Όγδοη (και τελευταία) επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα
Όλες μαζί οι επιστολές θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα μικρό βιβλίο από τις Εκδόσεις της LIFO
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΟΓΔΟΗ
Συμπατριώτη μυριοπόθητε,
Ολοκληρώνω. Μιλούσαμε για φωνές. Η φωνή της μητέρας λοιπόν, ήταν η δική μου πόλη. Δεν με έδενε τίποτε βαθύτερο και ισχυρότερο με τον τόπο στον οποίο αβίαστα υφίσταμαι, όσο η φωνή της μητέρας. Χαμένη τώρα, χαμένη, ηχώ της λήθης, φάντασμα ασώματο που ακούγεται από ηχογραφήσεις σε τηλεφωνητές με τις παλιές κασέτες που πέταξα στο υπόγειο και βρήκα αναπάντεχα μια μέρα σαν έριχνα τα άχρηστα στα σκουπίδια. Η φωνή της ερχόταν από παλιά. Δεκαετία του ενενήντα ίσως. Ω φωνή ω μητέρα, ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις. Κουβέντες, ανακαλήματα, ποια και πόσα;
Έχεις κι εσύ ζωγραφίσει αυτήν την οικολογία στο αλεξιφάρμακο ευαγγελικό σου επεισόδιο: Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος –αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του. Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν. Καταδικασμένοι και ελεύθεροι να υπάρχουμε εφόσον θυμόμαστε τα γεμιστά μιας μάνας που τώρα στην απέναντι όχθη θα έχει συμφιλιωθεί με την παρουσία μας, τον έννομο βιασμό και το τραυματισμένο της σώμα που μας έφεραν στη ζωή. Από το εκείθε, όλα θα της μοιάζουν πλέον όνειρα που έγιναν σε κάποιαν άλλη, ατυχήματα που παρακολούθησε σε βουβή ταινία όταν ήταν παιδί κι ο κόσμος έλαμπε γεμάτος από αέρινα και γοητευτικά πλάσματα. Τώρα στου νου της τον καθρέφτη, στη μέσα γεωγραφία των βυζαντινών εικόνων, την ανεστραμμένη προοπτική της ψυχής, όλοι εμείς έχουμε μετουσιωθεί σε ενοχλητικές και αγαπημένες πυγολαμπίδες και μας αντικρύζει χαμογελώντας με συγκατάβαση, απορία και λύπηση από τα άπαρτα καστέλια της υπερβατικής της οντολογίας. Γίνομαι καθ’ υπερβολήν προσωπικός τώρα και πέψε με στο διάολο.
Άκουγα όμως προχτές τη φωνή της. «Γειά σου καλέ μου. Πώς είσαι; Δεν θέλω τίποτα. Να δω τι κάνεις πήρα. Θα σε ξαναπάρω αύριο. Αν έχεις καιρό και δεν είσαι κουρασμένος πάρε με να σε ακούσω». Τριάντα χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα, το ίδιο μήνυμα στις έξι το απόγευμα, ώρα Αυστραλίας. Λίγο πριν γυρίσω από τη δουλειά. Δεν με προλάβαινε. Ερχόμουν μισή ή μια ώρα αργότερα. Νευρίαζα. Έκανα μούτρα. Δεν τηλεφωνούσα. Με ενοχλούσε η στοργή, η οικειότητα, η αγάπη, η αφιλοκέρδεια, ο μητρικός ορίζοντας. Μα τώρα, τώρα το τηλέφωνο δεν χτυπάει, καμιά φωνή δεν καλεί, καμιά ανάμνηση δεν με εγκαλεί, καμιά αναπνοή δεν με προσκαλεί στο γεννηθήτω των αναμνήσεων. Πόση άπειρος άβυσσος μας χωρίζει… Μόνο η εσχατολογία λυτρώνει τη ζωή από την αθυμία, την ακηδία, τη μηδενοκρατία, τη μοιροδοξία, τον αθάνατο πόνο των πραγμάτων. Κάτω από το βλέμμα των νεκρών όλα αποκτούν την αρμόδια θέση τους στην ολική εκπύρωση γενεών και συμβόλων.
Στα νιάτα μου με είχε καταλάβει ο δαίμων του κακού και είχα γράψει ένα κακοηθέστατο, αν και όχι αναληθές, κείμενο για τον Ανδρέα Κάλβο. Αν δεν αγαπάς κάτι, δεν μπορείς να το κρίνεις με φιλαλήθεια. Με ταξίδια πολλά και πένθος βαρύ, κάποια στιγμή, ο δαίμων της κακίας εξορκίστηκε από μέσα μου και ψάχνω μικρές αφορμές να ξαναεπισκεφθώ την νεανική αλαζονεία με το ενδιαφέρον και τη σκληρότητα που της ταιριάζει. Βλέπεις, έζησα κι εγώ τέταρτον του αιώνος και παραπάνω εις ξένα έθνη κι έβαλα μυαλό. Όσο γίνεται βέβαια να βάλεις μυαλό στα εξήντα σου γιατί τότε έχεις πάθει πώρωση και ψυχολογία. Του βουλωμένου και του πεινασμένου, κανείς δεν του πιστεύει, όπως έλεγε και η γιαγιά μου η πάνσοφη –και δεν χρειάζεται να εξηγήσω ποιος θεωρείται βουλωμένος στον αγνό μας λαϊκό πολιτισμό.
Μας έχει πιάσει τώρα και η πανδημία, τίποτε δεν πετά, τίποτε δεν κινείται, όλα έχουν καταντήσει άϋλα και ταυτόχρονα ασάλευτα, σαν την Ασάλευτη Ζωή του Κωστή Παλαμά. Αγνάντια το παράθυρο. Στο βάθος ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο. Τόση λοιπόν ασάλευτη ζωή που ζαλιζόμουνα από την εσωτερική της θύελλα. Κι ερχόταν βέβαια η Φοινικιά για να με εξοντώσει: και ούτ’ εσύ ούτε κανείς δεν θα μας ξέρει… Άντε να τα βγάλεις πέρα με τέτοιους στίχους και να ενοικήσεις τους κόσμους που χτίζουν. Θέλεις να αρθρώσεις τις ιερωνυμίες σου και ανεπαίσθητα σαρακώνεσαι από μικρολογίαν συγγραφική.
Το πράγμα βέβαια δυσκολεύει σε εποχές σαν τη δική μας γιατί δεν έχουμε και συμβολικά ερείσματα να μας υποβαστάζουν ούτε ορίζοντες να μας πυρπολούν. Οι μεταμοντέρνοι έχουν πείσει μειράκια και παλίμπαιδες πως η αμορφία, δηλαδή η ανικανότητα μορφοπλασίας, κυριαρχεί παντού, πως είναι προϋπόθεση σκέψης, πως τίποτε δεν χρειάζεται λύτρωση, πως η εξουσία έχει διαβρώσει τα πάντα, πως πρέπει να αποδομήσεις τη γλώσσα για να ανακαλύψεις παντοειδείς παραβάσεις και διονυσιασμούς.
Δυστυχισμένα άτομα, απάτορα, αμήτορα, άγλωσσα, χωρίς ανθρωπολογία και επομένως χωρίς μεταφυσική, αγνοώντας την απλούστερη των αληθειών πώς, αν έχεις χαρακτήρα, σε όποιον τόπο του κόσμου και να ζούσες, πάθη ιδιόμορφα θα έπασχες. Ήθος ανθρώπω δαίμων. Αποκτάς ήθος μόλις τα βάλεις με τον δαίμονά σου, ειδάλλως έχεις βγει περίπατο στην ιστορία και αδυνατείς να δεις τα θύματα που φωνάζουν την ώρα που παιδαρέλια ονειροβατούν με επαναστάσεις και κρεμάλες. Το τίποτα θρασομανεί και οι μηδενιστές εκφαυλίζουν αλλά, ναι, πάντα υπάρχει, απόμερη και γαληνή, μια κώχη για ανανόηση. Επίγεια ζωή σημαίνει πτερορρύησις. Επίγεια ζωή σημαίνει πτεροφύησις. Άντε να βγάλεις άκρη όταν δεν υπάρχει άκρη.
Τέτοιες σκόρπιες φωνές μας κρατάνε δεμένους με την πολιτεία μας. Αυτές με έκαναν να μην έχω ποτέ προβλήματα ταυτότητας ούτε να προβάλω τα αδιέξοδά μου στους άλλους για να κερδίσω την αποδοχή αρχών και εξουσιών. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ ποιος ήμουν εφόσον γινόμουν συνέχεια κάτι άλλο, ίσως να γινόμουν και ένα τίποτα, ένα ουδ’ εν παρμενίδειο. Ψηλαφούσα το ανεπαίσθητο άλλο μέσα μου ή, αν προτιμάς, τον αδιόρατον άλλον μέσα μου, και μοχθούσα να φανταστώ τη μορφή και τη μορφοποίησή του, την εύκρατον αρμονία ανάμεσα στις εναντιοδρομίες του.
Κάποτε, βέβαια, με συνάρπαζε το θραύσμα και το θρύψαλο, την ώρα που ονειρευόμουν απέραντες τοιχογραφίες και ατέρμονες ηπείρους. Μα άκουγα πάντα τη φωνή της μητέρας, μέσα από τα απλά της μηνύματα, να μιλάει λόγια παράδοξα και μυστικά: ω τολμηροτάτης φύσεως άνθρωπε τέχνασμα. Με αυτές τις επικλήσεις, ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς, απήλαυσα ό,τι μου δόθηκε ενώ ο νους στρεφόταν προς τις ψηλές κορφές, ακόμα και όταν εθηριομαχούσε και θυμομαχούσε κατάχαμα. Να γίνεις πάλε φίνος, όπως μου έλεγε η κυρία Τασία όταν ατακτούσα, φίνος και μενεξεδένιος. Μενεξεδένιος; Τί να εννοούσε άραγε, διερωτώμαι. Ακούγεται άκρως αμφί αυτό. Τίποτε δεν ξεφεύγει από τις μανάδες. Είσαι δέκα χρονών και ξέρουν ποιος θα είσαι στα εξήντα.
Ω, χρόνων εκείνων, εν οις τα πάντα ήμεν αλλήλοις. Φωνές σπασμένες τώρα απομένουν φωνές αγαπημένες, σαν νύχτες σεληνόπληκτες, του Βιργίλου και του Λόρκα. Τις ακούω πιο συχνά και πιο δυνατά τώρα που δεν υπάρχουν. Στην ωγύγια χώρα που εξαγοράζομαι, παραδίδομαι, εγκαταλείπω, αποσύρομαι. Με μαγγώνει η πλήξη της ζωής, η υποκατάσταση του συγκεκριμένου από εντυπώσεις. Οι νέοι ανακαλύπτουν αυτά που κάναμε τόσα χρόνια πριν και ξαναρχίζουν την ιστορία σαν να μην είχε η ιστορία ποτέ αρχίσει. Νεότης βράσμα χρόνου, δηλαδή αφρός και αέρας κοπανιστός, κατά τον θεήλατο Γρηγόριο. Μέσα σε τόση ταραχή, παραμένουμε εδραίοι αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω, όπως δήλωνε και προς Κορινθίους ο περιβόητος γνωστός εκείνος. Φιλοσοφούντες, δεν αρκούμεθα σε καμιά σοφία. Ατελείς, ατελέσφοροι, ασάλευτοι, έτοιμοι όθεν για παν ενδεχόμενον.
Και όλα αυτά δια τί; Έχουμε χάσει την ικανότητα να θαυμάζουμε την ομορφιά. Η ωραιότητα έχει γίνει η μεγάλη απουσία της σύγχρονης εμπειρίας. Δεν μπορούμε να στοχαστούμε περί του ωραίου. Δεν μπορούμε να εστιαστούμε επί του καλού. Τι είναι όμως καλόν και ωραίον; Θάμβος και έκπληξις ηδεία και πόθος και έρωτας και πτόησις μεθ’ ηδονής. Κοίτα τι πάθαμε τώρα! Γυρνάμε στον Πλωτίνο μετά από τόσους περίλαμπρους αισθητικούς της Εσπερίας; Είναι δυνατόν; Κι εγώ που νόμιζα ότι οι αρχαίοι ήταν πλέον θαμμένοι για τα καλά. Και που είχα κάνει απατός μου λογισμούς κακούς κατά νεοπλατωνικών. Μεγάλη μπουκιά φάγε, μεγάλο λόγο μην πεις. Από κάπου το έκλεψα αυτό.
Έχουμε δρόμο ακόμα. Η Αναγέννηση δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι ελλειμματικοί και οι πεισιθάνατοι έπεισαν το σύμπαν ότι το χρήσιμο είναι ωραίο επειδή ικανοποιεί επιθυμίες, ορέξεις και ανάγκες. Άνθρωποι δίψυχοι και ακατάστατοι δεν εννόησαν ότι το ωραίο αρνείται τις επιθυμίες, τις ορέξεις, τις ανάγκες και την υπάρξή σου καθαυτή. Σε καταργεί, σε διαλύει, σε διαμελίζει. Σου δείχνει κάτι που δεν είσαι και δεν θα είσαι ποτέ. Εγείρει τείχη αποστασίας και φράχτες χωρισμού, δεν μακροθυμεί, δεν συναινεί, δεν συμπορεύεται. Αποκλίνει, απομακρύνεται, αποφεύγει. Ου στέργει, ουκ επικροτεί, ου χαρίζεται. Μόνον χειροπονεί, ποινηλατεί, μεγαρίζει, δεινοπροσωπεί, ενεδρεύει. Κι εμείς εν απορία, καταλογάδην, τραγουδάμε με στοναχή και μελαγχολία για την ωραιότητα που διάβηκε μια μέρα εμπρός μας ως πτόησις μεθ’ ηδονής, αλλά απασχολημένοι με τα τετριμμένα, τα άμουσα και τα άμορφα, δεν είχαμε καιρό ούτε να την ατενίσουμε ούτε να της αντισταθούμε ούτε να την εξευτελίσουμε.
Έτσι μας μένει μόνη λύση και καταφύγιο, η ασάλευτη ζωή και η μειδιάζουσα σιωπή που οδηγεί στην ευθυγνωσία, στον άμεσο κλονισμό του είναι, την ώρα που μοχθεί και παθαίνεται να ανακαλύψει τον ρυθμό που διέπει την κοσμική ασυναρτησία. Πώς το είχες πει; Να είμαστε ελεύθεροι και ακηδεμόνευτοι. Να ανεβάζουμε συνέχεια την ποιότητα της δουλειάς μας με μεταιχμιακή αισθητική και γνώμονα την απόλαυση της επικοινωνίας.
Ναι, ναι, μετουσίωσις, δείνωσις, ελπιδοφορία. Τάραττε και χόρδευ’ ομού τα πράγματα, που έλεγε και ο Ευριπίδης, για να μην ξεχνάμε τους νεκρούς. Κακούργα ύπαρξις! Μας περιμένει όλους μια σπηλιά στη Σαλαμίνα. Ρεμβαστής και ρεμπέτης εν ταυτώ.
Άσε, επιστρέφω στον Φραγκίσκο Λεονταρίτη, Cantate Domino, και δεν ξαναγυρίζω. Υπάρχω αποσβεννυόμενος.
Ίσως μιλήσουμε και πάλι. Ποιος ξέρει.
Ολοκλήρωσα.
Αγαθοφρόνως υμέτερος,
β.