Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΗΤΕΙΑ της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν έχει ξεκινήσει καλά και αυτό είναι κοινή διαπίστωση, καθώς στους πρώτους δύο μήνες μετράει ήδη σημαντικές αποτυχίες, με κυριότερη την αδυναμία της να ελέγξει τις πυρκαγιές που προκάλεσαν φέτος μια τρομακτική καταστροφή, ειδικά στον Έβρο, που χαρακτηρίζεται ως περιβαλλοντική τραγωδία.
Κι αν στην πρώτη θητεία της η κυβέρνηση υπερηφανευόταν ότι στην κρίση του Μαρτίου του 2020 «ο Έβρος άντεξε», αυτήν τη φορά ο «Έβρος δεν άντεξε», καθώς παραδόθηκε στις φλόγες που ακόμα δεν έχουν σβήσει. Η ζημιά στην Αλεξανδρούπολη –για την αναβάθμιση της οποίας η κυβέρνηση επίσης επαίρονταν– είναι τεράστια και ακόμα δεν έχουν δοθεί απαντήσεις στο ποιον λόγο δεν προφυλάχθηκε. Όσα εκ των υστέρων λέγονται, πως λόγω της ενόχλησης που είχε προκαλέσει ο αναβαθμισμένος γεωπολιτικός της ρόλος αποτελούσε στόχο, μάλλον εκθέτουν περισσότερο την κυβέρνηση παρά αποτελούν ελαφρυντικά. Αν η Αλεξανδρούπολη αποτελούσε στόχο, ποια μέτρα πήρε η κυβέρνηση για την προστασία και τη φύλαξή της;
Μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021 και το κάψιμο της βόρειας Εύβοιας, ο πρωθυπουργός είχε ζητήσει συγγνώμη και είχε δεσμευτεί ότι θα άλλαζε πολιτική. Δημιούργησε ένα ξεχωριστό υπουργείο, αναβαθμίζοντας την Πολιτική Προστασία, αποκτήσαμε έναν από τους μεγαλύτερους στόλους πυρόσβεσης, αλλά τελικά τίποτα δεν βελτιώθηκε, όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει από το αποτέλεσμα.
Υπάρχουν, πάντως, κάποιες πληροφορίες από τον Έβρο, μη επιβεβαιωμένες για την ώρα, τις οποίες μεταφέρουμε με κάθε επιφύλαξη, πως έχουν βρεθεί ορισμένα στοιχεία τα οποία παραπέμπουν σε σχεδιασμένο εμπρησμό, εξού και η κινητοποίηση με κλιμάκια της ΕΥΠ στον Έβρο, αλλά αυτά δεν συνδέονται σε καμία περίπτωση με τους μετανάστες που περνούν παράνομα τα ελληνοτουρκικά σύνορα με προορισμό τη Γερμανία και άλλες χώρες της Ε.Ε. Η κυβέρνηση δεν θέλει να δημοσιοποιηθούν αυτά τα στοιχεία για πολλούς λόγους, αλλά οι διαρροές σε ΜΜΕ προκαλούν μεγαλύτερη σύγχυση, ειδικά όταν δεν συνοδεύονται από τεκμήρια.
Μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021 και το κάψιμο της βόρειας Εύβοιας, ο πρωθυπουργός είχε ζητήσει συγγνώμη και είχε δεσμευτεί ότι θα άλλαζε πολιτική. Δημιούργησε ένα ξεχωριστό υπουργείο, αναβαθμίζοντας την πολιτική προστασία, αποκτήσαμε έναν από τους μεγαλύτερους στόλους πυρόσβεσης, αλλά τελικά τίποτα δεν βελτιώθηκε όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει από το αποτέλεσμα. Η προσπάθεια που έγινε δεν ήταν επαρκής ούτε καλά σχεδιασμένη, παρά τους πόρους που διατέθηκαν.
Είναι προφανές ότι δεν υπήρξε ουσιαστική πολιτική δασοπροστασίας. Ο μέχρι πρότινος αρμόδιος υπουργός Πολιτικής Προστασίας, Χρήστος Στυλιανίδης, ο οποίος είναι εκείνος που προετοίμασε τη χώρα γι' αυτό το καλοκαίρι, είχε παρουσιαστεί από το Μέγαρο Μαξίμου πριν από δύο χρόνια ως έξπερτ, παρότι δεν είχε κάποια σχετική εμπειρία σε αυτό που αναλάμβανε, αφού η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δεν έχει καμία σχέση με την άσκηση πολιτικής, ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα. Δεν γνώριζε τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει και δεν τα κατάφερε, κάτι που ήταν αναμενόμενο.
Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, τον άφησε εκτός της νέας κυβέρνησης τον Ιούνιο και στη θέση του έβαλε τον Βασίλη Κικίλια, ο οποίος είχε μια εμπειρία ως υπουργός Δημόσιας Τάξης της κυβέρνησης Σαμαρά. Εξηγήσεις για την αλλαγή δεν δόθηκαν. Ήταν πράγματι έξπερτ ο Χρ. Στυλιανίδης, άρα κακώς έφυγε, ή ήταν λάθος η επιλογή του και με την αλλαγή αυτή ο πρωθυπουργός το παραδέχθηκε σιωπηρά; Ούτε εδώ υπάρχουν απαντήσεις.
Ομως, όπως λένε οι ειδικοί και το ακούμε διαρκώς αυτές τις μέρες, τις φωτιές τις σβήνεις όχι όταν ξεσπάσουν αλλά από τον χειμώνα. Με τη φράση αυτή αναφέρονται στην καθοριστική σημασία της πρόληψης, η οποία στη χώρα μας δεν ήταν επιτυχής, παρότι την 1η Μαΐου, που ξεκινούσε η αντιπυρική περίοδος, η κυβέρνηση διαβεβαίωνε, για άλλη μια φορά, ότι ο μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα.
Στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση που θα γίνει αυτή την εβδομάδα στη Βουλή υπάρχει το ενδεχόμενο οι φωτιές να μην έχουν σβήσει και η συζήτηση να γίνεται με τον Έβρο να συνεχίζει να καίγεται. Πόση αξιοπιστία θα έχει, ό,τι κι αν ακουστεί σε αυτές τις συνθήκες;
Θα προτείνει ο πρωθυπουργός αλλαγή πολιτικής και απόκτηση δασικής πολιτικής που τώρα δεν υπάρχει; Θα παρουσιάσουν επεξεργασμένες και ουσιαστικές προτάσεις τα κόμματα της αντιπολίτευσης; Υπάρχουν πολλές επιφυλάξεις και μεγάλη απαισιοδοξία.
Οι πιο απογοητευμένοι και θυμωμένοι με την κυβέρνηση, όμως, φαίνεται να είναι οι ψηφοφόροι της, ειδικά στον Εβρο, όπου αυτές τις μέρες κυριαρχούν η απογοήτευση, η θλίψη και η οργή. Άλλωστε σε αδυναμία της κυβέρνησης οφείλεται και το γεγονός ότι κάποιοι ακραίοι στον Έβρο, με πολιτική κάλυψη από στελέχη της Ελληνικής Λύσης, όπως προκύπτει, επιχείρησαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους και να συλλάβουν μετανάστες που μπαίνουν παράνομα στη χώρα από τον Έβρο, υποδεικνύοντάς τους ως υπαίτιους για τις φωτιές, χωρίς να μπορούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους και χωρίς στοιχεία.
Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζει τους Εβρίτες γενικά, καθώς πρόκειται για γνωστές μειοψηφικές ομάδες οι οποίες υποκινούνται από το πολιτικό περιθώριο που τελευταία έχει καταφέρει να εκπροσωπηθεί και στο Κοινοβούλιο. Η απώλεια του ελέγχου, όμως, μαζί με την έλλειψη αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στις Αρχές υποδαυλίζουν την κατάσταση αυτή και ενθαρρύνουν παρόμοιες παραβατικές συμπεριφορές.
Η κυβέρνηση, όπως αποδείχθηκε και αυτό το καλοκαίρι, έβαλε για άλλη μια φορά πολύ χαμηλά τον πήχη και αυτό φαίνεται και από τις διαρκείς αναφορές στο Μάτι. Κυβερνητικά στελέχη συνεχίζουν να κάνουν τη μακάβρια σύγκριση και μένουν ικανοποιημένα από το αποτέλεσμα. Αυτό όμως όχι μόνο υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών αλλά αποτελεί και πολιτική ύβρι.