Έχει μεγάλη ιστορία η 28ης Οκτωβρίου ή, καλύτερα, η Πατησίων, όπως αγαπάμε όλοι να αποκαλούμε ακόμα τον μεγάλο δρόμο της Αθήνας. Από την αρχή έως το τέλος της είναι γεμάτη ιστορίες, εμβληματικά κτίρια, μεγάλα γεγονότα, επαναστάσεις, πολιτιστικά δρώμενα, μαγαζιά που άφησαν ιστορία και πλατείες όπου μεγάλωσαν αμέτρητα παιδιά και σύχναζαν σημαντικοί άνθρωποι της τέχνης, της πολιτικής και των επιστημών. Είναι και ανθρώπινη η Πατησίων. Γεμάτη πολυκατοικίες που πήραν τη θέση αστικών κατοικιών με κήπο και εξοχικών σπιτιών με μποστάνια, αμπέλια, νερά, πουλιά και δέντρα.
Είναι στρωμένη με κτίρια μεγάλων αρχιτεκτόνων και κάθε δρόμος της έχει όμορφα νεοκλασικά και υπέροχα κτίρια εμπνευσμένα από τον μεταμοντερνισμό. Αξίζει πάντα να την περπατήσεις και να την εξερευνήσεις, να πιάσεις συζήτηση με παλιούς κατοίκους της ή μαγαζάτορες που δεν την εγκατέλειψαν και να μάθεις γι’ αυτήν ακόμη πιο πολλά, να την καταλάβεις, να νιώσεις τον ρυθμό της, να μη βιαστείς να την προσπεράσεις. Για χρόνια πολλά αυτό έκανα. Βιαζόμουν να τη διασχίσω και πολλές φορές την απέφευγα. Μου έφερνε μια βαθιά μελαγχολία, μου φαινόταν να βουλιάζει στην γκριζάδα και στην απαξίωση, σαν μια μεγάλη σταρ που δεν άντεξε τη μάχη με τον χρόνο, τα παράτησε, αποφάσισε να αποσυρθεί, να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο.
Ο Μαρτίνης θα είναι εδώ και στη νέα εποχή της Πατησίων. Ο κήπος του θα μας περιμένει Κυριακές και καθημερινές και οι άνθρωποί του δουλεύουν ασταμάτητα για να προσφέρουν το καλύτερο, να ακολουθούν ακόμη και τις γαστρονομικές τάσεις.
Παρ’ όλα αυτά, οφείλω να παραδεχτώ ότι πάντα είχε φωτεινά σημεία που δεν μας άφηναν να ξεχάσουμε την αίγλη της. Τον τελευταίο καιρό, όμως, φαίνεται να αλλάζει και όλα δείχνουν πως σύντομα θα διανύσει μια δεύτερη χρυσή περίοδο. Τότε εκείνοι που επέμειναν να της μείνουν πιστοί θα επιβραβευτούν διπλά και τα μαγαζιά που ποτέ δεν την εγκατέλειψαν θα αποδείξουν πως υπάρχει λόγος να παραμένεις σταθερός και να υποστηρίζεις τη γειτονιά σου ακόμη και όταν περνάει μια δύσκολη φάση.
Ένα από αυτά τα μαγαζιά είναι το Μαγειρείο Μαρτίνης. Βρίσκεται στην Πατησίων, στα Πατήσια, ακριβώς δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Λουκά. Το θυμάμαι πάρα πολλά χρόνια, άνοιξε βλέπεις το 1969, αλλά δεν το είχα επισκεφτεί ποτέ. Είχα ακούσει, όμως, ιστορίες γι’ αυτό από τον εκατοντάχρονο παππού και φίλο μου Μίμη, που κάποτε αλώνιζε όλη την Αθήνα και ανακάλυπτε τα καλύτερα στέκια.
Τα πρώτα χρόνια το μαγειρείο βρισκόταν δίπλα στον κινηματογράφο Σελέκτ, που ήταν ο μεγαλύτερος και πιο διάσημος της περιοχής, η οποία ζούσε τη μεγάλη ακμή της, και αυτό δεν κρυβόταν. Εκτός από το Σελέκτ, υπήρχαν τριγύρω άλλα επτά σινεμά, πολλά θέατρα, εμπορικά μαγαζιά, διάσημα ζαχαροπλαστεία και σπίτια οικογενειών με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Τα Πατήσια δεν ήταν πια ο παράδεισος με τα κηπευτικά, τις βόλτες με την άμαξα, τις γιορτές των λουλουδιών και τις εξοχικές βόλτες αλλά η καρδιά μιας πόλης που ευημερούσε και ανακάλυπτε τη βραδινή ζωή, την πολυτέλεια, τη διασκέδαση και την ξενοιασιά.
Τα αδέλφια Μαρτίνη, που είχαν έρθει στην Αθήνα από το Πολύδροσο Θεσπρωτίας για να φτιάξουν τη ζωή τους, τη θεώρησαν ιδανική περιοχή για τα σχέδιά τους. Όταν, μάλιστα, κατάφεραν να νοικιάσουν το καφενείο της οικογένειας Σκοτίδα στα μέσα του ’70 τα πράγματα έγιναν ακόμη καλύτερα γι’ αυτούς. Το συγκεκριμένο οίκημα έχει ιστορία από το 1888 και από το 1908 λειτουργούσε ως εξοχικό κέντρο-καφενείο με το όνομα «Ο Κήπος του Σκοτίδα». Από τα τραπεζάκια του είχε περάσει η αφρόκρεμα της κοινωνίας, ενώ οι πολιτικοί το προτιμούσαν για να κάνουν εκεί τις συγκεντρώσεις τους.
Κάθε μέρα είχε κόσμο, αλλά την Πρωτομαγιά, που ερχόταν όλη η Αθήνα στα Πατήσια για τους μεγάλους εορτασμούς, γινόταν στο μαγαζί το αδιαχώρητο και κάτω απ’ όλα τα δέντρα υπήρχε πολύς κόσμος. Σε αυτό το μαγαζί με την τόσο ιδιαίτερη και θετική αύρα τα αδέρφια Μαρτίνη αποφάσισαν να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Ο Χρήστος και ο Βαγγέλης δεν είχαν όρια και ωράρια στη δουλειά τους. Αποφασισμένοι να πετύχουν, έμπαιναν στο μαγαζί ξημερώματα και έβγαιναν αργά το βράδυ. Δεν ήθελαν να έχουν ποτέ μόνο μαγειρείο και έδιναν πάντα μεγάλη βάση και στην ψησταριά.
Έτσι, ουσιαστικά από την πρώτη μέρα συνδύαζαν δύο μαγαζιά σε ένα, έχοντας γνώσεις και εμπειρία και στα δυο αντικείμενα, και στη σχάρα και στη κατσαρόλα. Το μαγαζί έγινε γρήγορα γνωστό για το καλό και τίμιο φαγητό του. Στα τραπεζάκια του έβρισκες εργαζόμενους από τα γύρω γραφεία που έκαναν διάλειμμα, οικογένειες και ζευγάρια, μοναχικούς επισκέπτες, παρέες νεαρών και παρέες ηλικιωμένων. Δεν υπήρχε κάποιος που αγαπούσε το φαγητό και δεν προτιμούσε το μαγαζί. Όλοι ήξεραν ότι εκεί θα βρουν πιάτα που τους θυμίζουν το σπίτι τους και μεγάλα χαμόγελα.
Την ίδια ατμόσφαιρα εισπράττεις σήμερα. Στο μαγαζί βρίσκονται πια ο Χρήστος και ο γιος του Κώστας. Μεγάλωσε ο Κώστας μέσα στο μαγαζί, ξέρει τα χούγια του, ακούει τις ανάσες του. «Στο μαγαζί ήμουν από πάντα, γι’ αυτό και θα μπορούσα να πω ότι έχω πάρει πολλά στοιχεία από τη νοοτροπία του πατέρα μου. Δεν θέλω τίποτα να γίνεται στην τύχη και να βγαίνει στον πάγκο χωρίς να το έχω δοκιμάσει. Προσπαθώ να βρίσκομαι σε όλα τα πόστα. Γι’ αυτό κιόλας δεν θα μπορούσα εύκολα να ανοίξω άλλο μαγαζί. Δεν είναι ότι δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους μου, απλώς θέλω να είμαι ήσυχος», μου λέει ενώ τριγυρίζει στη βιτρίνα που έχει ξεχειλίσει από μαγειρευτά. Δίπλα του είναι πάντα ο πατέρας του, ο οποίος συμμετέχει και εκείνος στην κουζίνα, με όποιον τρόπο μπορεί.
Μαζί τους υπάρχει μια ομάδα που λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. «Δεν αλλάζουμε εύκολα τους ανθρώπους μας. Υπάρχει κοντά μας ο Δημήτρης που δουλεύει στο σέρβις 24 χρόνια και περίπου άλλα τόσα ο Σωκράτης. Ο μάγειράς μας, Ανδρέας Αρναούτογλου, είναι στην κουζίνα εδώ και 18 χρόνια. Δεν θέλουμε να χάνουμε τους ανθρώπους μας. Δενόμαστε μαζί τους, είναι για εμάς σαν οικογένεια. Φανταστείτε ότι έρχομαι στη δουλειά το πρωί και φεύγω το βράδυ, κάθε μέρα. Το μαγαζί κλείνει μία εβδομάδα τον Αύγουστο, μία μέρα τα Χριστούγεννα και δύο το Πάσχα. Καταλαβαίνετε ότι εδώ μέσα περνάμε όλη μας τη ζωή.
Όλες οι ιστορίες μας είναι μπλεγμένες με αυτό το μαγαζί», μου λέει ο Κώστας και δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς είναι να αφοσιώνεσαι τόσο πολύ σε μια δουλειά, πόσο πολλά πρέπει να θυσιάσεις για να συμβεί αυτό και αν, τελικά, βγαίνεις κερδισμένος από αυτό. «Η μεγάλη μας επιβράβευση είναι η σχέση που αναπτύσσουμε με τους θαμώνες. Υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε μετά από δεκαετίες μπροστά από το μαγαζί και σταματάνε να μας πουν τις αναμνήσεις που έχουν δημιουργήσει στα τραπέζια μας. Άλλους τους γνωρίσαμε νέους και σήμερα τους βλέπουμε να καταφτάνουν με τα εγγόνια τους. Έχουμε φτιάξει όμορφους δεσμούς με τους πελάτες μας. Είναι μέρος της οικογένειας του μαγαζιού μας», λέει ο Κώστας που αισθάνεται δικαίως περήφανος για την ιστορία του μαγειρείου.
Στην τελευταία ανακαίνιση το μαγαζί απέκτησε ακόμη πιο όμορφο πρόσωπο. Το οίκημα από μόνο του έχει μια ομορφιά, αλλά όταν αποκαλύφθηκε το πρώτο πάτωμα μαζί με το μάρμαρο της εισόδου, όπου είναι σκαλισμένα τα γράμματα της οικογένειας Σκοτίδα, αφού αφαιρέθηκαν πολλές στρώσεις από πλακάκια, φάνηκε ακόμη περισσότερο η αρχοντιά του. Η σάλα, μεγάλη και φιλόξενη, τον χειμώνα γεμίζει κόσμο. Το τζάκι κάνει ακόμη πιο σπιτική και ζεστή την ατμόσφαιρα. Στο πίσω μέρος βρίσκεται ο μεγάλος και όμορφος κήπος, φροντισμένος, με τα όμορφα λουλούδια του, τα δέντρα και τα πράσινα φυτά. Αρκεί να κάτσεις πέντε λεπτά σε ένα από τα τραπέζια του για να ξεφύγεις από τον θόρυβο της πόλης και να χαλαρώσεις.
Οι θαμώνες που συναντήσαμε εμείς στην επίσκεψή μας ήταν κάθε ηλικίας. Ακόμη και τουρίστες βρήκαμε. Καθόμουν και άκουγα τι παραγγελία έδιναν στον σερβιτόρο και καταλάβαινα ότι δεν ερχόντουσαν πρώτη φορά στο μαγαζί, ήξεραν τι ήθελαν. Μεγάλη πέραση κατάλαβα ότι έχουν τα λαδερά. Είναι και στην εποχή τους και στον Μαρτίνη φαίνεται να έχουν τον τρόπο να τα κάνουν απόλυτα παραδοσιακά, πλούσια στο λαδάκι τους, όπως πρέπει. Τα γεμιστά, τα παπουτσάκια, τα φασολάκια και ο αρακάς έδιναν κι έπαιρναν.
Ασυναγώνιστα θεωρούνται τα γιουβαρλάκια, ο μουσακάς και το παστίτσιο, το φρικασέ αυγολέμονο και το μοσχαράκι στιφάδο. Δοκιμάσαμε το βραστό ψάρι με τα λαχανικά, χορταστικό και πεντανόστιμο, ταίριαξε τέλεια με τα βλίτα που ήρθαν στο τραπέζι με μπόλικο λαδολέμονο. Άχαστη επιλογή και οι λαχανοντολμάδες, μου θύμισαν κυριακάτικο τραπέζι. Βέβαια, λόγω εποχής, συστήνω ανεπιφύλακτα και τα ψητά σχάρας που μπορείτε να συνοδεύσετε με μεγάλες σαλάτες. Αν πάλι δεν σας πιάνει η ζέστη και το καλοκαίρι, στον Μαρτίνη θα βρείτε πιάτα που θα σας θυμίσουν και το χωριό σας ή την παλιά Αθήνα, όπως κατσικάκι στον φούρνο με πατάτες λουκούμι, κόκορα κρασάτο με μακαρόνια, γιουβετσάκι να γλείφεις τα δάχτυλά σου, κοκορέτσι, κοντοσούβλι και όποια άλλη «αμαρτία» έχεις επιθυμήσει.
Ο Μαρτίνης θα είναι εδώ και στη νέα εποχή της Πατησίων. Ο κήπος του θα μας περιμένει Κυριακές και καθημερινές και οι άνθρωποί του δουλεύουν ασταμάτητα για να προσφέρουν το καλύτερο, να ακολουθούν ακόμη και τις γαστρονομικές τάσεις. Δεν ξεχνούν, όμως, την απλή παραδοσιακή κουζίνα και αυτό το εκτιμώ πολύ. Η ιστορία μιας πόλης περνάει από το καζάνι της, έχει νόημα να μην το ξεχνάμε αυτό.
Μαγειρείο Μαρτίνης, Πατησίων 289, Αθήνα, 210 2111063