Θα μπορούσε να είναι μια αξέχαστη συναυλιακή βραδιά η τρίτη ημέρα του Release Athens x SNF Nostos, εξάλλου είχε το δυνατότερο line-up του φετινού φεστιβαλικού καλοκαιριού. Δεν ήταν μόνο ότι το κοινό θα είχε την ευκαιρία να δει τη Siouxsie και τους Εcho & the Bunnymen στην ίδια σκηνή, όλο το πακέτο ήταν αρκετά ελκυστικό, με την προσθήκη των Interpol και των τελευταίων darlings της διεθνούς ροκ σκηνής, Viagra Boys.
Και δεν ήταν μόνο αυτοί, είχαμε τις κάπως ξεχασμένες αλλά όχι αμελητέες Ladytron με ολοκαίνουργια δουλειά, ενώ μέχρι και οι δικοί μας In Trance ’95 ξανασυνδέθηκαν μετά από δέκα χρόνια για να παίξουν τη συγκεκριμένη ημέρα. Ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν ολοκαίνουργιο υλικό σύντομα. Δεν ξέρω αν το παρουσίασαν, επειδή έπαιξαν πολύ νωρίς, όπως και οι Viagra Boys, που τα 2/3 του σετ τους τα φάγαμε στην αναγκαστική 15λεπτη ποδαράτη μετακίνηση από την Πλατεία Νερού στο ΚΠΙΣΝ. Οι δυο χώροι συνδέονταν άψογα μεταξύ τους και το κουραστικό πέρα-δώθε αν μη τι άλλο έδινε τον αέρα φεστιβάλ εξωτερικού. Και εκεί διανύεις μίλια για να προλάβεις μπάντες και καλλιτέχνες που παίζουν σε διαφορετικές σκηνές.
Η νοσταλγία λειτούργησε για αρκετό κόσμο την Παρασκευή. Απλώς όχι για μένα, επειδή τελικά αν κάτι μου έλειψε από τη συναυλία ήταν οι Banshees, και νομίζω πολύ σοφά ο Steven Severin τής έβαλε ρήτρα να μη χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο όνομα όταν αποχώρησε από το γκρουπ το 1996.
Οι Viagra Boys έδωσαν αρκετό πανκ πόνο. Παρότι Σουηδοί, όταν βλέπεις τον ημίγυμνο Sebastian Murphy, σου κάνει για την επιτομή του Βρετανού lad.
Μεταξύ μας, είναι περισσότερο post-punk live, κυρίως λόγω του εντυπωσιακού σαξόφωνου του Oscar Carls. Στο «Research Chemicals», με το οποίο έκλεισαν το σετ τους, ο Seb κυλίστηκε και στα πατώματα αλλά, για να πω την αλήθεια, η ώρα ήταν κάπως ακατάλληλη για να βγάλουν μια πιο εξτρά ενέργεια οι φίλοι που τους παρακολουθούσαν από κάτω.
Ladytron vs Interpol. Το μεγαλύτερο δίλημμα της ημέρας ήταν ποιο από τα δυο γκρουπ θα διάλεγες να δεις, καθώς έβγαιναν περίπου την ίδια στιγμή σε διαφορετικά σημεία. Από μια μείξη κούρασης και περιέργειας, προτίμησα τους Αμερικανούς. Οι Interpol ήταν huge στις αρχές των ‘00s και το ντεμπούτο τους, «Turn On the Bright Lights», θεωρείται ορόσημο της post-punk αναβίωσης της εποχής. Θα έλεγες ότι η εμφάνισή τους ήταν και λίγο απωθημένο. Για να μην τα πολυλογώ, ας πρόσεχα.
Σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Ο χρόνος δεν έχει φερθεί καλά στον ήχο τους και τα κομμάτια τους ακούγονται παρωχημένα. Επιπλέον, όταν στο πρώτο κομμάτι η μπάντα παίζει λες και δεν έχει ξαναδώσει ποτέ συναυλία στην 25χρονη πορεία της, νομίζω περαιτέρω σχόλια περιττεύουν.
Για να είμαι, όμως, δίκαιη, ένας γνωστός που τους έχει δει κάμποσες φορές είπε ότι πάντα έτσι χάλια ξεκινάνε στα live τους αλλά ζεσταίνονται στην πορεία. Δεν το βίωσα ποτέ η ίδια, μιας και από τα νεύρα μου την έκανα για τον μακρύ δρόμο της επιστροφής στην Πλατεία Νερού, πριν καλά καλά τελειώσει το «Οbstacle 1». «Interlol», όπως σχολίασε μια φίλη, μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Ας μη γελιόμαστε, ένα σπουδαίο συγκρότημα φαίνεται από την αρχή. Οι Echo & the Bunnymen ήταν πάντοτε σπουδαίοι και το απέδειξαν με το παραπάνω την Παρασκευή. Με διαφορά οι καλύτεροι της τρίτης ημέρας. Βγήκαν στη σκηνή στο απόλυτο σκοτάδι. Η φωνή του Ian McCulloch δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό και, παρά τα κομπιάσματα ενίοτε, είχε ψυχή και δεν απογοήτευσε – δεν τον αποκαλούσαν τυχαία Jim Morrison της γενιάς του. Από την άλλη, ο Will Sergeant ήταν σχεδόν συγκινητικός στην κιθάρα. Ένα απόλυτα δεμένο και ονειρικό setlist, ό,τι ήθελες να ακούσεις στο έπαιζαν.
Η μόνη παραφωνία ήταν προς το τέλος. Η μπάντα, ή μάλλον ο McCulloch, σκότωσε και έθαψε στην κυριολεξία το «Killing Moon» κι ας είναι «το καλύτερο τραγούδι που έχει γραφτεί ποτέ», όπως το παρουσίασε. Σχεδόν νόμιζες ότι το έκανε επίτηδες, αλλά μάλλον είχε κουραστεί. Ήταν ήδη μιάμιση ώρα στη σκηνή.
Ευτυχώς, μας αποζημίωσε, κλείνοντας με τον καλύτερο τρόπο, με το «Lips Like Sugar», ενώ είπαν και το «The Cutter» στο encore. Ίσως θα έπρεπε να γίνει το ανάποδο, αλλά ποιος νοιάζεται όταν έχεις να κάνεις με μια πραγματικά πολύ καλή εμφάνιση που δημιουργεί χαρούμενες αναμνήσεις.
«Η νοσταλγία είναι ένα πολύ ισχυρό συστατικό», λέει μια από τις αγαπημένες μου food bloggers στο YouTube. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική. Έβλεπες νεαρά κορίτσια ντυμένα goth μαζί με τις μαμάδες τους, ενώ πέτυχα το πιο εντυπωσιακό μακιγιάζ που εχω δει σε συναυλία, δυο πιτσιρικάκια που έμοιαζαν με τα σημερινά δεδομένα να έχουν βγει από συναυλία των Kiss.
Πάντως, η πλειοψηφία του κόσμου είχε έρθει για να δει αποκλειστικά τη Siouxsie. Είχε 13 χρόνια να έρθει στην Αθήνα. Αν κάτι κρατούσες από την εμφάνισή της, ήταν ότι περνούσε καλά η ίδια και το καταδιασκέδαζε που ήταν πάλι πάνω στη σκηνή. Είδαμε τη Siouxsie-αναρχία να βρίζει όλους τους πολιτικούς, τη Siouxsie θυμωμένη επειδή είχε τεχνικά προβλήματα –κάτι που σχολίασε ειρωνικά– και τη Siouxsie μέταλ. Τι εννοώ με αυτό;
Όλα τα κομμάτια ήταν παιγμένα πιο σκληρά, για κάποιον αδιανόητο λόγο. Έχαναν κατά πολύ με αυτό τον τρόπο τον ψυχεδελικό, μυσταγωγικό χαρακτήρα τους. Συν τοις άλλοις, ήταν ένα ομολογουμένως ασύνδετο σετ που έκρυβε μια εμμονή να συμπεριληφθούν όσα περισσότερα κομμάτια χωρούσαν από το σόλο της, «Mantaray» – το «Into the Swan» αρκούσε. Τα visuals θα μπορούσαν να λείπουν, έτσι κιτς και καγκούρικα που ήταν. Και μόνο η παρουσία της ήταν επιβλητική. Μας έκανε τη χάρη, παρά τα νεύρα, και βγήκε για δυο encore όπου ερμήνευσε ένα κομμάτι που δεν είχε ποτέ πει στην Αθήνα, το «The Passenger».
Η νοσταλγία λειτούργησε για αρκετούς την Παρασκευή. Απλώς όχι για μένα επειδή τελικά, αν κάτι μου έλειψε από τη συναυλία ήταν οι Banshees, και νομίζω πολύ σοφά ο Steven Severin τής έβαλε ρήτρα να μη χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο όνομα όταν αποχώρησε από το γκρουπ το 1996.