασίες χορήγησης και ανανέωσης της άδειας παραμονής.
Αν θελήσουμε να μείνουμε μόνο στις μεταναστευτικές ροές, και παρά τη μερική ρευστότητα μεταξύ των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών, η Ελλάδα μετά την «κρίση» του 2015, από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 έως και σήμερα, θα αντιμετωπίσει από τις μικρότερες εισροές παράνομων μεταναστών όλης της τριακονταετίας.
Πάντως, οι εισροές μεταναστών θα συνεχιστούν, όπως θα εξηγηθεί και στη συνέχεια: σήμερα διαβιούν νομίμως περίπου 700.000 υπήκοοι τρίτων χωρών –αν και το υπάρχον νομικό πλαίσιο επιτρέπει κάποιοι εξ αυτών να μη ζουν πραγματικά στην Ελλάδα– και περίπου 200.000 υπήκοοι Ε.Ε., εκ των οποίων οι μισοί περίπου είναι υπήκοοι Βουλγαρίας και Ρουμανίας.
Καμία αξιόπιστη μελέτη για τον αριθμό των παρανόμως διαμενόντων δεν έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν σε ιδιαιτέρως μικρά μεγέθη. Κάποιοι υπολογίζουν, με βάση ορισμένες ενδείξεις, ότι όσοι διαμένουν παρανόμως στη χώρα, και δεν εισέρχονται για εποχική απασχόληση, μάλλον δεν ξεπερνούν τους 100.000.
Πέραν τούτου όμως, ας μας επιτραπεί να κάνουμε μία αναφορά και στο μέγεθος των πρόσφατων εισροών από την Τουρκία: σε αντίθεση με το τι φημολογείται, αυτοί που υποθετικά παραμένουν στη χώρα τον Νοέμβριο του 2022 δεν ξεπερνούσαν τους 35.000.
Η μετανάστευση συνδέεται, βέβαια, με την απόδοση ιθαγένειας στον μεταναστευτικό πληθυσμό. Παρά τις θεμελιώδεις θεωρητικές διαφορές μεταξύ του δικαίου του εδάφους και του δικαίου του αίματος, εν πολλοίς τα εθνικά κράτη, στη μεγάλη τους πλειοψηφία –έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών–, προχωρούν στην «αποκατάσταση» της πολιτικής κοινότητας, συμπεριλαμβάνοντας τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς –ή μεγάλο τους τμήμα– στους πολίτες τους.
Η Ελλάδα, ένα τυπικό κράτος δικαίου του αίματος, όχι εξαρχής αλλά από το 1856, θα ακολουθήσει ανοικτές πολιτικές ιθαγένειας μέχρι και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Η αντιστροφή αυτή θα ενταθεί στο μετεμφυλιακό κράτος της εθνικοφροσύνης, όταν η συμπερίληψη στην πολιτική και αντιστοίχως εθνική κοινότητα θα νοηματοδοτηθεί εξαιρετικά στενά.
Παρά τα σταδιακά ανοίγματα από τη Μεταπολίτευση και μετά που πραγματοποιήθηκαν σχεδόν απ’ όλες τις κυβερνήσεις, αν και τα περισσότερα δεν αφορούσαν μετανάστες γενικά αλλά όσους κατηγοριοποιούνται ως ομογενείς, η Ελλάδα παρέμεινε μέχρι το 2010 μια εξαίρεση στην πρώην δυτική Ευρώπη, καθώς η ιθαγένεια αποτελούσε μια μαύρη τρύπα στο κράτος δικαίου.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το υπουργείο Εσωτερικών είχε τη δυνατότητα να μην απαντήσει ποτέ στην αίτηση πολιτογράφησης ή να την απορρίψει χωρίς καμία αιτιολογία. Χώρες με εμβληματική αντίθεση στο δίκαιο του εδάφους, όπως η Γερμανία, είχαν μεταρρυθμίσει το δίκαιό τους, ενώ άλλες, όπως η Αυστρία, χωρίς να αλλάξουν τον κανόνα του δικαίου του αίματος, προχώρησαν σε δεκάδες χιλιάδες πολιτογραφήσεις.
Αναμφίβολα η μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου της ιθαγένειας του 2010, και εν συνεχεία του 2015, αποτελεί τομή όχι μόνο γιατί επέτρεψε σε όσους γεννιούνται ή/και μεγαλώνουν στην Ελλάδα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια αλλά και επειδή τοποθέτησε την ιθαγένεια –και ειδικά την πολιτογράφηση– στο κράτος δικαίου.
Παράλληλα, οι κτήσεις ιθαγένειας συνέβαλαν στο να αμβλυνθούν αντιθέσεις και χάσματα και να προωθηθεί η ένταξη των μεταναστών, με την οποία άλλωστε το ελληνικό κράτος δεν είχε ούτε προσχηματικά ασχοληθεί.
Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, η απόδοση ιθαγένειας στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς είναι ο κανόνας στα ανεπτυγμένα οικονομικά κράτη, με προσωρινή, θα τολμούσα να πω, εξαίρεση τα κράτη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης. Είτε διαφημίζοντας τα οικονομικά οφέλη τέτοιων πολιτικών, όπως στις ΗΠΑ, είτε αποκρύπτοντάς τα και δίνοντας έμφαση στις «αξίες», όπως στην Ευρώπη, όλοι συμφωνούν ότι η συμπερίληψη των μεταναστών στις πολιτικές και εθνικές κοινότητες είναι «ορθή πολιτική».
Βέβαια, η ιστορία των περισσότερων εθνικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, μας δείχνει ότι, παρά την αντίθετη ρητορική κάποιων εξ αυτών, πάντα έτσι έπρατταν, ίσως με μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαλείμματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα, όπως και σε μερικά ακόμη κράτη, οι «εθνικές πολιτικές» εμπλέκονται με αυτές της μετανάστευσης και της ιθαγένειας: η Ελλάδα θα δώσει με συνοπτικές διαδικασίες την ιθαγένεια σε πάνω από 150.00 πρώην Σοβιετικούς πολίτες που χαρακτήρισε ομογενείς μετά το 1990, ενώ, αντίθετα, μέχρι το 2007 δεν θα αποδώσει την ιθαγένεια σε κανέναν από τους πάνω από 200.000 Αλβανούς πολίτες που κατηγοριοποίησε ως ομογενείς, οπότε και θα ακολουθήσει μια εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική.
Μάλιστα, θα ακολουθήσει από το 2012 μέχρι και σήμερα, αδιαλείπτως, μια επιθετική πολιτική, στα χνάρια της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας, αποδίδοντας την ιθαγένεια και σε όσους θεωρεί ομογενείς που διαμένουν εκτός Ελλάδας, στην Αλβανία.
Πάντως, αποδίδοντας ιθαγένεια σε όσους είχε κατηγοριοποιήσει ως ομογενείς εξ Αλβανίας που ζούσαν στην Ελλάδα, κατάφερε, στην αποτυχημένη προσπάθειά της να παρουσιάσει μια τεράστια ελληνική μειονότητα, να εντάξει επιτυχημένα δεκάδες χιλιάδες Αλβανούς πολίτες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Αναφορικά με όσους στερεοτυπικά θεωρούμε μετανάστες, αυτούς που η ελληνική διοίκηση ονομάζει αλλογενείς, και παρά τα προβλήματα που παρουσιάζονται ιδίως με τις καθυστερήσεις στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών που γεννήθηκαν ή/και μεγαλώνουν στην Ελλάδα έχουν αποκτήσει ή σε κάθε περίπτωση αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια.
Από το 2015 μέχρι σήμερα περί τα 95.000 παιδιά (ή πρώην παιδιά) έχουν λάβει την ελληνική ιθαγένεια (και λίγες χιλιάδες ακόμη την περίοδο 2011-2012), αλλά μόνο περί τα 25.000 έχουν πολιτογραφηθεί Έλληνες. Οι Αλβανοί πολίτες που σταθερά αποτελούν γύρω στο 65% του μεταναστευτικού πληθυσμού παρουσιάζουν ανάλογα ποσοστά πολιτογράφησης, αλλά συνιστούν γύρω στο 90% των «παιδιών» που λαμβάνουν την ιθαγένεια.
Σε αντίθεση με όσα αναφέρονται, ο σημερινός μεταναστευτικός πληθυσμός της Ελλάδας έχει χαρακτηριστικά που θα «ζήλευαν» άλλες χώρες. Πολλά χρόνια συνεχούς νόμιμης παραμονής, οικογενειακό μοντέλο διαβίωσης στη χώρα και σχετική κοινωνική κινητικότητα.
Τον Ιανουάριο του 2022 κατείχαν άδεια παραμονής σε ισχύ 686.000 πολίτες τρίτων χωρών. Από αυτές μόνο οι 107.000 ήταν για απασχόληση, ενώ οι άδειες οικογενειακής επανένωσης ανέρχονταν σε 249.000 και οι «λοιπές», που περιλαμβάνουν ανεξάρτητη επαγγελματική απασχόληση, ανέρχονταν σε 326.000. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι όσοι πολιτογραφούνται, έχουν διαμονή στη χώρα που υπερβαίνει τα είκοσι έτη, πρόκειται δηλαδή για πρόσωπα εξαιρετικά ενταγμένα.
Σε αντίθεση πάλι με την τρέχουσα ρητορική, τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει ένας ελκυστικός μεταναστευτικός προορισμός για αρκετούς: όσοι κατέχουν άδειες παραμονής είναι σε απόλυτους αριθμούς περισσότεροι απ’ όσους κατείχαν το 2009, προ κρίσης, παρά την απόδοση ιθαγένειας.
Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από τις πρόσφατες πολιτικές που σχετίζονται με το μεταναστευτικό, αυτό αφορά την ιθαγένεια. Το 2015, αλλά και το 2019, με την αλλαγή κυβέρνησης, επιβεβαιώθηκε ότι το πολιτικό σύστημα, σε ένα από τα λίγα που συμφωνεί, είναι η απόδοση ιθαγένειας σε όσους γεννιούνται και μεγαλώνουν στη χώρα.
Έτσι, από την ακροδεξιά αντιμεταναστευτική ρητορική και πολιτική αντίθεση στην απόδοση ιθαγένειας του τότε πρωθυπουργού Σαμαρά περάσαμε σε μια εν πολλοίς συμφωνία όλων εκτός της λαϊκιστικής και άκρας δεξιάς σχετικά με την ιθαγένεια. Οι διατάξεις του 2015 για όσους γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται.
Κάνοντας έναν απολογισμό, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το μοντέλο που έχουμε δει σε αρκετά κράτη της Ευρώπης, η Σοσιαλδημοκρατία να κάνει τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και η Χριστιανοδημοκρατία να αντιδρά, αλλά να τις διατηρεί όταν έρχεται στην εξουσία, λίγο πολύ ίσχυσε και στην Ελλάδα.
Ευτυχώς, θεωρούμε, είναι πλέον κατανοητό ότι ο αποκλεισμός από την πολιτική κοινότητα μέρους του πληθυσμού μιας χώρας και ειδικά των νέων συνιστά καταστρεπτική πολιτική σε πολλά επίπεδα ή, όπως κάποιοι θα έλεγαν, «αντεθνική» πολιτική.
O Λάμπρος Μπαλτσιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας των μειονοτήτων στα Βαλκάνια στο Πάντειο πανεπιστήμιο από τον Σεπτέμβριο του 2017 έως τον Ιούλιο του 2019. Διετέλεσε Ειδικός Γραμματέας Ιθαγένειας, ενώ επί σειρά ετών εργάστηκε ως Ειδικός Επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.