Η ιστορία της καραμέλας είναι πολύ παλιά, πράγμα απόλυτα λογικό, αφού οι πρώτες καραμέλες φτιάχτηκαν από μέλι, ένα βασικό είδος διατροφής ακόμη και για τον άνθρωπο των σπηλαίων. Λένε ότι οι πρώτοι που αγάπησαν την καραμέλα ήταν οι Αιγύπτιοι και μετά οι Κινέζοι και οι Άραβες. Η πρώτη της μορφή ήταν σφαιρική, φτιαγμένη από μέλι, καρπούς και φρούτα. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι για την ανακάλυψή της δεν χρειάστηκε παρά να κυλήσει λίγο μέλι πάνω σε καρπούς και να φτιαχτεί κάτι που έγινε μια μικρή μπουκιά απόλαυσης.
Καταλαβαίνουμε ότι οι πρώτες καραμέλες ήταν πολύ μαλακές και δεν είχαν καμιά σχέση με αυτό που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Η ιστορία θέλει τις καραμέλες να ταξιδεύουν πρώτα στη Ρώμη και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και τη Ρωσία, όπου είχαν παράλληλη εξέλιξη. Στις πρώτες καραμέλες είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο συστατικά με έντονη γεύση και βαθύ άρωμα, όπως η γλυκόριζα και η μέντα. Τη μέντα, εξάλλου, τη χρησιμοποιούσαν πολύ και οι αρχαίοι Έλληνες, τόσο ως φάρμακο όσο και ως έντονο αρωματικό.
Μετά την έλευση των ζαχαρότευτλων στην Ευρώπη, η ιστορία της καραμέλας άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα. Φυσικά, τον πρώτο καιρό η ζάχαρη ήταν ένα πολύτιμο συστατικό και η τιμή της ήταν απαγορευτική για τους περισσότερους. Με τα πρώτα εργοστάσια επεξεργασίας ζάχαρης, όλα έγιναν καλύτερα. Στη Ρωσία, πάλι, οι πρώτες καραμέλες είχαν βάση τα φρούτα, τα οποία έβραζαν επί ώρες μέσα σε σιρόπι από μέλι και μελάσα. Υπάρχουν αναφορές για καραμέλες και γλειφιτζούρια στη Ρωσία γύρω στα 1400, αλλά και εδώ χρειάστηκε να κάνει την εμφάνισή της η ζάχαρη για να δημιουργηθούν οι πρώτες σκληρές καραμέλες, που φτιάχνονταν πρώτα στα σπίτια και μετά στα ζαχαροπλαστεία της εποχής.
Η ελληνική ιστορία στον κόσμο της καραμέλας συνεχίστηκε με διάφορα είδη, με έμπνευση από αντίστοιχα προϊόντα του εξωτερικού. Είναι ωραίο να υπάρχουν αυθεντικά ελληνικά προϊόντα και πιο ωραίο ακόμη να μην το ξεχνάμε και να τα υποστηρίζουμε.
Άλλα συγγράμματα μιλούν για αντίστοιχες βραστές καραμέλες και στην Αγγλία του 17ου αιώνα. Η μαζική παραγωγή τους ξεκίνησε, φυσικά, τον 19ο αιώνα, αλλά και τότε το είδος θεωρούνταν πολυτελείας, έβρισκε θέση στα τραπέζια των πλουσίων και κατατασσόταν ανάμεσα στα ιδιαίτερα ζαχαρωτά που εμφανίζονταν στις μεγάλες γιορτές και επετείους. Οι πρώτες καραμέλες, ζαχαροπλαστείων και αργότερα μικρών εργοστασίων, πωλούνταν χύμα και τοποθετούνταν σε μεγάλα βάζα για να ξεχωρίζουν από μακριά με τα φανταχτερά τους χρώματα και τη θελκτική τους λάμψη.
Οι τυλιγμένες σε χαρτάκι καραμέλες άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και την οφείλουμε κατά πάσα πιθανότητα στον Τόμας Έντισον, ο οποίος ανακάλυψε έναν φθηνό τρόπο για να παράγεται το κερωμένο χαρτί, η κλασική λεπτή λαδόκολα, σύμμαχος της ζαχαροπλαστικής και αχώριστος σύντροφος των ζαχαρωτών. Από τότε, όταν σκεφτόμαστε καραμέλα, φέρνουμε συνήθως στο μυαλό μας και το χαρτάκι της, άλλες φορές χρυσό, άλλες λευκό και διάφανο και άλλες έντονα χρωματιστό, ακριβώς όπως μας κάνουν να νιώθουμε.
Τα ιστορικά ΜΕΖ και οι αγελαδίτσες
Οι πρώτες καραμέλες που θυμάμαι ήταν αυτές που είχε πάντα στην τσέπη του ο παππούς μου. Ήταν τα κλασικά μικρά, λευκά κουφετάκια ΜΕΖ, τυλιγμένα σε ασημόχαρτο, προσεκτικά τοποθετημένα στο γαλάζιο χαρτάκι τους. Ο παππούς έφερνε σπίτι μόνο εκείνες που είχαν άρωμα ούζου, γι’ αυτό αν κάποιος με ρωτήσει τι άρωμα είχαν τα ζαχαρωτά της παιδικής μου ηλικίας θα πω σίγουρα αυτό. Οι ΜΕΖ ήταν ελεύθερο είδος προς κατανάλωση στο σπίτι μας, θα μπορούσα να πω ότι δεν τις είχαν συμπεριλάβει καν στις υπόλοιπες καραμέλες και ούτε θεωρούσαν ότι περιέχουν ικανή ζάχαρη για να χαλάσει τα δόντια μας.
Φυσικά, ποτέ δεν μπορούσες να φας μόνο ένα μεζάκι. Έσπρωχνες βιαστικά στο στόμα δύο, τα έσπαγες με τα δόντια και μετά τα τριγυρνούσες στο στόμα, για να πάει η γεύση του ούζου παντού, να γεμίσεις δροσιά, να νιώσεις όσο γίνεται περισσότερο και καλύτερα τη γεύση της καραμέλας. Οι ΜΕΖ είναι της εταιρείας Λάβδας, που έφτιαξε ένα από τα πρώτα εργοστάσια καραμέλας στην Ελλάδα. Η ιστορία της ξεκίνησε το 1953 από τον Κεραμεικό και μέχρι σήμερα δεν έχει σταματήσει να αναπτύσσεται. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να μπεις σε κάβα ή σε παραδοσιακό παντοπωλείο και να μη βρεις τις καραμέλες Λάβδας, χύμα σε μεγάλες προθήκες για να μπορείς να προμηθευτείς όσες θέλεις μέσα σε χάρτινα σακουλάκια.
Μαζί με τις ιστορικές ΜΕΖ, που εξακολουθούν να κυκλοφορούν με την ίδια επιτυχία, θυμάμαι να υπήρχαν από πάντα οι καραμέλες γάλακτος και οι καραμέλες βουτύρου. Είναι εκείνες που αποκαλούμε toffees, έχουν μαστιχωτή υφή και μια βελούδινη, βαθιά γεύση. Τυλιγμένες μέσα σε χρυσό χαρτάκι με την εικόνα μιας αγελαδίτσας, είναι από τις καραμέλες που δεν πρέπει ποτέ να δαγκώσεις, γιατί θα κολλήσουν σίγουρα στα δόντια σου. Τους δίνεις τον χρόνο που πρέπει για να λιώσουν απαλά στο στόμα και να σου αφήσουν μια υπέροχη αίσθηση.
Οι πρώτες καραμέλες γάλακτος που δοκίμασα ποτέ ήταν της εταιρείας Κόκος, μιας ακόμη εμβληματικής βιομηχανίας του χώρου, που δραστηριοποιείται από το 1948 και ακόμη διατηρεί την αίγλη της. Βέβαια, έχει τύχει με παρόμοιο χρυσό χαρτάκι να βρω καραμέλες γάλακτος ή βουτύρου και από άλλες εταιρείες. Ρωτώντας, όμως, μεγαλύτερους στην ηλικία ποια θεωρούν την καλύτερη γάλακτος, οι περισσότεροι απάντησαν την Κόκος χωρίς δεύτερη σκέψη.
Οι παστίλιες rendez-vous ή του φιλιού
Κοιτώντας αφηρημένη το ράφι με τα ζαχαρωτά ενός σούπερ-μάρκετ, έπεσα πάνω σε μια ακόμη μεγάλη ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας. Τις πράσινες και ροζ παστίλιες, βουτηγμένες στην κρυσταλλική ζάχαρη. Αυτές, μάλιστα, τις θεωρούσαμε ακραία θεραπευτικές τότε και κατάλληλες για όταν ήμασταν κρυωμένοι. Ο λόγος, μάλλον, είναι ότι η κύρια γεύση τους είναι αυτή του ευκαλύπτου.
Οι παστίλιες που θυμάμαι από πάντα και βρήκα στην αγορά είναι αυτές της Viap, μιας εταιρείας που ξεκίνησε το 1956 από τον Άγγελο Παπαδόπουλο, στο σπίτι του, στον Άγιο Ελευθέριο Αχαρνών. Διάσημες οι παστίλιες και περιζήτητες στην εποχή του, συνήθιζαν να τις λένε παστίλιες ραντεβού ή του φιλιού, καθώς όλοι τις αγόραζαν πριν συναντήσουν το ταίρι τους για να αρωματίσουν την αναπνοή τους. Βρίσκονται ακόμη μέσα σε ρετρό σακουλάκι και κυκλοφορούν σε διάφορες γεύσεις.
«Εμείς αυτές τις παστίλιες τις λέγαμε γόμας ή καραμέλες εκ των Πατρών», μου είπε ο γείτονάς μου Γρηγόρης Βαζλαματζής, που διατηρεί το ομώνυμο μαγαζί με ξηρούς καρπούς στην Κυψέλη. Ψάχνω να βρω τον λόγο και ανακαλύπτω πως στην Πάτρα, από το 1930, υπάρχει η βιοτεχνία Αχαϊκή Μανούσου, η οποία έχει εξαιρετικά προϊόντα, ανάμεσα σε αυτά και τις κλασικές παστίλιες, τις οποίες όμως κυκλοφορεί ως «παραδοσιακές καραμέλες».
Η εταιρεία ανέκαθεν έδινε τα προϊόντα της σε κάβες και παντοπωλεία, γι’ αυτό και οι πιο παλιοί συνηθίζουν να τις αποκαλούν «εκ των Πατρών». Μάλιστα, ο Γρηγόρης μου είπε ότι πελάτες του με ανατολίτικη καταγωγή, που συνηθίζουν να πίνουν πολύ τσάι, παίρνουν τις παστίλιες ευκαλύπτου και τις ρίχνουν στο ζεστό ρόφημα, για να μαλακώσουν τον λαιμό τους και να έχουν ακόμη περισσότερο άρωμα.
Οι κομψές Τσάρλεστον και οι άχαρες Αστακού
Και ενώ οι παστίλιες θεωρούνταν θεραπευτικές, οι άλλες ρετρό, αγαπημένες και μεγάλες σταρ καραμέλες, οι λεγόμενες Τσάρλεστον, θεωρούνταν ακραία ρομαντικές, για πολλούς ακόμη και «γυναικείες». Ίσως γι’ αυτό και οι Τσάρλεστον ήταν η μεγάλη αγάπη της γιαγιάς μου, που παρότι Σκορπιός και τσαούσα, την καραμέλα την ήθελε μαλακή και τριανταφυλλένια.
Η συγκεκριμένη καραμέλα, από όποια εταιρεία και αν τη βρεις, έχει ακόμη φανατικούς καταναλωτές. Τυλιγμένη σε ημιδιάφανο, λευκό χαρτί, μοιάζει με λουκουμάκι ή ζελεδάκι και σε τυλίγει με ένα υπέροχο άρωμα τριαντάφυλλου, όταν την ανοίγεις. «Παλιά, την Τσάρλεστον τη λέγαμε ξερολούκουμο. Την αγαπούσαν πολύ και την προτιμούσαν μικροί και μεγάλοι. Αργότερα, προσπάθησαν να αντιγράψουν το άρωμά της, δημιουργώντας μια ακόμη ιστορική καραμέλα, τη σεν-σεν. Οι σεν-σεν είναι εκείνες οι σκληρές καραμέλες που μοιάζουν με τους γυάλινους βόλους με τους οποίους παίζαμε παιδιά. Είναι σκληρές, με έντονη γεύση τριαντάφυλλου και γλυκόριζας, και οι πιο διάσημες στην κατηγορία τους είναι εκείνες της οικογενειακής επιχείρησης Tulip, που δραστηριοποιείται στην Κομοτηνή από το 1922 και είναι ιδιαίτερα αγαπημένη σε όλη τη χώρα αλλά ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα», μου λέει ο Γρηγόρης και θυμάμαι αμέσως τα καραμελάκια που εννοεί.
Τυλιγμένα σε πολύχρωμες ζελατίνες, βρίσκονται ακόμη σε πολλές αίθουσες αναμονής, μέσα σε ψηλά βάζα και μεγάλες φοντανιέρες. Ωραίες οι Τσάρλεστον και οι σεν-σεν, μα οι πιο χαρακτηριστικές ρετρό καραμέλες που έχω να θυμάμαι για διάφορους λόγους είναι οι Αστακού. Αρχικά, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λέγονται έτσι. Έχω καταλήξει ότι το όνομά τους οφείλεται στο σκληρό περίβλημα που κρύβει μια απαλή πάστα στο εσωτερικό του. Οι Αστακού ήταν ανέκαθεν ακριβές καραμέλες, τις έπαιρναν για να ξεχωρίζουν από τις άλλες.
Κυλινδρικές και μακριές, γεμιστές με πραλίνα, καρύδα και κακάο, ήταν οι καραμέλες των ενηλίκων και σπάνια τις έβλεπα να έρχονται στο πατρικό μου. «Οι καραμέλες Αστακού κυκλοφόρησαν και σε πιο μικρό, ελκυστικό μέγεθος, καθώς και σε σφαιρικό σχήμα, για να είναι πιο εύκολες στην απόλαυση. Ακόμη τις αγοράζουν και τις αγαπούν, παρόλο που βγήκαν πολλές ακόμη γεμιστές καραμέλες, σε διάφορες γεύσεις, διεκδικώντας την αγάπη των μικρότερων, που ποτέ δεν τις πολυσυμπάθησαν», με ενημερώνει ο Γρηγόρης, που εννοείται ότι έχει αντίστοιχες καραμέλες και από τον Λάβδα και από την Tulip.
Η ελληνική ιστορία στον κόσμο της καραμέλας συνεχίστηκε με διάφορα είδη, με έμπνευση από αντίστοιχα προϊόντα του εξωτερικού. Τα ζελεδάκια, με έντονο άρωμα και γεύση, οι καραμέλες για τον λαιμό και τον βήχα, οι αρωματικές καραμέλες για την αναπνοή, οι μακρουλές μπομπονέλες, που ποτέ δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη σύστασή τους και, φυσικά, οι καραμέλες της ΙΟΝ που πια δεν κυκλοφορούν, με αγαπημένες εκείνες που βρίσκαμε στις κάβες, τυλιγμένες σαν σοκολατάκια, που τις ζητούσαμε ως καραμέλες «πολυτελείας» και ήταν γεμιστές και υπέροχες. Το καλύτερο είναι πως μερικές από τις ιστορικές εταιρείες που τις παρήγαν συνεχίζουν το έργο τους, κάνοντας εξαγωγές σε πολλές χώρες. Είναι ωραίο να υπάρχουν αυθεντικά ελληνικά προϊόντα και πιο ωραίο ακόμη να μην το ξεχνάμε και να τα υποστηρίζουμε.