Λένε πως του Γκάτσου του άρεσε πολύ να συχνάζει στο GB Corner του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» για να βρίσκεται σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον, ν’ ακούει ξένες γλώσσες, να νιώθει εκτός Αθήνας, εκτός Ελλάδας. Τότε η Αθήνα υποδεχόταν ακόμα σωρηδόν εσωτερικούς μετανάστες από τα ελληνικά χωριά.
Σήμερα, όμως, που η πόλη μεγαλώνει ήδη τη δεύτερη γενιά μεταναστών από τα Βαλκάνια, τη Μέση και την Άπω Ανατολή, και από τις χώρες της Αφρικής, κάθε Αθηναίος έχει πολύ περισσότερες επιλογές αν θέλει να βρεθεί σε κάποιο ανάλογο εξωτικό περιβάλλον.
Πολλά μαγαζιά μεταναστών με φαγητό, καφέ και ποτό υπάρχουν στις γειτονιές και το κέντρο. Τα περισσότερα ανοίγονται σιγά σιγά σε ευρύτερη πελατεία. Κι αν η κουζίνα των ξένων μπορεί εύκολα να γίνει αποδεκτή ως έθνικ, στη διασκέδαση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πιο εύκολα πας σ’ ένα κινέζικο εστιατόριο παρά σ’ ένα κινέζικο μπαρ, που ίσως και να μην υπάρχει καν.
Η βόλτα μας ξεκινάει από την Αχαρνών, για απογευματινό καφέ και ναργιλέ. Ο δρόμος αυτός είναι ένας από τους πιο ζωντανούς της Αθήνας. Ναργιλετζίδικα, κουρεία, ψιλικατζίδικα και πάρα πολλά μανάβικα, μια διαρκής λαϊκή αγορά. Η λεωφόρος με τα πλατιά πεζοδρόμια και τα εγκαταλελειμμένα αρχοντικά ζει νέες δόξες. Τα μαγαζιά είναι συνέχεια ανοιχτά, δεν φαίνεται να λογαριάζουν ούτε ωράρια ούτε αργίες.
Η Αθήνα μπορεί να μην είναι Παρίσι ή Βερολίνο, όπου υπάρχουν πολλές επιλογές για έθνικ διασκέδαση, αλλά αυτήν τη στιγμή υπάρχουν αρκετοί χώροι όπου μπορείς να γνωρίσεις τον τρόπο που διασκεδάζουν οι άνθρωποι που ήρθαν από διάφορα μέρη του κόσμου και σήμερα αποτελούν τους νέους κατοίκους της.
Στο νούμερο 52 βρίσκεται το Ελ Μπάσα που θα πει «το αφεντικό» στα αιγυπτιακά. Εδώ και οκτώ μήνες το έχει ο Ιμάντ με τον ξάδελφό του. Ο Ιμάντ είναι 37 χρονών και ήρθε από την Αίγυπτο πριν από δεκαεννιά χρόνια. Το μαγαζί όμως έχει ιστορία σαράντα χρόνων και ίσως είναι το πρώτο ή από τα πρώτα ναργιλετζίδικα που άνοιξαν στην Αθήνα.
Σε μια γωνιά, μάλιστα, υπάρχουν κορνιζαρισμένες φωτογραφίες διασήμων που το έχουν επισκεφθεί: του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου, του Γιώργου Παπανδρέου, του Γιώργου Καμίνη. Σφίγγες και καμήλες διακοσμούν τους τοίχους και ακούγεται συνήθως αραβική μουσική.
Το Ελ Μπάσα ανοίγει στις οκτώ το πρωί και κλείνει στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Ρωτάω τον Ιμάντ αν ξενυχτάει, ιδίως τα Παρασκευοσάββατα, και μου λέει: «Όχι, ο κόσμος δεν έχει να φάει. Αχαρνών λέμε, δεν λέμε Γλυφάδα». Πάντως, εκτός από ναργιλέ με ποικιλία γεύσεων, προσφέρει και αραβικό καφέ, αραβικό τσάι, εξωτικούς χυμούς, ενώ διαθέτει και πλούσια κάβα με αλκοόλ, κάτι που δεν συνηθίζεται στα ναργιλετζίδικα.
Η βόλτα μας συνεχίζεται σε ένα καινούργιο φιλιππινέζικο μαγαζί που άνοιξε πριν από τρεις μήνες στο κέντρο, το Sentro Otso. Είναι ένα cocktail bar που βρίσκεται στην Κλειτίου 8, στο Σύνταγμα. Μόλις είκοσι πέντε τετραγωνικά, διαθέτει μπάρα με ψηλά σκαμπό, τραπεζάκια έξω στον πεζόδρομο και λειτουργεί καθημερινά έξι με δύο. Το άνοιξαν πέντε νέα παιδιά: ο Αλτζόν, ο Τζέι, ο Χούλιο, ο Λευτέρης και η Αθηνά. «Made and born in Greece», λένε χαριτολογώντας.
«Γεννηθήκαμε Ελλάδα, γνωριζόμαστε από πολύ μικρή ηλικία και τώρα που μεγαλώσαμε θέλαμε να εντάξουμε την κουλτούρα, το χαμόγελο, τη συμπεριφορά και τον χαβαλέ μας στην Αθήνα. Μεγαλώσαμε σε Αμπελόκηπους, Ψυχικό, Φιλοθέη, γιατί εκεί ήταν οι δουλειές των γονιών μας. Είναι σαράντα χρόνια εδώ».
Τους ρωτάω πώς και δεν άνοιξαν το μαγαζί κάπου στην Πανόρμου, όπου θα είχαν και έτοιμη πελατεία. «Αν το ανοίγαμε Αμπελοκήπους, θα ’χαμε πολλή δουλειά. Αλλά θέλαμε να βγούμε out of the box, να μας γνωρίσουν και οι άλλοι. Αυτό το μαγαζί το φτιάξαμε για να κάνουμε lift up στους Φιλιππινέζους, όχι μόνο για να βγάλουμε λεφτά».
Υπερηφανεύονται ότι το Sentro Otso είναι το πρώτο φιλιππινέζικο μπαρ όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη και το χαρακτηρίζουν «καθαρά influence bar». Το design το επιμελήθηκαν μαζί με τους γονείς τους και τους φίλους τους, παίζουν φιλιππινέζικη μουσική, ενώ σύντομα θα ξεκινήσουν και βραδιές καραόκε.
Δουλεύουν οι ίδιοι, χωρίς υπαλλήλους και οι στολές τους είναι εμπνευσμένες από παραδοσιακές φορεσιές των Φιλιππίνων. «Έχουμε πάρει προϊόντα που χρησιμοποιούμε σε φαγητά και γλυκά και τα ’χουμε παντρέψει στα κοκτέιλ μας. Ας πούμε το ούμπε, που είναι σαν μοβ γλυκοπατάτα και το χρησιμοποιούμε σε γλυκά, εμείς το εντάξαμε και σε ένα κοκτέιλ».
Το Sentro Otso το έχει αγκαλιάσει ήδη η φιλιππινέζικη κοινότητα, αλλά λόγω και της θέσης του προσελκύει ένα ετερόκλητο κοινό, μεταξύ άλλων και τουρίστες. Τους ρωτάω τι σημαίνει το όνομα του μαγαζιού. «Όταν ήμασταν μικρότεροι λέγαμε “πάμε κέντρο”, δηλαδή “sentro”. Και “otso” είναι στα φιλιππινέζικα το οκτώ, το νούμερο του δρόμου στον οποίο βρισκόμαστε».
Η ώρα πέρασε και είναι ευκαιρία να πεταχτούμε για after στο Ro-mania Club, στην Αδμήτου 10, στην πλατεία Αττικής. Το μαγαζί μετράει σχεδόν είκοσι χρόνια, προσελκύοντας Ρουμάνους και λοιπούς Βαλκάνιους.
Δεν είναι απλώς το μόνο ρουμανικό κλαμπ της Αθήνας, είναι ίσως και το μόνο κλαμπ μεταναστών – παλιά υπήρχε και το βουλγαρικό Varvari Club, στην πλατεία Βάθη.
Όλα εδώ θυμίζουν ελληνικά eighties: η ταπετσαρία στους τοίχους, η μουσική, η διάθεση και η συμπεριφορά των πελατών. Οι γυναίκες, πιο εκδηλωτικές, λικνίζονται και χορεύουν με τις επιλογές του DJ, ενώ οι άντρες, πιο βαρείς, με το τσιγάρο στο χέρι, φέρνουν σε παλιούς Έλληνες.
Το κλαμπ ανοίγει Παρασκευοσάββατα στις έντεκα το βράδυ και κλείνει στις επτά τα ξημερώματα. Ρουμάνοι και Ρουμάνες που δουλεύουν σε άλλα μαγαζιά καταλήγουν εδώ όταν σχολάνε. Ο ταξιτζής που μας έφερε όχι μόνο ήξερε το μαγαζί αλλά μας έδωσε κι αυτές τις πληροφορίες.
Πάντως, εγώ το θυμάμαι πριν από χρόνια με περισσότερο κόσμο. Ίσως με τον καιρό οι Ρουμάνοι να ενσωματώθηκαν και να μη νιώθουν πια την ανάγκη να βγαίνουν στο «δικό» τους μαγαζί.
Η Αθήνα μπορεί να μην είναι Παρίσι ή Βερολίνο, όπου υπάρχουν πολλές επιλογές για έθνικ διασκέδαση, αλλά αυτήν τη στιγμή υπάρχουν αρκετοί χώροι όπου μπορείς να γνωρίσεις τον τρόπο που διασκεδάζουν οι άνθρωποι που ήρθαν από διάφορα μέρη του κόσμου και σήμερα αποτελούν τους νέους κατοίκους της: το ασιατικό μπιλιάρδο της Λαγουμιτζή στον Νέο Κόσμο, το κινέζικο καραόκε στην πλατεία Ελευθερίας, το Red Sea, το ρέγκε κλαμπ στην οδό Ποταμιανού στα Ιλίσια, το συριακό καφενείο στην πλατεία Βάθη, όπου γίνονται συχνά γλέντια τα μεσημέρια της Κυριακής, τα αφρικανικά γλέντια στα μαγαζιά της Κυψέλης, ακόμα και στα φαγάδικα, τα RnB πάρτι με πιτσιρικαρία Αφροελλήνων σε διάφορα μέρη, τα οποία δεν τα πετυχαίνεις όμως σταθερά – και αρκετά δεν έχουν πάντα κόσμο.
Η αλήθεια είναι πως στα περισσότερα στέκια μεταναστών λιγόστεψε η πελατεία μετά τις καραντίνες κι αυτό μάλλον δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ενσωμάτωσής τους στην αθηναϊκή κοινωνία. Σίγουρα το οικονομικό πλήγμα που δέχτηκαν ήταν πολύ μεγάλο. Οι δουλειές τους είναι τέτοιες που δεν μπορούν να τις κάνουν «απ’ το σπίτι». Και με τόσο μεγάλα διαστήματα που η καφεστίαση ήταν κλειστή ή υπολειτουργούσε, πολλοί μετανάστες εργαζόμενοι σ’ αυτόν τον τομέα είδαν το εισόδημά τους να κατακρημνίζεται, αν ληφθεί υπόψη ότι και λόγω της ανασφάλιστης εργασίας που σε αρκετές περιπτώσεις παρέχουν δεν μπορούσαν να λάβουν τα προσφερόμενα επιδόματα.
Πριν ενσκήψει ο ιός, τα μαγαζιά ήταν περισσότερα και με πολύ μεγαλύτερη πελατεία. Όσοι περνούσαν Κυριακές από τη Μάρνη και την Καρόλου, θα θυμούνται τα αυτοσχέδια βαλκανικά γλέντια που στήνονταν σε κάθε μαγαζί, ακόμα και σε σουβλατζίδικα. Κόσμος, κέφι, μουσική, χορός, πανηγύρι.
Και φυσικά άφησαν εποχή τα κυριακάτικα γλέντια με ζωντανή ορχήστρα στο Χαλκιάς Παλλάς της πλατείας Καραϊσκάκη, όπου οι Βουλγάρες οικιακές βοηθοί, στο μοναδικό ρεπό της εβδομάδας, συναντιούνταν εκεί και ξέδιναν, μπουχτισμένες απ’ την κλεισούρα έξι ημερών.
Βέβαια η κλεισούρα και το ξόδεμα στις οθόνες ίσως έγινε πια τρόπος ζωής στη μετά-Covid εποχή. «Η επιδημία και η τεχνολογία συμπλέκονται αδιαχώριστα», είχε παρατηρήσει έγκαιρα και εύστοχα ο Αγκάμπεν.
Δεν θα ξεχάσω μία απ’ τις πρώτες μου εξόδους σε ναργιλετζίδικο μετά την πρώτη, σκληρή καραντίνα του ’20. Οι πελάτες ρουφάνε αμίλητοι το ναργιλέ τους, χαζεύοντας τα smartphones τους, ώσπου ακούγεται μια φωνή, σαν κορυφαίου Χορού: «Δυο μήνες γκρινιάζαμε που μας είχαν κλεισμένους, και τώρα που βγήκαμε δεν λέμε κουβέντα».
Μα έχει ο καιρός και ο χορός γυρίσματα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.