Ο αρσενικός χαλκός του Ηλία Κωνσταντίνου Ένας σπουδαίος (και άγνωστος) Κύπριος queer ποιητής, που πέθανε στα 37 του χρόνια
Για μένα, αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς νεότερους ποιητές που γράφουν στα ελληνικά. Μάλλον έγραφαν. Πέθανε στα 37 από aids, το 2000, χωρίς κανείς να τον έχει αναφέρει ποτέ στην Ελλάδα ― ούτε στην Κύπρο, πλην δύο σύντομων αναφορών. Έγραψε σε παράξενα, μικτά, ιδιωματικά ελληνικά, με πολύ από Κύπρο και τις μεγάλες ανάσες της beat ποίησης, με την οποία κάπως συγγενεύει, ως προς την τόλμη του βίου και την άκρα ειλικρίνεια. Παίρνει τις λέξεις και τις χτυπάει κάτω σα χταπόδια ― μεγάλη απόλαυση. Και μιλά για την σεξουαλική πράξη με τόση ένταση και λυρισμό ταυτόχρονα, που στην Ελλάδα μόνο στον Καβάφη έχω δει κάτι ανάλογο. Για να μη πάμε στους ανυπέρβλητους αρχαίους λυρικούς.
Έντονα πολιτικός, υπέρμαχος της «κυπριακότητας» πριν γίνει μόδα, μοναχικός αν και κατάγεται από πολλών τα λόγια (όπως ήταν π.χ. ο Σπάνιας ή ο Γκόρπας), πέρα από φραγμούς (σεξουαλικούς ή γλωσσικούς), ακολουθεί σα πέστροφα το ποτάμι της συνείδησης, ανάποδα, προς τις πηγές, τη μάνα του και τον πατέρα του. Την Κύπρο.
Πόσο κρίμα που πέθανε άγνωστος. Σας συστήνω θερμότατα να τον γνωρίσετε, έστω αργά.
Ακολουθεί μια εκλογή από ποιήματά του και βιογραφικά στοιχεία
Καλαμαράς στον Κήπο της Εδέμ
Ένα τσόλι, τρελά ερωτευμένο με τη μάνα του
της γράφει παραισθήσεις και της στέλνει επιταγές
από τη χάλκινη εξοχή της Λεμεσού - και της λέει:
«Μανούλα μου, εδώ που μ’ έστειλες
σ’ αυτό το παρακλάδι της πατρίδας μας — λείπει το φως
έχει τόσο πολύ το φως που δεν βλέπεις καθόλου
και τόση αγάπη που σε πνίγει στην αγκάλη απελπισμένα.
Βρίσκομαι, τώρα που σου γράφω, μες στον κήπο της Ελδύκ
και φτύνω μέσα στον καφέ που λίγο ύστερα
θα πιει ο ταγματάρχης.
Βρίσκομαι, τώρα που σου γράφω,
μες στον κήπο του Θεάτρου Λεμεσού
και κλαίει ο πούστης — νά, ένας πούστης κλαίει
σαν μου παίρνει τον πούτσο στο στόμα για τσιμπούκι.
Έτσι είναι εδώ. Πολλή υγρασία. Δάκρυα σάλιο χύματα.
Στη Λευκωσία το κλίμα είναι λιγάκι πιο ξηρό
αλλά είν’ οι Τούρκοι δίπλα μάνα μου και εγώ φοβάμαι.
Γιατί δεν πας στην Άγκυρα να βρεις τουρκάλες μάνες
να φιλέψετε, να λύσουμε κι εμείς τις διαφορές;
Καλά... καλά... αστείο το ’πα, μη θυμώνεις.
Αν τύχει όμως και πας — και γαμηθείς με Τούρκας γιο
στο λέω καθαρά για να το ξέρεις — θα σε σφάξω.
Μανούλα μου, εγώ σ’ αγαπάω
κι όλα αυτά στα λέω αδιάκριτα
και είμαι ωραίος σαν Έλληνας — και είμαι βίαιος
μαζί και τρυφερός.
Λοιπόν, είμαι καλά (νομίζω) στην υγεία
και προχτές, άκου το αυτό,
πήγα σε χωριό και χόρεψα
κι ήπια πολύ μαύρο χωριάτικο κρασί.
Η νύφη σού ’μοιάζε. Και ο γαμπρός το ίδιο.
Κι εγώ μπερδεύτηκα - και κλαίγανε κι οι δυο τους
απ’ τη χαρά τους τη μεγάλη - λέγανε.
Ήταν εκεί, μαζί και μόνος, ένας νέος ποιητής.
Δεν ήταν συγγενής - καθόταν μ’ ένα νεαρό
μέσα στην πίστα του χορού - κι εγώ ο πούστης ζήλεψα
δεν κατάλαβα με ποιον από τους δύο. Μου φάνηκαν
για μια μόνο στιγμή, αρμονικοί και τέλειοι
για μια μόνο στιγμή, δεν είχαν τίποτα να πουν με μας
που ετοιμαζόμασταν - μέσα στο γλέντι του χορού
για πόλεμο.
Μανούλα μου, σου υπόσχομαι, πριν αρχινήσει ντουφεκίδι
πριν αρχινήσει το κακό και σκοτωθώ - θα πάρω
δίκυκλη αγωνιστική — και θα μπω σαν άγριο τσόλι
σε δρόμους χωματένιους - και θα φωνάξω τ’ όνομά σου
ΜΑΝΑ μου - και θα περάσω και την Πράσινη Γραμμή
και με το αίμα μου θα βγαίνει και η φωνή
με τ’ όνομά σου.
Μ’ αυτή μου την υπόσχεση — της αγάπης μου
ή πιο τρανή απόδειξη, σ’ αφήνω, μάνα μου γλυκιά
και σε φιλώ με σεβασμό - ο διχασμένος γιος σου.
Υ.Γ. Η επιταγή είν’ απ’ τον πούστη που ’κλαιγε
σαν έγινα εγώ ένα δερμάτινο μεγάλο μπιμπερό.
Υ.Υ.Γ. Το θέατρο στη Λεμεσό δεν έχει κήπο
ψέματα το ’πα.
Ερωτικό Ημερολόγιο
Στον Δήμο που φεύγει
Αφήνω σε
στα φιλιά μου, φίλε μου
σ’ ένα στρώμα διπλό
στα φιλιά μου φίλε μου
— για να ρίξω τα μαλλιά μου
στην άκρη του κόσμου.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
κοιτάζω σταθερά
τον γαλανό αφαλό, του κορμιού σου
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
ακολουθείς, μορφασμούς ηδονής
στου λαιμού μου την κίνηση.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στην άκρη του κόσμου
σκεπάζει το καυλωμένο σου βυζί
το ξυρισμένο μου μάγουλο.
Έτσι πλασμένοι
κι οι δυο σκεπασμένοι
τέλεια ίδιοι - πάντα αντίθετοι
μες σ’ τούντην ασφάλεια
αφήνω σε φίλε μου
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γλείφω πολλά — αναπνέω απαλά
στα ανοιχτά σου τα βλέφαρα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
γεμώνεις μου τα δάχτυλα χύματα.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σήμερα
πίνεις τα δικά μου
Στου αφαλού μου το κύπελο.
Για να ρίξω τα μαλλιά μου
στην άκρη του κόσμου
επιστρέφω
για να ρίξω τα μαλλιά μου στο σώμα σου
στη στρογγυλή άκρη του κόσμου
στο επάπειρο σήμερα
(Αμήχανη) βοήθεια
Τζαι μόλις εύρεις, γιε μου, δουλειάν
θα βάλω κάτω
προκαταβολήν
για να αγοράσεις αυτοκίνητον.
Ξανά βάρκα λάμπουσα
Δεν έχω χρόνο να γινώ ούτε και ν' αγαπήσω
άλλα φωνάζουν αιώνια άλλα στιγμές σπασμένες
κι εγώ κοιτάζω τη μορφή που μ' έχει παγιδέψει
και τη μορφή που ετρύπωσε στο αίμα μου σκληρή.
Δεν εχω χάδι δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα φιλιά μου
ανήδονα τα όργανα και η νύχτα με πονεί
αλλάζω σχήμα δαίμονας και το πρωί πλυμένος
σκεπάζω την καρναβαλιά μες στα κουφά σεντόνια
κραυγές σκουπίζω ολημερίς μες στο χρηματιστήριο
μια δούλα είμαι κι απορώ γιατί δεν βάλλω πόμπες
να πάει και το παλιάμπελο να σκάσουν οι αθώοι
που νύχτα μέρα ακολουθούν χωρίς να διαδηλώνουν
σεντόνια που έστρωσαν κουφά γεμάτο μαξιλάρι
και δεν μπορώ να κινηθώ βαρύτητα της γης μου
το σάπιο μήλο δέσποινα και το βυζί αγγούρι
ανώριμο το μέλλον μου όψιμο το κενό μου
η γη κρατά τα μύρια δάχτυλα που έμπηξαν
το θράσος μες στους θησαυρούς σκέψη χωματερής
το χώμα ξανασκέφτεται και λέει θα τους κλάσω
άλογα δηλητήρια που μ’ έχουν κατεβάσει
στη ράβδο της υπαπαντής νεκρό παιδί βαφτίζω
δίχως ελπίδα να σταθώ αγάπη να γαμήσω
μπαίνω σαν ταύρος άγριος πολύχρωμα τσαντίρια
έξω απ’ τον οίκο του πατρός τον κήπο της μητρός μου
να πάτε στην ακρογιαλιά άγονα να θωρείτε
τον άι γιαλό που εμούχλιασε μες στη μεγάλη λύπη
ούτε καράβι έρχεται ούτε τρελή Αφροδίτη
και φρένο βάζω και χτυπώ και βλέπω το κορμί μου
να πέφτει στην οικοδομή να κτίζεται στο δώμα
να μένουν όλα ατέλειωτα σε παιδικό κουτί
και καρτερώ σε ανύπαρκτα να παίξουμε το ψέμα
που δεν μπορεί να πάει ψηλά αν δεν στερεωθεί
και λαχταρώ να σε βαστώ σαν άνοιξη που λιώνει
τον παγωμένο θάνατο να στάξει στο χαρτί
και με σφραγίδα ορκωτή να σε ξαναγαπήσω.
Οικογενειακές υποχρεώσεις ― Προσευχή
Φίλα με πατέρα με τα πολύγλωσσα σου χείλη
Χαΐδεψε τα νύχια του νεκρού
που φωλιάζω στον λαιμό.
Πάρε με στο υψωμένο σου κρεβάτι
για να γευτώ τη σοφία σου.
Σκύψε πάνω στο τρυπημένο μου κορμί
για να τραφεί με το σάλιο σου.
Γλείψε τα γραμμένα μου δάχτυλα
να ισορροπήσει το βλέμμα μου.
Άφησέ με να σε αντικρίσω
κλείνοντάς σου το μάτι.
Φίλα με πατέρα. Φίλα με με τα σαραντάνοιχτα χείλη σου
Στάθου πατέρα ― στάθου πάνω στην ερπετή μου τη γλώσσα
ύστερα χόρεψε -― στην αλαφράδα του καπνού.
Άστραψε τη λέξη μου μέσα σου
ύστερα χόρεψε — στην αλαφραδα του καπνού.
Δεξου πατέρα το νιώθω μου
μάθε με ώς το τελευταίο κινούμενο κόκαλο
είμαι ο σπόρος σου, η σκέψη σου
μεγαλώνω και φεύγω σου
σαν το αίμα που φεύγει από την πέτρα.
Γενέθλια
Είμαι σιωπηλός εγώ σαν την γη.
Οι λέξεις έν’ όπλα φονικά λέω τες, να φύουσιν.
Είμαι μούρμουρος εγώ σαν το νερό.
Οι λέξεις έν’ ζώνες ζωντανές
ό,τι λέω τυλίομαι το.
Ό,τι λέω γίνομαι.
Οι λέξεις έν’ μείγμα μαγικό
περνούν, βρίσκουν την σκέψη σου, χτίζουν
μες στον αέρα.
Ό,τι λέω σιωπά.
Οι λεξεις — μια συνεχής ανάληψη
μαύρες αχτίνες, να δώκουν το φως στον ήλιο.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΕΔΩ & ΕΔΩ
_________________________
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ, ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ
“Εγεννήθηκε στη Λεμεσό το 1957.
Έζησε έξω από την πόλη, δίπλα στη θάλασσα, ως το 1972. Από
τότε, μέχρι το 1982 έζησε στο Λονδίνο όπου εσπούδασε, χωρίς
την απαιτούμενη διάθεση, με αποτέλεσμα ένα δίπλωμα ανθρωπιστικών
σπουδών με μια ιδιαιτερότητα στο θέατρο. Το 1976 ερωτεύτηκε καθοριστικά.
Μετά τις σπουδές του έκαμε διάφορες δουλειές –η πλέον σημαντική, φωτιστής σε δισκοθήκη. Έγραψε γύρω στα 30 ποιήματα στα αγγλικά. Από το 1982 έκαμε πολλές φορές τη διαδρομή Λεμεσού-Αθηνών για να επανεγκατασταθεί στη Λεμεσό τον Φεβρουάριο του 1984. Από τότε ζει κοντά στο κέντρο της πόλης. Τα τελευταία τρία χρόνια εργάζεται ως βιβλιοπώλης. Εξακολουθεί να γράφει ποιήματα.”
Τα πιο πάνω αποτελούν το βιογραφικό του σημείωμα το οποίο και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ποιητική συλλογή “Κυπριακές Ηθογραφίες”, γραμμένο από τον ίδιο τον ποιητή.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ
Αρσενικός χαλκός.Κύπρος 1984.
Γράμματα της ώρας.Κύπρος 1985.
Κυπριακές ηθογραφίες.Λεμεσός 1991.
Τα αυτοκρατορικά.Λεμεσός 1996 [μεταθανάτια έκδοση].
Ποιήματα, Βακχικόν 2020
Ανέκδοτα ποιήματα, Βακχικόν 2023