Πλατεία Ομονοίας. Τόπος συνάντησης και υποδοχής. Για πολλά χρόνια κυριαρχούσε μια γνώριμη εικόνα στην «καρδιά» της Αθήνας: μια ομάδα μεταναστών διάβαζαν προσηλωμένοι τα πρωτοσέλιδα των πολύχρωμων εφημερίδων που κρέμονταν γύρω από το περίπτερο, το οποίο βρίσκεται στη γωνία της οδού Αθηνάς. Σταθερά, ήταν ένα καθημερινό πρωινό ραντεβού. Το περίπτερο θα αποτελούσε το βασικό μέσο επικοινωνίας με τη μακρινή πατρίδα τους, ειδικά στα πρώτα δύσκολα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα.
Ο μεταναστευτικός Τύπος ήταν η δική τους «φωνή», μια πηγή ειδησεογραφίας και ψυχαγωγίας αλλά και ο συνδετικός κρίκος με τη γλώσσα της κοινότητάς τους. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα δέχτηκε σημαντικές μεταναστευτικές ροές.
Αρχικά, ήρθαν οι Αλβανοί και οι Ανατολικοευρωπαίοι από την πρώην ΕΣΣΔ, ενώ ακολούθησαν τα ρεύματα από την Ασία και την Αφρική. Πολυάριθμα ξενόγλωσσα έντυπα κυκλοφορούσαν σε κεντρικά σημεία διανομής προορισμένα να καλύψουν τις ανάγκες της εποχής καθώς και της ενημέρωσης των μεταναστευτικών τάσεων.
Έτσι, άνθρωποι που είχαν έρθει στην Ελλάδα από κάθε γωνιά του πλανήτη έσπευδαν να αγοράσουν τις εφημερίδες της εθνικότητάς τους, είτε αυτές κυκλοφορούσαν στα αλβανικά, είτε στα βουλγαρικά, στα ρωσικά, στα πακιστανικά ή στα ρουμάνικα.
«Θυμάμαι ότι πολλοί εφημεριδοπώλες μου έλεγαν “εμείς δεν θέλουμε Αλβανούς στο περίπτερό μας”. Ήταν η εποχή της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά μόλις είδαν ότι αυτό τους έφερνε πελατεία και έσοδα, ξεπεράστηκε ευτυχώς πολύ γρήγορα»
Ο κ. Θεόδωρος Μπενάκης παρέμεινε για αρκετά χρόνια ο πιο γνωστός εκδότης ξενόγλωσσων εφημερίδων. Το σπίτι του στη Νέα Φιλοθέη σε προϊδεάζει για την επαγγελματική του ενασχόληση, αφού είναι γεμάτο με βιβλία, έντυπα και σπάνιες εκδόσεις.
Από την αρχή της συζήτησής μας κρίνει ότι ο μεταναστευτικός Τύπος ήταν «ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία». Και μου θυμίζει ότι ο ίδιος ξεκίνησε αγοράζοντας την πολωνική «Kurier Atenski» το 1996, ενώ έκτοτε ακολούθησαν η αλβανική «Gazeta e Athinës», η ρωσική «ΟΜΟΝOΙΑ», η φιλιππινέζικη «Balita», μια ρουμάνικη, μια βουλγαρική αλλά και ένα lifestyle περιοδικό.
Ο κ. Μπενάκης επισημαίνει ότι οι εφημερίδες αυτές διέθεταν ξεχωριστή σύνταξη με επαγγελματίες δημοσιογράφους που έγραφαν στη μητρική τους γλώσσα και φρόντιζαν να παρέχουν ανεξάρτητη ύλη, ανάλογα με την κοινότητα των μεταναστών και τις ανάγκες τους.
Ωστόσο, δεν ήταν πάντα εύκολη η διαδικασία διανομής. Τα πρώτα χρόνια, όπως τονίζει, υπήρχε καχυποψία και επιφυλακτικότητα από τους ιδιοκτήτες των περιπτέρων. Γι’ αυτό χρειάστηκε πολλές φορές να τα επισκεφθεί ο ίδιος, ακόμη και να μοιράζει ο ίδιος τις εφημερίδες σε διάφορα σημεία συγκέντρωσης των μεταναστών.
«Θυμάμαι ότι πολλοί εφημεριδοπώλες μου έλεγαν “εμείς δεν θέλουμε Αλβανούς στο περίπτερό μας”. Ήταν η εποχή της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά μόλις είδαν ότι αυτό τους έφερνε πελατεία και έσοδα, ξεπεράστηκε ευτυχώς πολύ γρήγορα», υποστηρίζει.
Στο σημείο αυτό του ζητώ να μας περιγράψει την εμπειρία του, αφού για δεκαπέντε χρόνια ήταν ο εκδότης εβδομαδιαίων εφημερίδων που απευθύνονταν στους μετανάστες. Και εκείνος θυμάται: «Ήταν μια περιπέτεια η οποία ξεκίνησε το 1996 και τελείωσε στο τέλος του 2010. Η αρχή έγινε όταν αποφασίσαμε, όσοι πήραμε τότε την πρωτοβουλία, να βοηθήσουμε την εβδομαδιαία πολωνική εφημερίδα “Kurier Atenski”, η οποία εκδιδόταν από το 1988, αλλά παράνομα.
Η κοινότητα των Πολωνών μεταναστών άρχισε να δημιουργείται από το 1986 και δέκα χρόνια μετά υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες Πολωνοί με δικό τους σχολείο, λειτουργίες στα πολωνικά, καταστήματα, εστιατόρια κ.λπ. Το μεγάλο μέγεθος της κοινότητας έδειχνε ότι υπήρχε μια αγορά που αργά ή γρήγορα θα τραβούσε το ενδιαφέρον των ελληνικών επιχειρήσεων.
Ξεκινήσαμε μια φιλόδοξη επιχειρηματική προσπάθεια και σταδιακά αποκτήσαμε έξι τίτλους. Ήταν εβδομαδιαίες εφημερίδες που γράφονταν από δημοσιογράφους που είχαν μητρική τη γλώσσα της εφημερίδας. Η ύλη της καθεμιάς ήταν διαφορετική και μόνο οι συνεντεύξεις που αφορούσαν γενικά τους μετανάστες, π.χ. με υπουργούς Εργασίας, Δημόσιας Τάξης ή Εσωτερικών δημοσιεύονταν σε όλες.
Το 1997 αποκτήσαμε την “Gazeta e Athinës” που εκδιδόταν στα αλβανικά και έφτασε να πουλά στις αρχές του 20ού αιώνα 10.000-12.000 φύλλα. Το 2000, μετά τον τραγικό θάνατο του δημοσιογράφου και εκδότη Άρη Παπάνθιμου, αγοράσαμε την εφημερίδα “ΟΜΟΝΟΙΑ” που εκδιδόταν στα ρωσικά και πουλούσε ήδη περί τα 8.000-10.000 φύλλα. Ύστερα φτιάξαμε τις “Atinski Becti” (στα βουλγαρικά), “Curierul Atenei” (στα ρουμανικά) και “Balita”, η οποία απευθυνόταν στους Φιλιππινέζους.
Η καθημερινή επαφή με διαφορετικές ομάδες μεταναστών, τα άλλοτε κοινά και άλλοτε εντελώς διαφορετικά προβλήματα που εντοπίζαμε και η προσπάθεια να συνεισφέρουμε στη νομιμοποίηση και ένταξή τους, όλα αυτά έκαναν την επιχειρηματική αυτή προσπάθεια, που είχε ταυτόχρονα μια σημαντική κοινωνική διάσταση, ιδιαίτερα γοητευτική».
Στη συνέχεια αναφέρει ότι κατά την πρώτη περίοδο ο ξενόγλωσσος Τύπος κυριαρχούνταν κυρίως από θέματα που αφορούσαν τη διαδικασία νομιμοποίησης των μεταναστών, ενώ προσθέτει ότι τα έσοδα προέρχονταν όχι μόνο από τις πωλήσεις αλλά και από διαφημίσεις τραπεζών ή εταιρειών κινητής τηλεφωνίας.
Και συμπληρώνει: «Κάθε ομάδα είχε διαφορετικά ζητήματα να λύσει. Επίσης, είχε διαφορετικό τρόπο οργάνωσης. Οι περισσότερο οργανωμένοι ήταν οι Φιλιππινέζοι, με δικό τους σωματείο, το Kasapi Hellas, και σχολείο. Οι Πολωνοί είχαν επίσης ισχυρή οργάνωση και τη βοήθεια του Τάγματος των Ιησουιτών, το οποίο διέθετε τους χώρους του για τις εκδηλώσεις τους και είχε αναλάβει τη νομική κάλυψη του σχολείου τους. Ας σημειωθεί ότι το πολωνικό σχολείο είχε για πολλά χρόνια 1.500-1.800 παιδιά.
Οι Αλβανοί ήταν διασπασμένοι σε πολλούς συλλόγους, αλλά είχαν την πιο πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα. Στην Ελλάδα εκδίδονταν κατά μέσο όρο 80 λογοτεχνικά έργα Αλβανών μεταναστών κάθε χρόνο. Επίσης, εδώ είχαν καταφύγει ηθοποιοί, σκηνοθέτες, λογοτέχνες, και μουσικοί. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τις πυραμίδες, η αλβανική εφημερίδα αφιέρωνε σε αυτό πολλές εβδομάδες μεγάλο μέρος της ύλης της.
Υπήρχαν, όμως, και πρακτικά ζητήματα. Το πρώτο ήταν ότι δεν υπήρχε νόμος που να προβλέπει τη νομιμοποίησή τους. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1997, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εργασίας Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Χρόνια αργότερα μεγάλη ευαισθησία στο ζήτημα έδειξε ο υπουργός Εσωτερικών –και αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας– Προκόπης Παυλόπουλος.
Ένα άλλο θέμα που αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε, όταν πλέον μέρος των μεταναστών μπήκε σε διαδικασία νομιμοποίησης, ήταν το ασφαλιστικό. Επίσης, συχνά συγκρουόμαστε με συμφέροντα, με αποτέλεσμα να δεχόμαστε απειλές. Όταν μια κοινότητα ζει στην παρανομία, δημιουργείται έδαφος για τη δραστηριοποίηση μικρών ή μεγάλων άνομων δραστηριοτήτων».
Άραγε τι άλλαξε στη διάρκεια των ετών στη θεματολογία; «Στον βαθμό που προχωρούσε η ένταξη των μεταναστών στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, η ύλη των εφημερίδων περιλάμβανε περισσότερο ρεπορτάζ, πολιτιστικά θέματα και lifestyle. Όταν, για παράδειγμα, στο “Big Brother” πήρε μέρος μια κοπέλα από την Αλβανία, η εφημερίδα το κάλυψε γιατί ήταν ένα γεγονός για την κοινότητα των Αλβανών, που έδειχνε ότι η ένταξή τους βρισκόταν σε καλό σημείο. Τότε, και για αρκετό διάστημα, η εφημερίδα πουλούσε τουλάχιστον 12.000 φύλλα.
Επίσης, οι συνεντεύξεις με καλλιτέχνες από τις κοινότητες αυτές ανέβαζαν τον αριθμό των πωλήσεων. Από το 2004 και μέχρι και το 2007, ύστερα από συμφωνία με τη δήμαρχο Αθηναίων, Ντόρα Μπακογιάννη, αναλάβαμε τη δημιουργία καθημερινών εκπομπών διάρκειας μιας ώρας στις έξι γλώσσες των εφημερίδων μας στον ξενόγλωσσο ραδιοφωνικό σταθμό που είχε δημιουργήσει τότε ο 9,84», απαντά.
Την ίδια στιγμή αναρωτιέμαι για τη διανομή των εφημερίδων, τον αριθμό των δημοσιογράφων που απασχολούνταν αλλά και το σημαντικότερο, αν αρκούσαν οι πωλήσεις για να καλύπτουν τα έξοδα. Ο ίδιος εξηγεί: «Όταν ξεκινήσαμε το 1996, δέχτηκε να αναλάβει τη διανομή το Ελληνικό Πρακτορείο Διανομής Ξένου Τύπου. Έτσι, οι εφημερίδες μας έφταναν σε όλη την Ελλάδα στοχευμένα. Περισσότερες ρωσικές στον Πειραιά ή τη Θεσσαλονίκη, πολωνικές στη Μεσσηνία και στην Κρήτη. Η αλβανική εφημερίδα πήγαινε σε όλη την Ελλάδα και για μερικά χρόνια και στα Τίρανα. Επίσης η πολωνική, η ρωσική και η βουλγαρική διανέμονταν σε αρκετά σημεία στην Κύπρο.
Συνολικά η εταιρεία απασχολούσε είκοσι άτομα –δημοσιογράφους και διοικητικό προσωπικό– που ήταν όλοι στο μισθολόγιο. Όταν το 2006 αποκτήσαμε πιεστήριο –στο οποίο τυπώνονταν ως πελάτες περί τις δέκα ημερήσιες εφημερίδες– το σύνολο των εργαζομένων έφτασε τους 40. Οι πωλήσεις της ρωσικής εφημερίδας, της πολωνικής και της αλβανικής κάλυπταν τα έξοδα και άφηναν ένα μικρό κέρδος.
Υπήρχε όμως σημαντική διαφήμιση από ελληνικές τράπεζες, εταιρείες μεταφοράς χρημάτων, ανταλλακτήρια, κινητή τηλεφωνία και τηλεκάρτες, καθώς και από τις αγορές που απευθύνονταν σε συγκεκριμένες γλωσσικές ομάδες που περιλάμβαναν πρακτορεία ταξιδιών, καταστήματα τροφίμων, βιβλιοπωλεία κ.λπ.»
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω του ζητώ να επιστρέψει σε εκείνη την εποχή και να μας πει τι είναι αυτό που διατηρεί στη μνήμη του αλλά και ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή. «Όλοι μας ζήσαμε έντονες στιγμές αυτά τα δεκαπέντε χρόνια. Ο συνδυασμός μιας δουλειάς που με ευχαριστούσε και από την οποία ζούσα και της αίσθησης της κοινωνικής προσφοράς ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να φανταστώ.
Ασφαλώς η πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν έγινε σαφές ότι όλη αυτή η προσπάθεια έκλεινε τον κύκλο της και γινόταν ορατή η ημερομηνία λήξης, η οποία και ήταν επώδυνη. Συνέπεσε με την οικονομική κρίση, αλλά δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε αυτή. Όσο οι ομάδες στις οποίες απευθυνόμαστε εντάσσονταν περισσότερο στην ελληνική κοινωνία και άλλαζαν ενδιαφέροντα και συνήθειες, τόσο συρρικνωνόταν η αγορά και κατά συνέπεια η διαφήμιση. Αυτό έγινε ορατό το 2009.
Θυμάμαι, τότε, ένα απόγευμα στα Εξάρχεια, είδα τέσσερις Πολωνούς εργάτες που είχαν μόλις τελειώσει τη δουλειά, να είναι σκυμμένοι επάνω από μια εφημερίδα και να σχολιάζουν αυτά που έγραφε με ζωηρό ενδιαφέρον. Τάχυνα το βήμα για να τους μιλήσω, βέβαιος ότι διάβαζαν την εφημερίδα μας. Όταν πλησίασα, είδα ότι η εφημερίδα που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον τους ήταν ένα ελληνικό σκανδαλοθηρικό ταμπλόιντ. Η “αγορά” μας άλλαζε πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχαμε φανταστεί. Ακόμα, η δεύτερη γενιά των μεταναστών είχε την ίδια ακριβώς συμπεριφορά με τους Έλληνες συνομηλίκους της και καταλαβαίναμε ότι δεν θα γινόταν ποτέ πελάτης μας», καταλήγει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.