Πέμπτη επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα
Όλες μαζί οι επιστολές θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα μικρό βιβλίο από τις Εκδόσεις της LIFO
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ευστάθιε ελλογιμώτατε χαίρειν,
Σκεφτόμουν αυτό που σου έλεγα προηγουμένως για την έλλειψη φιλοσοφίας και, τελικά, έκλαμψις εξ ουρανού και απ’ αρχαγγέλου στόμα. Η προσκύνηση του εφήμερου, η λατρεία του νυν, ιδού το απόρημα, η δειλία εμπρός στο μέλλον: κακός εκ του χακός, τουτέστιν δειλός, ο μη ανθιστάμενος τον πονηρό. Φαίνεται δυστυχώς πως προϋπόθεση αναγκαία του σκέπτεσθαι σήμερα είναι η πεποίθηση ότι ζούμε σαν να μην υπάρχει αύριο γιατί το αύριο είναι ανάβλεφτο και απροβούλευτο, όπως έλεγε και ο παππούς μου που πολέμησε στην Μικρά Ασία και βάδισε κουρελιάρης χιλιόμετρα μετά τη μάχη του Σαγγάριου, μόνος μέσα από την έρημο χωρίς νερό και θροφή και αρβύλες μετά την κατάρρευση του μετώπου.
Επειδή μάλιστα η αφήγησις κρύπτει νουν αληθείας, συνεχίζω. Σαν έφτασε ο δύσμοιρος μέρες μετά, νύκτωρ στην παραλία απέναντι στη Μυτιλήνη, έπεσε στη θάλασσα και χάιδευε τα κύματά της και γόγγυζε κλαίγοντας, να πινιγώ στο γαλανό σου, θαλασσάκι μου, να βουλιάξω στη δροσιά σου, να με φάνε τα ψάρια σου και άχου άχου, κλάμα και λυγμός, άχου άχου. Ξάφνου, μου είπε, την ώρα που τα δάκρυά του πέφτανε στην αλμυρή θάλασσα, ακούστηκε μια μηχανότρατα από νησιώτες που έψαχναν να σώσουν στρατιώτες και πρόσφυγες. Έλληνας είσαι, του φώναξαν. Ναι, ναι, από την άλλη μεριά του πελάγου, τον πέρα όχτο του νερού. Από τον Μωριά. Στη Μυτιλήνη κάθισε μέρες και έκλαψε έκλαψε έκλαψε σαν μην υπήρχε αύριο, όπως έλεγε. Ήθελα να πεθάνω, να σβήσω, να θαφτώ ζωντανός, μου έλεγε τυμβογέρων στα ενενήντα του. Με είχε πάρει στο χτήμα για να ξαπλώσουμε κάτω από τη μεγάλη πεύκα που φύτεψε ο προπαππούς του το 1850. Τόσο αίμα, τόσα παλληκάρια, τόσος θάνατος. Και απόσωνε με σπασμένη φωνή, τόση μοναξιά. Κι είχα να παντρευτώ, να κάνω παιδιά, να τα αναθρέψω, να τα σπουδάσω, να τα παντρέψω. Πέθανε κι ο μικρογιός μας στην Κατοχή. Κανείς δεν ρώτησε τι γίνεται μέσα μου, πώς κοιμάμαι, πώς ξυπνάω, τι βουή γεμίζει τα αυτιά μου, τι πέτρες χτυπάνε το νου μου και γιατί μιλάω στο μουλάρι, τον Τρύφωνα, σαν νάταν άνθρωπος. Βγήκες κι εσύ μέσα από αυτά, έλεγε θλιμμένα κοιτώντας μακριά, κι έχεις και τ’ όνομά μου. Ο τόνος της φωνής ήταν παράξενος. Πάντα με νόμιζε ξεφυσίδι: θα άντεχες τη μάχη στο Σαγγάριο, ρωτούσε και δεν περίμενε απάντηση.
Σήμερα όμως είμαστε αλλού. Νεοπλατωνικοί καιροί. Χωρίς αύριο. Πώς ζούμε και σκεφτόμαστε χωρίς αύριο; Η τραγωδία είναι παντού και εμείς σφυρίζουμε ανύποπτοι και χαπακωμένοι. Δεν εμπιστευόμαστε πλέον την ιστορία αλλά θαυμάζουμε τον ιστοριοπλέκτη κι εκείνο το μοχθηρόν και περικεκομμένον, το περιβόητο αφήγημα. Και τι βγαίνει από αυτά; Θλίψη και αθυμία –ή μάλλον κυνισμός και ειρωνεία. Πράγματα που μερικοί θεωρούν ανατρεπτικά και επαναστατικά, ενώ είναι απλός ιδιασμός και φιλαυτία, δηλαδή αυτοεγκλεισμός στην τυραννία του ιδίου θελήματος.
Ως πότε θα μένουμε δέσμιοι εφηβικών ανησυχιών και ανεκπλήρωτων ερώτων; Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών! Μη βασανίζεσαι πού και πώς και πότε γεννήθηκες, αλλά πού οδεύεις και με ποιον τρόπο και για ποιον σκοπό. Μια εμπρόθετη εντελέχεια λοιπόν, για να βγούμε από τη δεισιδαίμονα λατρεία του τώρα, από τον φρικώδη ναρκισσισμό της απελπισίας και τις προφάσεις με τις οποίες παραμυθιάζουμε και παραμυθιαζόμαστε.
Η γλώσσα μολοντούτο, το έθιμο των εθίμων, υπάρχει αθροιστικά ως επίστρωμα πάνω σε άλλο ίζημα και όλα μαζί λειτουργούν μέσα της ανερμήνευτα σαν τη μεγάλη πυραμίδα, αινίγματα και θραύσματα, όλο νόημα και αποκαραδοκία.
Συνεχίζω απτόητος να ακούω ελληνική κλασική μουσική. Επιμένω σε κάποιες σονάτες του Μάριου Βάρβογλη, αλλά προχτές με πήρε το παράπονο, έβρεχε, μαύρα κοράκια υπερίπταντο, φωνές απόκοσμες ποιητικές με τύλιξαν και θυμήθηκα τον κινηματογράφο Βοξ όπου είδα το 1977 το Αμέρικα, Αμέρικα του Ελία Καζάν και άκουσα τη μουσική του Χατζιδάκι. Μαύρο δάκρυ, για να μην πολυλογώ. Σαν να είχαν ανοίξει οι κρουνοί του ουρανού. Ανεξήγητο. Αναπάντεχο. Αναπότρεπτο.
Συγκινούμαι γιατί ομοιοπαθώ. Ο Καζάν είχε την ειρωνεία της ύπαρξης μέσα του, σαν τους αγέλαστους του Ραμπελαί. Υπήρχε πολύ ανίερος τρόμος στην ψυχή του. «Πάντα δούλεψα μέσα σε μια τρύπα», έγραψε κάπου. «Και αν δεν υπήρχε, την έσκαβα αμέσως κι έπεφτα μέσα». Έτσι γίνεσαι υποκείμενο λόγου: όταν καλωσορίζεις την αποτυχία σου. Όταν ενσυνειδήτως προσοικειώνεσαι την αποτυχία σου. Δύσκολος άθλος βέβαια, γιατί ενώ τα βάζεις με τα μεγάλα, σε κατανικούν τα ελάχιστα. Απογυμνώνεσαι από τα άλλοθί σου, χάνεις κάθε δικαιολογία και αφήνεσαι. Κι ενώ σε εγκαταλείπουν όλα, χάνεις και τη γλώσσα σου και αρχίζεις να χειρονομείς, σαν να πνίγεσαι. Δραματοποιώ και θεατρίζω κάπως εδώ, αλλά η πίεση είναι μεγάλη και δεν αντέχω πλέον κανένα κομψό και δοκησίσοφο ορισμό.
Έτσι που σχίσθηκα μέσα σε δύο γλώσσες, έχασα τη ζωή μου. Κρίμα. Ίσως κατόρθωνα να οικούσα μένουσαν πόλιν, αν είχα παραμείνει πιστός σε μια από αυτές, αλλά το πουλί πέταξε. Κάτι σπασμένες φράσεις εδώ κι εκεί που είχα συζητήσει με τον Ηρακλή Παπαλέξη προτού χαθεί και αυτός και το όραμά του. Μια γενιά έφυγε μαζί του, μια νοοτροπία, μια υπόσχεση. Και όμως, πολύ συχνά θυμάμαι: Είναι όμως ωραίο να βλέπεις κάποιοι να κερδίζουν το στοίχημα. Παίρνεις κουράγιο, παίρνεις πίστη, έστω ετερόφωτη. Ποιοι το κέρδισαν αλήθεια; Μόνο όσοι γνώριζαν τα όριά τους, όσοι επέβαλαν όρια στον εαυτό τους. Κάποια ονόματα έρχονται κατά νου, αλλά είναι ασημείωτοι και σκοτεινοί άνθρωποι που επέλεξαν τις αφώτιστες γωνίες και τις κατάκλειστες κάμαρες, τα περήφανα τείχη της ταπεινότητας. Ναι, ναι έτσι ακριβώς: σωτηριώδες τεκμήριον, το εν υψηλοίς εγχειρήμασι και κατορθώμασι ταπεινόν έχειν φρόνημα. Ποιος έχει καιρό γι’ αυτά; Τι χλίψη.
Τοιαύτα και τηλικαύτα μέχρι τώρα για τούτο και έρχομαι στα νυν και στα περαιτέρω, τα οποία ωστόσο βρίσκονται πού; Μέγα ερώτημα. Το φιλοσοφείν μπορεί να προκύψει ως πρόταγμα μουσουργίας, αν το σκέπτεσθαι είναι δυνατόν σε μια εποχή που βασίζεται σε τεχνικές και βασανίζεται από μεθοδολογίες αλλά στερείται κάθε έννοια ρυθμού και ρυθμοδοσίας, επομένως εννοιολογικών διατονισμών. Μελωδώ τουτ’ έστιν επιθέτω ρυθμό στο χάος, στο άμορφο δίνω εικόνα, στο άφατο χαράσσω όρια, στο απρόσιτο φως θεσπίζω αναλογία όντος.
Σήμερα μάλιστα που η Ευρώπη εγκαταλείπει τις θεμελιώσεις που της έδωσαν εαυτό και λόγο, δίνεται μια μοναδική στιγμή χρόνου, μια χαραυγή χάους, να ξαναπιάσουμε τον ειρμό της μοίρας και του πένθους που εγκαινίασε τα ποιήματα του Ομήρου και τον κόσμο τους: ἀνδρὸς δὲ ψυχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστὴ οὔθ᾽ ἑλετή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων. Και ενώ ήθελα να το αφήσω αμετάφραστο, η μεγαφωνική φράση του Καζαντζάκη με εκτροχιάζει: μόνο η ζωή του ανθρώπου, ως ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη, πίσω δε γέρνει, δεν κουρσεύεται, δεν πιάνεται ποτέ της. Ως άκουσμα και λάλημα με αθεΐζει και με δαιμονίζει. Έπου θεώ, κατά τους αρχαίους, ακόμα και αν πηγαίνεις κατά διαβόλου.
Πάνω σε τέτοια λόγια φτιάχνονται συνειδήσεις, πολιτισμοί και κόσμοι. Πρέπει να τα κρατήσουμε όμως ζωντανά σε μια εποχή που καμαρώνει αμνήμων και αναίσθητη όσο λίγες της πρόσφατης ιστορίας. Καιρόν γνώθι, που έλεγαν και οι παλαιοί, αλλά ποιος έχει καιρό για τον καιρό;
Σε πυροφιλώ, που έλεγε και ο Ψυχάρης, εξ αποστάσεως. Είναι δυνατόν να αγνοούμε τη Συμφωνία του Χριστού από τον Χαρίλαο Περπέσσα; Τυγχάνων ζηλωτής και νεοφώτιστος. Ιδού τι κάνει η διασπορά στον άνθρωπο: ακούει χρώματα παντού.
Θα συνεχίσω επιμένων αντιπόδειος και ανεξιλέωτος
β.
____
♦ Oι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στο Τεύχος 3 του περιοδικού Φρέαρ.
♦ Αύριο η Έκτη Επιστολή