«Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ μιας εφημερίδας βρίσκεται πολύ κοντά στην ανθρώπινη αθλιότητα και στον ανθρώπινο παραλογισμό και μπορεί ν’ αντέξει αυτήν την εμπειρία για μικρό χρονικό διάστημα και όχι για όλη του τη ζωή, γιατί αλλιώς θα τρελαθεί. Παρακολουθώντας καθημερινά στα δικαστήρια τόσα πιθανά, απίστευτα, εξωφρενικά πράγματα και γράφοντας για πραγματικές ή φανταστικές, όμως πάντοτε χυδαίες, εγκληματικές πράξεις για να κερδίσει το ψωμί του, τίποτε πλέον δεν μπορεί να τον αιφνιδιάσει».
Ο διάσημος Αυστριακός συγγραφέας Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989) ήξερε πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάει. Στα νιάτα του, κι αφού είχε διακόψει τις μουσικές σπουδές του για λόγους υγείας –βαριά πλευρίτιδα και φυματίωση–, εργάστηκε κι ο ίδιος για αρκετά μεγάλο διάστημα ως δικαστικός ανταποκριτής μιας μικρής σοσιαλιστικής εφημερίδας του Σάλτσμπουργκ.
Από τις σελίδες του «Μίμου των φωνών» παρελαύνουν φιλόσοφοι, συγγραφείς και καλλιτέχνες, υπάλληλοι, εργάτες και μαθητές, δήμαρχοι, δικαστές, ως και πρόεδροι κρατών.
Το πιο αξιοπερίεργο γεγονός στη δημοσιογραφική καριέρα του Μπέρνχαρντ δίνει υλικό σε μια από τις εκατόν τέσσερις ιστορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Ο μίμος των φωνών» (μετ. Α. Ίσαρης, Άγρα 2000): ένας ευυπόληπτος τοπικός δικαστής, μόλις ανακοίνωσε την καταδικαστική του απόφαση για έναν «αχρείο» εκβιαστή, προειδοποίησε το ακροατήριο ότι θα προβεί σε μια παραδειγματική πράξη. Έβγαλε ένα πιστόλι από την τήβεννο, το ακούμπησε στον δικό του κρόταφο και τράβηξε την σκανδάλη. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος.
Υπάρχουν άφθονες αυτοκτονίες στον «Μίμο των φωνών». Για την ακρίβεια δεκαοχτώ! Όπως υπάρχουν και δολοφονίες, ληστείες, απάτες, οδυνηροί θάνατοι, ατυχήματα, εξαφανίσεις, περιπτώσεις τρέλας. Μια γριά λωποδύτισσα εξοργίζεται με την καταδίκη της σε τρεις μονάχα μήνες φυλάκιση – είχε βαρεθεί, λέει, να είναι ελεύθερη. Ένας καθηγητής χαστουκίζει μαθητή του, στερώντας του για πάντα την ακοή. Κι ενώ ο πατέρας του παιδιού ετοιμάζεται να διεκδικήσει μιαν ιλιγγιώδη αποζημίωση, τα σχέδιά του ματαιώνονται από τον αιφνίδιο θάνατο του γιου του. Ένας διάσημος συγγραφέας επισκέπτεται την πόλη. Τι δυσάρεστες εκπλήξεις επιφυλάσσει η γνωριμία μαζί του! Πόσο εύκολα μπορεί ν’ απομυθοποιηθεί κανείς…
Περιστατικά σαν τα παραπάνω –τα οποία δεν αντλούνται, φυσικά, μόνο από την δημοσιογραφική του εμπειρία– λειτουργούν για να ξεδιπλώσει ο Μπέρνχαρντ τις έμμονες ιδέες του γύρω από τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής και την αδυναμία της γλώσσας να συλλάβει το παράλογο της ζωής. Μέσα από τις σύντομες ιστορίες του βιβλίου που δημοσίευσε το 1978 –ιστορίες που διαβάζονται είτε σαν ανέκδοτα, είτε σαν παραβολές, είτε απλώς σαν παιχνίδια της μοίρας– αναδύεται ο γνώριμος κυνισμός και το μαύρο χιούμορ του, ενώ ούτε κι εδώ κρύβεται η μνημειώδης απέχθεια προς την πατρίδα του. Πολυγραφότατος και ταλαντούχος, ο συγγραφέας των «Μπετόν», «Ο ανιψιός του Βίτγκενστάιν», «Ρίτερ, Ντένε, Φος», δεν κουράστηκε ποτέ να στηλιτεύει τους «ψευτοσοσιαλιστές και υποκριτές καθολικούς» συμπατριώτες του.
Η διαθήκη του ήταν μια πρόκληση απέναντι στις επίσημες αυστριακές αρχές. Σύμφωνα με αυτήν, κανένα έργο του δεν επιτρεπόταν να τυπωθεί ή ν’ ανεβεί σε θεατρική σκηνή της χώρας, μέχρις ότου περάσει στον δημόσιο τομέα. Τελικά, η επιθυμία του δεν εισακούστηκε. Το Ίδρυμα Μπέρνχαρντ, που συστήθηκε με πρωτοβουλία του ετεροθαλούς αδελφού του, αγνόησε την διαθήκη του. Οι καταγγελίες του, ωστόσο, παραμένουν μέσα στο –ανθεκτικό στον χρόνο– έργο του.
«Η πόλη της Βιέννης», γράφει ένας ήρωας του «Μίμου των φωνών» λίγο πριν δώσει τέλος στη ζωή του, «ζει από τα έργα των ιδιοφυών αυτοχείρων της». Ο Μπέρνχαρντ προσυπογράφει. Η αδυσώπητη αδιαφορία και αναισχυντία της Βιέννης απέναντι στους στοχαστές και τους καλλιτέχνες, ήταν κατά τη γνώμη του, πάντοτε τόσο μεγάλη ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί με βεβαιότητα το μεγαλύτερο νεκροταφείο της φαντασίας και των ιδεών!
Από τις σελίδες του «Μίμου των φωνών» παρελαύνουν φιλόσοφοι, συγγραφείς και καλλιτέχνες, υπάλληλοι, εργάτες και μαθητές, δήμαρχοι, δικαστές, ως και πρόεδροι κρατών. Ανάμεσά τους κυκλοφορούν, κι ας μην κατονομάζονται, και υπαρκτά πρόσωπα όπως για παράδειγμα η Ίνγκεμπορ Μπάχμαν, «η ευφυέστερη και σημαντικότερη ποιήτρια που γέννησε η χώρα μας». Οι απόπειρες της ίδιας, όμως, να επιστρέψει στην Αυστρία, κατέληγαν πάντα σε αποτυχία, «εξαιτίας της ξεδιαντροπιάς των αντιπάλων της και της αντιπνευματικότητας των βιεννέζικων υπηρεσιών».
Να 'ναι άραγε τυχαίο που η τελευταία ιστορία του βιβλίου μιλάει για κάποιον σπουδαίο επιστήμονα, φίλο του συγγραφέα, που έπειτα από χρόνια ξενιτιάς στην Αυστραλία, επέστρεψε από νοσταλγία στην πατρίδα του για να καταλήξει σ’ ένα φρενοκομείο του Στάινχοφ; Από την μεριά του, ο Μπέρνχαρντ τον είχε προειδοποιήσει να μη γυρίσει. Η Αυστρία, του είχε γράψει, έχει μετατραπεί «σε μια χυδαία κόλαση, όπου το πνεύμα διαρκώς δυσφημείται και η επιστήμη και η τέχνη διώκονται»…