ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 2012, έπειτα από δεκατέσσερα γόνιμα χρόνια στο τιμόνι του μακροβιότερου λογοτεχνικού περιοδικού της χώρας, της "Νέας Εστίας", ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού. Λίγες βδομάδες αργότερα, ο γνωστός δοκιμιογράφος αποχαιρετούσε και τον άνθρωπο που είχε αγαπήσει περισσότερο ίσως στη ζωή του, αυτόν που του χάραξε το πεπρωμένο, τον μόνο μάλλον που αγάπησε πραγματικά, όπως ομολογεί: την Γιούλα, την αδελφή του. Μια δική της νεανική φωτογραφία κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου του, «Η αδελφή μου» (Πόλις).
Δυο χρόνια μεγαλύτερη, η Γιούλα Ζουμπουλάκη πέθανε από καρκίνο στα 60 της, αλλά διέσχισε τη ζωή της πάσχοντας από βαριάς μορφής επιληψία. Απόφοιτη της σχολής Κατσέλη, με συμμετοχές στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη και στους Δεσμούς της Ασπασίας Παπαθανασίου, μ' ένα μικρό ρόλο στην "Παραγγελιά" του Τάσιου και παρουσία στην τηλεοπτική "Κυρία Ντορεμί", αποφάσισε να εγκαταλείψει το θέατρο γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. "Καταλάβαινε πως δεν άντεχε να τα βγάλει πέρα"…. Η αρρώστια της αντιστεκόταν σε κάθε φαρμακευτική αγωγή. Η επιληψία την είχε χτυπήσει στα 18 της, με τη μορφή κάποιας στιγμιαίας απώλειας της συνείδησης. Σιγά σιγά ήρθαν οι σπασμοί στα χέρια κι έπειτα οι μεγάλες, ασταμάτητες, επιληπτικές κρίσεις.
Εκθέτοντας σε κοινή θέα τον καημό του, ο Ζουμπουλάκης έδωσε τροφή για σκέψη πάνω στον πόνο, την αρρώστια, την χριστιανική αγάπη, τον κλονισμό της πίστης, τις μικροαστικές αντιλήψεις, τα νεοπλουτίστικα κλισέ και, ξεγυμνώνοντας τον εαυτό του, ξαναζωντάνεψε μια γυναίκα που βίωνε την οδύνη απολαμβάνοντας πάντα τις χαρές των μικρών πραγμάτων.
Άλλοι δηλητηριάζονται από τέτοια αδικία, το παράπονό τους γίνεται χολή. Η Γιούλα, πλάσμα χαρισματικό, πανέξυπνο, γεμάτο θετική ενέργεια, μέχρι που έσβησε, ακτινοβολούσε καλοσύνη. Ήταν μια αγία, σύμφωνα με τον αδελφό της. Ωστόσο, «σε τούτον τον κόσμο της δύναμης, της αποτελεσματικότητας, της επιτυχίας, είναι πολύ κακό παράδειγμα ένας άγιος άνθρωπος. Η επαφή με τον άνθρωπο της αγιότητας είναι απειλητική, γιατί φανερώνει ποιος τελικά είσαι εσύ».
Όσοι παρακολουθούν τα γραπτά του Ζουμπουλάκη -για την πίστη, τη θρησκεία, τον Παπαδιαμάντη, την πολιτική ζωή- συνδέουν πια τ' όνομά του με το δικό της. Αυτό ακριβώς επιθυμούσε κι εκείνος όταν, επιστρέφοντας σπίτι από την κηδεία, άρχισε να γράφει την οικογενειακή τους ιστορία, να εκθέτει δημοσίως βάσανα που έμειναν κουκουλωμένα, να βάζει σε τάξη τα συναισθήματά του, να καταφεύγει και πάλι στο έργο της Σιμόν Βέιλ κι όσων φιλοσόφων μίλησαν στην ψυχή του, να παλεύει με το πένθος δημιουργικά. Ήθελε ν' αποτυπωθεί σε βιβλίο το όνομα της αδελφής του, «ακόμη και σαν εκδίκηση για όλους αυτούς που την υποτίμησαν ή την περιφρόνησαν, οχυρωμένοι πίσω από τα αγαθά και τις γελοίες επιτυχίες τους».
Κατάφερε πολύ περισσότερα. Μέσα σε εβδομήντα σελίδες, έδωσε μια σπαρακτική αυτοτοβιογραφία, ένα λιτό, διαυγές και στοχαστικό κείμενο, που τελειώνοντας το, νιώθεις λαχτάρα να το διαβάσεις ξανά. Εκθέτοντας σε κοινή θέα τον καημό του, ο Ζουμπουλάκης έδωσε τροφή για σκέψη πάνω στον πόνο, την αρρώστια, την χριστιανική αγάπη, τον κλονισμό της πίστης, τις μικροαστικές αντιλήψεις, τα νεοπλουτίστικα κλισέ και, ξεγυμνώνοντας τον εαυτό του, ξαναζωντάνεψε μια γυναίκα που βίωνε την οδύνη απολαμβάνοντας πάντα τις χαρές των μικρών πραγμάτων.
Παπαδοπαίδι με καταγωγή από τη Λακωνία, μεγαλωμένος -«δόξα τω Θεώ, κυριολεκτικά στο δρόμο, παίζοντας μπάλα, κι όχι στα μουσεία, στα παιδικά θέατρα και στις αίθουσες συναυλιών», ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ανακάλυψε τα βιβλία στα 14 του, χωρίς τίποτε να τον έχει προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Ήταν η κλίση του, που του φανερώθηκε απροειδοποίητα; Ήταν μια «μυστική προετοιμασία» για ν' αντιμετωπίσει την καταιγίδα που θα ξεσπούσε; Όπως και να 'χει, όταν αρρώστησε η Γιούλα, «είχε πια σχεδιαστεί της ζωής μου η περιοχή». Το κακό νέο δεν έπρεπε να βγει έξω από το σπίτι.
Ο ίδιος σαν καλό παιδί δεν το μοιράστηκε επί χρόνια με κανέναν, κι ας γύρευε επαφή, αποκλειστικά σχεδόν, με ομοιοπαθείς. Στράφηκε βαθύτερα στον εαυτό του, μολονότι λαχταρούσε να ήταν ένας «επιπόλαιος εξωστρεφής τύπος που καλοπερνάει, "ένας οποιοσδήποτε Ευτύχιος" που λέει και ο Χάκκας». Κινούνταν σαν κανονικός άνθρωπος, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού.
«Θυμάμαι ζωηρά κάποιες πολιτικές συνεδριάσεις», γράφει, «τα δύο τρία πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης: πόσο ξένα και πόσο γελοία ηχούσαν στ' αυτιά μου τα ωραία λόγια, και εκείνα που έβγαιναν από το δικό μου στόμα, για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, όταν τη μέρα εκείνη ή την προηγούμενη, η αδελφή μου δεν ήταν καλά. Μόνο με τους άλλους πονεμένους είσαι αληθινός και λες ό,τι πραγματικά θέλεις να πεις».
Αναπόφευκτα, στράφηκε προς την πατρική κληρονομιά. Πώς επιτρέπεται ο Θεός της αγάπης να δείχνει τόση σκληρότητα; αναρωτιόταν. Σήμερα ο Ζουμπουλάκης είναι σίγουρος: δεν υπάρχει άλλο θεολογικό ερώτημα. Τα υπόλοιπα «είναι θεωρητικές διεργασίες». Σ' ένα άλλο σημείο, ανακαλώντας ένα προσκύνημα της αδελφής του στην Τήνο, ξεσπάει: «Μου γυρίζουν πάντα τα άντερα διάφοροι προοδευτικοί που χλευάζουν αυτούς τους απελπισμένους που σέρνονται στα γόνατα γυρεύοντας τη γιατρειά τους, όλοι αυτοί που αισθάνονται ανώτεροι…». Μπορεί να υπάρξει έλεος όταν περισσεύει ο εγωισμός; Μπορεί να υπάρξει πίστη χωρίς θεοδικία, πίστη ως ευθύνη και αγάπη για τον άλλο; Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, χάρη στην αδελφή του πάντα, άλλαξε προοπτική. Από το τι κάνει ο Θεός, άρχισε πάνω απ' όλα να κοιτάζει τι κάνει ο άνθρωπος.