Η εικόνα ενός νεαρού αγοριού, άστεγου, που μόλις έχει πατήσει το πόδι του στη μητρόπολη, αφού διέσχισε δεκάδες χιλιόμετρα περνώντας τα σύνορα, καθισμένου σε μιαν άκρη της πλατείας Ομονοίας, εξακολουθεί να είναι χαραγμένη στη μνήμη μου ύστερα από σχεδόν τριάντα χρόνια. Ενστικτωδώς, και βασισμένο στις ελάχιστες πληροφορίες που είχε από τη χώρα του, τοποθετεί τον εαυτό του σε μία από τις κεντρικότερες πλατείες της Αθήνας.
Ενίοτε το αντικρίζω διπλωμένο από την απελπισία και ενίοτε αναπτερωμένο από την αισιοδοξία. Οι περαστικοί δεν του δίνουν σημασία, ωστόσο εκείνο επιθυμεί κάποιος από τους διερχομένους να το προσέξει, να του πει δυο κουβέντες, έστω να το παρατηρήσει, με δυο λόγια να καταστεί ορατό – να γίνει αντιληπτή η ύπαρξή του· θέλει να νιώσει ότι ανήκει και εκείνο, ακόμη και προσωρινά, σε αυτή την πλατεία. Από την πρώτη στιγμή νιώθει αυτόν τον χώρο «δικό του». Είναι η πρώτη του επαφή με τον αστικό ιστό.
Η παρουσία των μεταναστών/μεταναστριών στους δημόσιους χώρους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της επιβίωσής τους εντός του αστικού ιστού. Ο δημόσιος χαρακτήρας μιας πλατείας, που κατεξοχήν της αποδίδεται από τους ίδιους, και η σημασία του καθιστούν την πλατεία έναν βασικό τόπο που λειτουργεί πρώτα ως καταφύγιο επιβίωσης και χώρος αυτοπροστασίας – ειδικά σε συνθήκες αστεγίας.
Τι το ιδιαίτερο έχει μια πλατεία, όπως η Βικτώρια ή η Ομόνοια, για μετανάστες και μετανάστριες; Γιατί η πρώτη επαφή με τη χώρα εγκατάστασης διαμεσολαβείται από αυτούς τους δημόσιους χώρους; Γιατί και με ποιον τρόπο τούς οικειοποιούνται;
Μια προφανής απάντηση θα τόνιζε τη σημασία του δημόσιου χώρου, μιας κεντρικής πλατείας εν προκειμένω, ως σημείου συνάντησης – διόλου αμελητέα. Ωστόσο, αν αναζητήσουμε τις βαθύτερες αιτίες, θα καταλήξουμε στην κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική σημασία του δημόσιου χώρου.
Η συγκέντρωσή τους σε μια κεντρική πλατεία από τις πρώτες στιγμές της άφιξής τους είναι μια κίνηση αυθόρμητη μεν –έκδηλο το στοιχείο της αυτενέργειας και της προσωπικής επιλογής– αλλά και προμελετημένη, δηλαδή ενταγμένη σε έναν σχεδιασμό προετοιμασμένο ήδη προτού ξεκινήσουν το ταξίδι.
Οι δημόσιοι χώροι ως πεδίο επιβίωσης
Η παρουσία των μεταναστών/μεταναστριών στους δημόσιους χώρους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της επιβίωσής τους εντός του αστικού ιστού. Ο δημόσιος χαρακτήρας μιας πλατείας, που κατεξοχήν της αποδίδεται από τους ίδιους, και η σημασία του καθιστούν την πλατεία έναν βασικό τόπο που λειτουργεί πρώτα ως καταφύγιο επιβίωσης και χώρος αυτοπροστασίας – ειδικά σε συνθήκες αστεγίας.
Η μεταβολική δυναμική του χώρου καθιερώνει τον δημόσιο χώρο ως κατεξοχήν σημείο αναφοράς: διαμέσου αυτού οι άστεγοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί αναπτύσσουν τις δικές τους άμυνες, οργανώνουν τη δική τους προστασία, μαθαίνουν να αποφεύγουν τους κινδύνους και διαχειρίζονται τις προκλήσεις της καθημερινότητας.
Σε περίοδο μαζικής εγκατάστασης η διαμονή τους σε μια κεντρική πλατεία κινητοποιεί και ενεργοποιεί πρωτοβουλίες και ως προς τη σίτιση, κι αυτό τη νοηματαδοτεί ως καταφύγιο που διασφαλίζει την αυτοσυντήρηση: φαγητό, επικοινωνία, νέες γνωριμίες, σύνδεση με την τοπική κοινωνία.
Υπό αυτή την έννοια βρίσκονται σε μια διεργασία αλληλεπίδρασης με τον χώρο, δημιουργούν πολυεπίπεδες γέφυρες επικοινωνίας και αναπτύσσουν στρατηγικές επιβίωσης. Εντός της κατά καιρούς παρατηρούμε άστεγες οικογένειες να κοιμούνται πάνω σε χάρτινες κούτες και στρατιωτικές κουβέρτες. Οι μεγάλες μαύρες σακούλες με τα υπάρχοντά τους σχηματίζουν ένα στοιχειώδες τετράγωνο που ορίζει τον δικό τους χώρο, το «νοικοκυριό» κάθε οικογένειας εντός της πλατείας· νιώθουν ότι αυτό το σημείο τούς ανήκει – όπως πολύ εύστοχα μου ανάφερε ένας άστεγος μετανάστης «το σπίτι του ανθρώπου είναι εκεί που τον παίρνει ο ύπνος».
Οι μετανάστες θέτουν τον εαυτό τους σε δημόσιο χώρο ακριβώς επειδή η ορατότητά τους υπό συγκεκριμένες συνθήκες γίνεται εφικτή μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Έχουν ανάγκη αυτήν τη μορφή ορατότητας, καθώς σχετίζεται άμεσα με τη δική τους επιβίωση σε μια νέα χώρα και ειδικότερα εντός αστικού ιστού.
Οι δημόσιοι χώροι ως πεδίο κοινωνικών δικτυώσεων και σχέσεων
Μια πλατεία διαμορφώνεται, αλλάζει, συνεχώς κινείται και δεν αποτελεί ένα στατικό στοιχείο. Η συγκέντρωση εδώ δίνει τη δυνατότητα να δικτυωθούν με ομοεθνείς τους στους γύρω δρόμους, να συνδεθούν με οργανώσεις και φορείς, εθελοντές, κοινωνικά δρώντα υποκείμενα για να διαχειριστούν και εν τέλει να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της καθημερινότητας.
Η αλληλεπίδραση με τους ομοεθνείς αποτελεί ενέργεια που επηρεάζει βαθιά τις μορφές κοινωνικής δικτύωσης των μεταναστών/μεταναστριών. Μέσω αυτών εκδηλώνονται ευκαιρίες στη βάση της αίσθησης του ανήκειν των ατόμων στο πλαίσιο της εθνικότητάς τους.
Η αίσθηση αυτή εδαφικοποιείται, ενσαρκώνεται μέσα στον χώρο και καθορίζει την καθημερινότητα, προσφέροντας ευκαιρίες ανάπτυξης-διατήρησης κοινωνικών σχέσεων και αναγνωρισιμότητας των ίδιων των υποκειμένων. Σε κάθε περίπτωση, η διεκδίκηση του χώρου και η οικειοποίησή του συνδέεται άμεσα με την ανάγκη επιβίωσης σε ένα νέο περιβάλλον, γεγονός που τον καθιστά δημιουργό νέων κοινωνικών δυναμικών.
Υπό αυτή την οπτική, ο δημόσιος χώρος λειτουργεί ως ο κατεξοχήν μεσολαβητικός παράγοντας ώστε οι αιτούντες/-ούσες άσυλο, πρόσφυγες και μετανάστες/μετανάστριες να δικτυωθούν στον αστικό ιστό, να αναλάβουν δράση και να δημιουργήσουν συμμαχίες και σχέσεις, να αποκτήσουν πρόσβαση σε υπηρεσίες –θεσμικές και μη– που θα κάνουν εφικτή τη σταδιακή προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής. Παράλληλα, διατηρούν επαφές με τους ομοεθνείς τους ή/και χτίζουν νέους κοινοτικούς δεσμούς.
Οι δημόσιοι χώροι ως πεδίο καθημερινής συμπερίληψης
Η παρουσία στις πλατείες είναι μια κίνηση που ενθαρρύνει τα ίδια τα υποκείμενα να προσαρμοστούν και να ενταχθούν στη ζωή της πόλης. Εξοικειώνονται με τα δρομολόγια των ΜΜΜ, τους δίνεται η ευκαιρία να βρουν ένα μεροκάματο, ενημερώνονται και αποκτούν πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες, λαμβάνουν και μεταφέρουν χρήματα.
Εύλογα οι μετανάστες/μετανάστριες διεκδικούν τον δικό τους χώρο, ορισμένο γεωγραφικά, πολιτισμικά και κοινωνικοπολιτικά, κι αυτό σημαίνει επιπλέον ότι δημιουργούν πεδίο αντίστασης απέναντι σε θεσμικές πολιτικές που τείνουν να τους/τις περιθωριοποιούν ή να τους/τις κρατούν σε συνθήκες μη ορατότητας.
Ο δημόσιος χώρος είναι κατεξοχήν πολιτισμικός και κοινωνικοπολιτικός χώρος· η δράση των αιτούντων/-ουσών άσυλο μέσα σε αυτόν και η συνακόλουθη εδραίωση της παρουσίας τους δεν εκδηλώνονται στο κενό αλλά εδαφικοποιούνται όπου προϋπάρχουν οι συνθήκες και οι σχετικές πολιτισμικές δομές, προφανώς σε αλληλεπίδραση τόσο με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται όσο και με τις εντάσεις που προκαλούνται.
Οι δημόσιοι χώροι ως πεδίο αντίστασης και σύγκρουσης
Κατά καιρούς παρατηρούμε αλληλουχία εξελίξεων εντός μιας πλατείας μέσα σε συνθήκες ρευστότητας, στις οποίες πληθώρα παραγόντων αλληλεπιδρούν μεταξύ τους: μετάβαση των νεοεισερχόμενων από τα νησιά στην Αθήνα, εξώσεις αναγνωρισμένων διεθνούς προστασίας προσφύγων από τα διαμερίσματα και τις ανοιχτές δομές των Κέντρων Υποδοχής, εγκατάσταση και στέγαση των παραπάνω πληθυσμών στην πλατεία μαζί με ταξιδιώτες που θέλουν να ξαποστάσουν για ελάχιστο διάστημα προτού συνεχίσουν το ταξίδι τους, κινήσεις αλληλεγγύης και υποστήριξης.
Όλα τα προηγούμενα μάς δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την πολυδιάστατη κινητικότητα πολλαπλά δρώντων υποκειμένων εντός μιας πλατείας. Καθώς αυτή προσφέρεται και προσφέρει, εξελίσσεται σε πεδίο μάχης, διαμάχης και έντασης τη στιγμή που μεταναστευτικοί πληθυσμοί, και κυρίως οικογένειες, φιλοξενούνται και καταφεύγουν εντός της.
Ενδεχομένως αυτό που ενοχλεί κυρίως είναι η εικόνα της μαζικής συγκέντρωσης και διαμονής σε μια πλατεία – αυτή η εικόνα εξελίσσεται σε «δημόσιο» πρόβλημα, αναδεικνύοντάς την ως πεδίο αναστάτωσης, αντιπαράθεσης, έντασης, καταστολής και βίας αλλά και υποστήριξης, αλληλεγγύης και ανθρωπισμού.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις ο ίδιος ο τόπος που γεννά τον φόβο, το συναίσθημα του επικείμενου κινδύνου, γεννά και το θάρρος και την τόλμη· εδώ κυοφορούνται ταυτόχρονα η απόγνωση και η ελπίδα, η πληγή και η θεραπεία. Πώς αλλιώς θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αν τα υποκείμενα δεν θέτουν τον εαυτό τους σε δημόσιο, ορατό σημείο; Όλα τούτα τα στοιχεία και η μεταξύ τους διαπάλη συναντιούνται εντός αυτού του πεδίου.
Οι δημόσιοι χώροι ως πεδίο διασπορικό
Μια πλατεία αποκτά τη σημασία της, όταν φτάνει στο σημείο να αναδύεται από τους ίδιους τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, καθώς της αποδίδουν την πολιτισμική αξία που έχει στον δικό τους τόπο. Συνήθως μια πλατεία όπου συγκεντρώνονται συγκεκριμένες μεταναστευτικές ομάδες γίνεται γνωστή στις αντίστοιχες ομάδες της διασποράς ανά τον κόσμο: αναβιώνει η σημασία του χώρου έτσι όπως έχει καθιερωθεί στα δικά τους βιώματα στη χώρα καταγωγής.
Τέτοιοι χώροι, γνωστοί με ονομασίες που χρησιμοποιούνται στις χώρες τους¹, δεν εμπίπτουν στα όρια του ιδιωτικού αλλά αποτελούν σημεία που ορίζονται ως τόποι συνάντησης και συνάθροισης, εκεί όπου κάποιος συχνάζει. Είναι τόποι επικοινωνίας, ψυχαγωγίας, ανταλλαγής γνώσεων και πληροφοριών, δικτύωσης με άλλους ομοεθνείς, συνιστούν σημεία ομο-κοινωνικότητας μεταξύ συνεργατών και συναδέλφων (γυναικών ή ανδρών).
Πρόκειται για μέρη όπου οι άνθρωποι συζητούν τις καθημερινές υποθέσεις τους, περνάνε τον ελεύθερο χρόνο τους, καλύπτουν υλικές και πνευματικές ανάγκες: είναι το έδαφος πάνω στο οποίο διαμορφώνεται η ανθρώπινη κοινωνικότητα. Η κοινωνική και πολιτισμική εννοιολόγηση της εμπειρίας στη χώρα τους με όρους χωρικότητας προεκτείνεται και έχει βασικό αντίκτυπο σε συνθήκες μετανάστευσης.
Έτσι η ορατότητα δεν απορρέει μόνο από την ανάγκη επιβίωσης αλλά και από την ανταπόκριση των υποκειμένων στο κάλεσμα της παράδοσης και του τρόπου ζωής που κουβαλούν στις αποσκευές τους.
Εν κατακλείδι, οι δημόσιοι χώροι μεταβάλλονται, αλλάζουν και εξελίσσονται από τη δράση και την παρουσία των μεταναστευτικών ομάδων, αλλά συγχρόνως και από τη δυναμική που πηγάζει από τη σχέση τους με ακτιβιστές, εθελοντές, αλληλέγγυους και την τοπική κοινωνία. Η συνήθης πρακτική θέτει αυτούς τους χώρους υπό τον έλεγχο των αστυνομικών δυνάμεων και των τοπικών αρχών, γίνονται όμως πεδία βιοπολιτικής παρέμβασης και διαχείρισης από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.
Από την άλλη, οι πλατείες αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης και αντίστασης των υποκειμένων με βασικό αίτημα την οικειοποίησή τους. Εφόσον αφορά την επιβίωση, οι πρόσφυγες εξισορροπούν τους κινδύνους και το κόστος της περιθωριοποίησης, παρά την έλλειψη ή/και την απαγόρευση πρόσβασης σε δικαιώματα και αγαθά. Καθορίζουν τους όρους συμπερίληψης στον αστικό ιστό και στη ζωή της πόλης και υπό αυτή την οπτική διαθέτουν αυτενέργεια και αυτόνομη βούληση.
1. Για τους μετανάστες/μετανάστριες από την Αλβανία, σύμφωνα με τα γλωσσικά πολιτισμικά συμφραζόμενα στην Αλβανία, οι όροι «cepi» ή «qoshe» παραπέμπουν σε σημεία συνάντησης, συναρθρώσεων και ομοκοινωνικότητας. Εξίσου για τους μετανάστες από το Ιράν και Αφγανιστάν ένας αντίστοιχος όρος είναι το «patogh» (πατόγκ).
Ο Ερβίν Σέχου είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.