Γιατί φέτος έχουμε λιγότερες φωτιές και περισσότερα καμένα;

 Γιατί έχουμε λιγότερες φωτιές και περισσότερα καμένα; Facebook Twitter
Συνολικά, στη χώρα μας έχουν καεί περισσότερα από 1.200.000 στρέμματα. Η έκταση που είχε καεί έως την Τετάρτη 23/8 είναι περίπου τριπλάσια αυτής που κατά μέσο όρο (2006-2022) καίγεται ετησίως στην Ελλάδα. Φωτ.: Konstantinos Tsakalidis / SOOC
0


ΑΝΕΞΕΛΓΚΤΕΣ ΦΩΤΙΕΣ ΣΕ
 διάσπαρτα σημεία της χώρας. Ολονύχτιες μάχες, συνεχείς αναζωπυρώσεις και εκκενώσεις οικισμών. Καμένες περιοχές, κατεστραμμένα σπίτια, ανθρώπινες ζωές και αβοήθητα ζώα που χάνονται, χιλιάδες στρέμματα δάσους που γίνονται στάχτη. Ένα ακόμη καλοκαίρι είμαστε θεατές μιας τεράστιας οικολογικής καταστροφής. Η κλιματική αλλαγή καθιστά τα ακραία φαινόμενα πιο συχνά και πιο έντονα. Την ίδια στιγμή, οι υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την έλλειψη σχεδίου ασφαλούς συμβίωσης αστικού περιβάλλοντος και δασικών εκτάσεων συνθέτουν ένα εύφλεκτο μείγμα που αποτελεί μια τεράστια απειλή. Ρόδος, Κέρκυρα, Έβρος, Αθήνα, είναι μερικές από τις περιοχές όπου και φέτος είδαμε παντού στάχτη, δάκρυα και σιωπή.

Πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το Meteo, αθροιστικά, από την αρχή του έτους έως και την περασμένη Πέμπτη, η καμένη έκταση στην Ελλάδα καταγράφει αύξηση 195% σε σύγκριση με την έκταση που καίγεται κατά μέσο όρο (2002-2022) ετησίως στη χώρα μας. Συγχρόνως, οι μεγάλες δασικές πυρκαγιές (>300 στρέμματα) στην Ελλάδα από την αρχή του έτους έως και την Πέμπτη 24/8 καταγράφουν συνολικά μείωση 52% σε σύγκριση με όσες εκδηλώνονται στη χώρα μας σε ετήσια κλίμακα (2002-2022). Συνολικά, στη χώρα μας έχουν καεί περισσότερα από 1.200.000 στρέμματα. Η έκταση που είχε καεί έως την Τετάρτη 23/8 είναι περίπου τριπλάσια αυτής που κατά μέσο όρο (2006-2022) καίγεται ετησίως στην Ελλάδα.

Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε μάθει απολύτως τίποτα από τις καταστροφές των τελευταίων ετών. Μετά από κάθε καταστροφή, είτε τον χειμώνα είτε το καλοκαίρι, επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο. Το 2021 συζητήσαμε τα πάντα και σε εξαντλητικό βαθμό, αλλά επειδή το περσινό καλοκαίρι ήταν ήπιο, εφησυχάσαμε. Και ήρθε φέτος ένα χειρότερο από πλευράς συνθηκών καλοκαίρι να μας υπενθυμίσει όλα όσα δεν εφαρμόσαμε

Κώστας Λαγουβάρδος
Κώστας Λαγουβάρδος

Πώς είναι, όμως, δυνατό να έχουμε λιγότερες δασικές πυρκαγιές και περισσότερες καμένες εκτάσεις; Ο μετεωρολόγος και διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος, απαντά: «Καταρχάς, αναλύοντας τα δεδομένα, η εικόνα που προκύπτει για την πορεία της φετινής αντιπυρικής περιόδου είναι αποκαρδιωτική. Προφανώς και πρόκειται για ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα. Οι συχνότεροι καύσωνες, οι υψηλότερες θερμοκρασίες και οι δυνατοί άνεμοι ασφαλώς και συμβάλλουν σε αυτό, επηρεάζοντας σημαντικά την κατάσταση. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι τα επόμενα καλοκαίρια θα εξελίσσονται με τον ίδιο τρόπο και ότι αυτή θα είναι η κανονικότητα τις ερχόμενες δεκαετίες. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί σε άλλες χώρες δεν παρατηρούνται αυτές οι αναλογίες.

Νομίζω ότι έχει έρθει η στιγμή να δούμε τα πράγματα πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι κάναμε μέχρι σήμερα, ειδικά σε θέματα σωστής προετοιμασίας, αποτελεσματικής διαχείρισης και πρόληψης. Διότι αν εξετάσουμε αναλυτικά τα στοιχεία, θα δούμε ότι ίδιες συνθήκες επικρατούν και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, ωστόσο, ειδικά φέτος, για παράδειγμα, αν κοιτάξουμε τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τις δασικές πυρκαγιές θα διαπιστώσουμε ότι δεν παρουσιάζουν αντίστοιχα ποσοστά με τα δικά μας. Συγκεκριμένα, καταγράφοντας 1.281.480 στρέμματα καμένων εκτάσεων έως την προηγούμενη εβδομάδα, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη μεταξύ 20 μεσογειακών χωρών, ενώ δεύτερη έρχεται η Ισπανία με 824.640 στρέμματα και τρίτη η Ιταλία με 595.330 στρέμματα. Να θυμίσουμε ότι η νότια Ιταλία και η Σικελία είχαν κι αυτές ρεκόρ θερμοκρασιών το 2022 και το 2023. Παράλληλα, στην Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι καταγράφηκε η μεγαλύτερη καμένη έκταση των τελευταίων ετών στην Ευρώπη, ενώ πρόκειται για τη μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή μετά το 2007. Άρα, κάτι δεν κάνουμε καλά και δεν αξιοποιούμε με ορθό τρόπο τα εργαλεία που διαθέτουμε».

 Γιατί έχουμε λιγότερες φωτιές και περισσότερα καμένα; Facebook Twitter
Ένα ακόμη καλοκαίρι είμαστε θεατές μιας τεράστιας οικολογικής καταστροφής. Φωτ.: Dimitris Kapantais / SOOC

Πολλοί ειδικοί επισημαίνουν ότι οι φωτιές δεν σβήνουν το καλοκαίρι αλλά τον χειμώνα. Ο κ. Λαγουβάρδος σχολιάζει: «Όλα κρίνονται από τις ενέργειες που γίνονται προτού ξεκινήσει η αντιπυρική περίοδος. Χρειάζεται σοβαρότητα, καλύτερη ενημέρωση και καταγραφή παρατηρήσεων και προγνώσεων των μετεωρολογικών συνθηκών. Ο καιρός αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα ως προς την εξέλιξη, τη συμπεριφορά ή την προειδοποίηση σχετικά με τις πυρκαγιές. Προσωπικά, θεωρώ ότι απαιτείται καλύτερη συνεργασία μεταξύ θεσμικών και επιχειρησιακών φορέων. Δεν μπορεί στις μέρες μας μία υπηρεσία να καλύπτει τα πάντα, επειδή αυτό γινόταν παλιά. Δεν υποτιμώ κανέναν, αλλά οι εποχές αλλάζουν. Δυστυχώς, πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά, διότι δεν έχουμε καν διαύλους επικοινωνίας. Οι εξελίξεις τρέχουν και έχουμε τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να στέλνουμε τα δεδομένα. Αλλά αυτό δεν γίνεται, γι’ αυτό πάσχουμε σε επίπεδο ενημέρωσης και πρόβλεψης των συνθηκών. Επί παραδείγματι, εμείς έχουμε συστήματα που προβλέπουν τη μετακίνηση και την εξάπλωση του μετώπου της πυρκαγιάς, μάλιστα τα έχουμε αναπτύξει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν δύο χρόνια και πλέον έχουν εγκαταλειφθεί. Επίσης, διαθέτουμε εκατοντάδες μετεωρολογικούς σταθμούς που μεταδίδουν δεδομένα τα οποία δεν ζητούνται. Παράγουμε προγνωστικούς χάρτες και δεν αξιοποιούνται.

Ένα απλό διάταγμα αρκεί για να αλλάξουμε και να διευρύνουμε τον θεσμικό ρόλο δημόσιων φορέων. Όλα τα άλλα θεωρώ ότι είναι δικαιολογίες. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν παρατηρείται αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας, που αποκλείονται από την ενημέρωση ή τη συνεργασία φορείς και μάλιστα δημόσιοι, όπως το Αστεροσκοπείο, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν. Υπάρχει έλλειμμα ως προς την προετοιμασία, την αρτιότερη ενημέρωση, τη χρήση των νέων εργαλείων και υπηρεσιών που προσφέρει ο κλάδος της Μετεωρολογίας. Παρατηρησιακά δίκτυα, όπως αυτό των αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών της μονάδας ΜΕΤΕΟ/Ε.Α.Α, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά προς την κατεύθυνση μιας ολοκληρωμένης, επιστημονικά τεκμηριωμένης στρατηγικής διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας. Στη συνέχεια, η πρόβλεψη μπορεί να πηγαίνει συντεταγμένα στην πολιτεία, τους δήμους και τις περιφέρειες. Διότι, όπως αντιλαμβάνεστε, μόνο όταν εργαζόμαστε όλοι μαζί προς μια κοινή κατεύθυνση μπορούμε να προσφέρουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα».  

 Γιατί έχουμε λιγότερες φωτιές και περισσότερα καμένα; Facebook Twitter
Στην περιφέρεια Αττικής η επιφάνεια των δασικών εκτάσεων είναι περίπου 1.230.000 στρέμματα και τα τελευταία επτά χρόνια έχουν καεί 405.000 στρέμματα δάσους, δηλαδή το 33% της δασικής επιφάνειας. Φωτ.: Nephele Nomikou / SOOC

Οι οικολογικές καταστροφές πολλαπλασιάζονται και η συζήτηση μετά από κάθε φυσική καταστροφή είναι παρόμοια, χωρίς κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα. Γιατί δεν έχουμε μάθει τίποτε απ’ τα προηγούμενα καλοκαίρια; «Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε μάθει απολύτως τίποτα από τις καταστροφές των τελευταίων ετών. Μετά από κάθε καταστροφή, είτε τον χειμώνα είτε το καλοκαίρι, επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο. Το 2021 συζητήσαμε τα πάντα και σε εξαντλητικό βαθμό, αλλά επειδή το περσινό καλοκαίρι ήταν ήπιο, εφησυχάσαμε. Και ήρθε φέτος ένα χειρότερο από πλευράς συνθηκών καλοκαίρι να μας υπενθυμίσει όλα όσα δεν εφαρμόσαμε».

Στο σημείο αυτό ο κ. Λαγουβάρδος αναφέρει τα στοιχεία που αφορούν την Αττική, σημειώνοντας ότι πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός πως οι φωτιές έχουν κάνει στάχτη το 33% των δασών μέσα σε επτά χρόνια. Και καταλήγει: «Στην περιφέρεια Αττικής η επιφάνεια των δασικών εκτάσεων είναι περίπου 1.230.000 στρέμματα και τα τελευταία επτά χρόνια έχουν καεί 405.000 στρέμματα δάσους, δηλαδή το 33% της δασικής επιφάνειας. Όπως αντιλαμβάνεστε, τα παραπάνω ανησυχητικά στοιχεία για την Αττική υπογραμμίζουν την ανάγκη συνολικού επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. Κι αυτό δείχνει ότι οι ευθύνες των κυβερνήσεων ως προς το θέμα αυτό είναι διαχρονικές».  

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Οπτική Γωνία / Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και βλέπει την πλάτη της Ζωής Κωνσταντοπούλου, επαναφέρει τα σενάρια συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα. Πόσο ρεαλιστικά όμως είναι όλα αυτά; 
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
ΕΠΕΞ Πορνό

Οπτική Γωνία / «Δεν μου αρέσει να νιώθω ότι παίζω τον ρόλο που είδαν σε μια ταινία πορνό»

Τρεις γυναίκες μιλούν για το πώς αντιμετώπισαν το θέμα της συστηματικής παρακολούθησης πορνογραφίας από τον ή την σύντροφό τους και για τις επιπτώσεις που είχε στη σχέση τους.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Ρεπορτάζ / Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Η προκήρυξη διαγωνισμού για την εξόρυξη αντιμονίου στη Βόρεια Χίο έχει φέρει σε αντιπαράθεση την τοπική κοινωνία με την κυβέρνηση. Τι υποστηρίζει κάθε πλευρά και πόσο πιθανός είναι ο περιβαλλοντικός κίνδυνος;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
«Τις επόμενες μέρες Θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη / «Τις επόμενες μέρες θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ερντογάν εναντίον Ιμάμογλου: Η αρχή ή το τέλος μιας σκληρής σύγκρουσης; O διευθυντής της Milliyet, ο ανταποκριτής της «Süddeutsche Zeitung» και πολίτες περιγράφουν την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη και το χάος που απειλεί τη χώρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Eνηλικίωση, αυτή η αναπόφευκτη

Οπτική Γωνία / «Όταν, μεγάλος πια, χάνεις έναν γονιό, είσαι πολύ μεγάλος για να μεγαλώσεις»

Βγάζεις ταυτότητα στα 12, παίρνεις δίπλωμα οδήγησης μετά το λύκειο, έχεις δικαίωμα ψήφου στα 17. Όμως η αληθινή ενηλικίωση έρχεται όταν δεν είσαι πια το παιδί κάποιου.
ΛΙΝΑ ΙΝΤΖΕΓΙΑΝΝΗ
Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη» Ή «Δεν λείπει η άποψη αλλά η έρευνα και η νηφάλια σκέψη»

Συνέντευξη / Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη»

Ο διευθυντής σύνταξης της κυριακάτικης έκδοσης της «Καθημερινής» δίνει την πρώτη του συνέντευξη και μιλά για το μέλλον των εντύπων, την ποιοτική δημοσιογραφία, τα social media αλλά και την κριτική που έχει δεχθεί κατά καιρούς το μέσο στο οποίο εργάζεται. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ