ΓΕΓΟΝΟΣ: Τα τελευταία 30 χρόνια δεν έχουμε ακούσει μισή πολιτική κουβέντα που να μην είναι ξύλινη, προκάτ, περασμένη από χίλιους λογογράφους και δέκα σουρωτήρια, είτε μιλάμε για τη δεξιά είτε για την αριστερά είτε για οποιονδήποτε ισχυρίζεται ότι βαδίζει κεντρώα.
Καμία φαντασία, καμία επαφή με την πραγματικότητα, καμία συναίσθηση. Μόνο φόβος μην πατηθεί κάποιος κάλος που δεν πρέπει, μην παραβιαστεί κάποιος κώδικας των think tanks, κυρίως παπαγαλία και teleprompter.
Λογικά, τον πρώτο που θα μας μιλήσει σαν άνθρωπος, με γνώση, αλλά χωρίς χαρτιά και υποβολείς, θα τον ανακηρύξουμε ήρωα, όχι απλό πρωθυπουργό.
Βέβαια, μέχρι στιγμής τέτοια εξαιρετική περίπτωση δεν έχει εμφανιστεί. Για την ώρα αρκούμαστε σε κάτι σποραδικά τηλεοπτικά λογύδρια, κάτι «αυθόρμητα» ξεσπάσματα, κάτι ξεφωνημένες απόπειρες ελέγχου της εξουσίας συνήθως από τηλεπερσόνες. Αυτός/-ή που θα επενδύσει με συνέπεια σε όλα τα παραπάνω έχει να ελπίζει. Σκληρό, αλλά είναι η ελληνική αλήθεια.
Από τη στιγμή που επιλέγει να μη σβήσει αυτά που έγραφε –όσο ομοφοβικά / σεξιστικά / χυδαία κι αν ήταν–, αυτό κάτι λέει και για τον ίδιο και για το κόμμα που αποφάσισε να τον αξιοποιήσει.
Γεγονός: Ανά τετραετία, όλο και πληθαίνουν οι «διάσημοι» που με κάποιον «κατεβαίνουν». Δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές, τηλεοπτικά περιστατικά, άτομα απίθανα, άσχετα και κάποτε επικίνδυνα ζητούν «σταυρό» και αναμασούν εκείνο το βαρετό και βλακώδες «πάντα ασχολούμουν με τα κοινά – πάντα με ένοιαζε ο τόπος». Μπορεί. Μπορεί, όμως, και κολοκύθια. Οι περισσότεροι από αυτούς κάποια αργομισθία αναζητούσαν και συνήθως ποτέ και πουθενά δεν πρόσφεραν απολύτως τίποτα. Παρ’ όλα αυτά ψηφίστηκαν.
Είναι πλέον τόσο σαφής η σύνδεση της πολιτικής με το κλισέ που λέγεται «μεγάλο φαγοπότι», που η συντριπτική πλειονότητα αυτών που αποφασίζουν να «κατέβουν στην πολιτική» για το «καλό του τόπου» κανέναν δεν μπορούν να πείσουν για τις καλές προθέσεις τους. Είναι μία παρανοϊκή κατάσταση όπου όλοι γνωριζόμαστε με όλους, όλοι ξέρουμε τι συμβαίνει, αλλά επιμένουμε να ανεχόμαστε αυτή την ιστορία, χωρίς καν να τολμάμε ένα ανακουφιστικό ξεμπρόστιασμα. Είναι λες και οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού κανονικοποιούν την εμφανή ανωμαλία: όσο πιο άσχετος, άξεστος, αστοιχείωτος ο υποψήφιος, τόσο πιο δεδομένη η αποδοχή του – σκέτη τρέλα.
Εντάξει, υπήρξαν και κάποιες λίγες τίμιες εξαιρέσεις που τα βρόντηξαν, όταν ο βούρκος που χώθηκαν αποδείχθηκε μεγαλύτερος των υπολογισμών τους. Σε γενικές γραμμές, πάντως, σπάνια ακούς να προτάθηκε σε κάποιον να θέσει υποψηφιότητα, δεξιά ή αριστερά, και να αρνήθηκε.
Από όλους τους παραπάνω, παραδοσιακά οι πιο αστείοι είναι οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «επαναστάτες», «εξωσυστημικοί» και «ατίθασοι». Συνήθως είναι αυτοί που παρουσιάζουν την πιο βελούδινη προσαρμογή τόσο στα προνόμια όσο και στους ελιγμούς που απαιτεί το... σύστημα.
Γεγονός: Όλα τα παραπάνω κανονικοποιούνται με χάρη μέσω των media. Μας έχει γίνει συνήθεια να μην μπορούμε να παρακολουθήσουμε μία πολιτική συζήτηση στην τηλεόραση, για παράδειγμα. Ξέρουμε ότι θα τρελαθούμε στις διακοπές, στους λαρυγγισμούς, στις φωνές πάνω σε άλλες φωνές, στα «αφήστε με να ολοκληρώσω».
Την τελευταία δεκαετία έχουμε εκπαιδευτεί και στον παρακμιακό πολιτικό λόγο. Όλο και κάποιο υβρεολόγιο θα ξεφύγει στον αέρα, όλο και κάποια καφενειακού τύπου επίθεση θα μας πετύχει από κάποιον ανοιχτό δέκτη. Δεν αντιδρούμε, δεν τιμωρούμε, συνεχίζουμε. Προφανώς και έχουμε συνηθίσει στο δηλητήριο. Πίνουμε από εκεί που φτύσαμε, συνεχόμενα, συστηματικά, προσηλωμένα.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τα πολιτικά πάνελ, εργάζονται πλέον και οι κομματικοί στρατοί των social media. Το δηλητήριο διοχετεύεται και εκεί και σιγά σιγά έχει ποτίσει όλη η οικουμένη.
Γεγονός: Όταν έχουν δοκιμαστεί όλα (και όλοι), σε κάποιον φαίνεται καλή ιδέα λίγο παράδοξο ακόμα. Προκύπτει ότι υπάρχει χώρος για τον Μιθριδάτη των Ημισκουμπρίων και του «Για να μην τα χρωστάω», γίνεται η πρόταση και εκείνος δέχεται. Γιατί είναι άλλο να κατακεραυνώνεις τους κυβερνώντες και άλλο να αποφασίζεις να γίνεις κομμάτι της αφήγησης που χλεύαζες. Είναι άλλο να στηλιτεύεις την πόλωση κι άλλο να τη σιγοντάρεις. Και σίγουρα είναι άλλο να μιλάς για όλους τους άλλους που είναι πουλημένοι και άλλο να συνειδητοποιείς ότι όλα τελικά είναι μία υπηρεσία που έχει μια τιμή.
Όπως και να ΄χει, εδώ που φτάσαμε, δεν έχει σημασία τι έγραφε ο καλλιτέχνης στο Twitter πριν από πέντε ή τρία χρόνια, πριν από δύο μήνες ή μία εβδομάδα. Από τη στιγμή που επιλέγει να μη σβήσει αυτά που έγραφε –όσο ομοφοβικά / σεξιστικά / χυδαία κι αν ήταν–, αυτό κάτι λέει και για τον ίδιο και για το κόμμα που αποφάσισε να τον αξιοποιήσει.
Όπως μάλιστα εξήγησε χθες ο ίδιος μιλώντας στο Star, όλα αυτά τα σχόλια δεν είχαν καμία σχέση με σεξισμό ή άλλου είδους διακρίσεις, αλλά με ειρωνεία, ενώ είχε προηγηθεί διευκρίνισή του ότι έτσι μιλάει με τους δικούς του ανθρώπους.
Παρατηρώντας τον να εκφράζεται –έναν καλλιτέχνη που, όπως λέει, μισεί τα στερεότυπα–, μοιραία τα πρώτα κλισέ του πολιτικού λόγου είχαν πάρει να σκεπάζουν τον «επαναστάτη». Όσο το Twitter έβραζε και θυμόταν τα προ Χριστού του Μιθριδάτη, εκείνος είχε πάρει να επιβεβαιώνει με φόρα το πώς γίνεται κάποιος πολιτικός: απ’ όπου κι αν ξεκίνησε, ό,τι κι αν πίστευε, όποιον κι αν εξύβριζε πριν, τώρα τα έλεγε όπως έχουμε συνηθίσει τα τελευταία 30 χρόνια.
«Πρέπει όλοι να ασχολούμαστε ενεργά με την πολιτική», «κάθε άνθρωπος πρέπει να ψηφίσει και να φροντίσει για το μέλλον του», «έχουμε κάνει καλές κουβέντες, μια όμορφη επικοινωνία, έχουμε δει τα κοινά μας, πού συγκλίνουν οι δρόμοι μας», ακούστηκε να εξηγεί προσεκτικά-προσεκτικά ο καλλιτέχνης για την κάθοδό του στην πολιτική και την επικοινωνία του με τον Αλέξη Τσίπρα.
Υπάρχει κάτι εξωφρενικό εδώ; Κάτι που δεν «κολλάει» με την αλληλουχία των παραπάνω facts της πολιτικής ζωής του τόπου; Όχι. Όλα πηγαίνουν βάσει του γνωστού συστήματος και ο Μιθριδάτης είναι μέρος του.
Προφανώς και θα πάει πολύ καλά αυτό.