ΤΡΙΑΝΤΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΩΝ, μελαχρινή, παντρεμένη, ελαφρά ντυμένη, μπερδεμένη, μπαίνει μια μέρα σ’ ένα πλοίο με πορτοκαλιά φουγάρα, πάει στην Πάτμο κι αρχίζει σιγά σιγά να ξαναβρίσκει τον παλιό, τον πραγματικό της εαυτό. Λέγεται Ρέα Φραντζή και ψυχή της έδωσε, στο καλύτερο ίσως έργο του, ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1955- 1993).
H «Γραμμή του ορίζοντος» (Εστία, 1991) δεν χαρίζεται σε κανέναν και σε τίποτα. Μέσα από τη μελωδία των φράσεων αναβλύζει ένας αμείλικτος σαρκασμός για την υποχρεωτική ευτυχία μιας ζωής που μοιάζει με διαφημιστικό. Πέρα από το σαρκασμό, όμως, διάχυτη είναι κι η νοσταλγία. Νοσταλγία για μια εποχή που οι Έλληνες είχαν την πολυτέλεια να ντρέπονται, να εκτίθενται και ν’ απολαμβάνουν τα μικρά και τα καθημερινά.
Η ηρωίδα του Βακαλόπουλου, όπως κι αυτός, όπως κι η γενιά τους, μεγάλωσαν σ’ έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι έκαναν πολύ εύκολα το σταυρό τους κι άναβαν το κερί χωρίς πολλές σκέψεις. Με τον καιρό, αυτές οι χειρονομίες, οι κληρονομημένες από τους αιώνες, άρχισαν να θεωρούνται ύποπτες, παλιομοδίτικες.
Στην Πάτμο, εκεί που συντελείται αιώνες τώρα μια διαρκής και ήρεμη αποκάλυψη, η Ρέα Φραντζή τακτοποιεί λογαριασμούς που έμοιαζαν τελειωμένοι αλλά δεν ήταν. Μνήμες από τη δεκαετία του '60, απόηχοι από αυθεντικά συναισθήματα, μια απρόβλεπτη οξυδέρκεια, όλα τη βοηθούν ν’ ανοίξει τα μάτια. Κι όταν, στο τελευταίο κεφάλαιο, μπαίνει επιτέλους στη θάλασσα και κολυμπά προς τη γραμμή του ορίζοντος, νιώθει λυτρωμένη.
Η ηρωίδα του Βακαλόπουλου, όπως κι αυτός, όπως κι η γενιά τους, μεγάλωσαν σ’ έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι έκαναν πολύ εύκολα τον σταυρό τους κι άναβαν το κερί χωρίς πολλές σκέψεις. Με τον καιρό, αυτές οι χειρονομίες, οι κληρονομημένες από τους αιώνες, άρχισαν να θεωρούνται ύποπτες, παλιομοδίτικες.
Κάποτε –στην Κυψέλη του 1965– υπήρχε ένας τρόπος τού να είσαι Έλληνας. «Πριν είκοσι χρόνια οι Έλληνες ήταν συνεσταλμένοι», παρατηρούσε ο Βακαλόπουλος, σε συνάντησή μας, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του. Κι αυτό, «επειδή είχαν πίσω τους μια Ιστορία τρομαχτικής οδύνης και πόνου. Ήξεραν πως οτιδήποτε έφτιαχναν θα καταστρεφόταν. Ντρέπονταν με την προοπτική και μόνο της ευτυχίας».
Στη «Γραμμή του ορίζοντος» γινόμαστε μάρτυρες της σταδιακής φθοράς όλων των παραπάνω. «Από τη στιγμή που γίνεσαι καχύποπτος απέναντι στην ταυτότητά σου, ισοπεδώνεσαι και αδρανείς. Η ταυτότητα όμως δεν χάνεται ποτέ. Το θέμα είναι αν θα είμαστε ή όχι περήφανοι γι’ αυτήν... Για να έχεις ψυχικό πλούτο πρέπει να παραδεχτείς αυτό που είσαι. Όχι να θες να είσαι κάτι άλλο που δεν θα έρθει ποτέ. Μοναδικό σημείο μιας νέας εκκίνησης είναι η αυτογνωσία. Εκεί μόνο βλέπω φως».
Μέσα από τα τριάντα ένα κεφάλαια του βιβλίου –τα τριάντα ένα σκαλιά της κλίμακας της αυτογνωσίας– παρελαύνουν τηλεοπτικές εικόνες, πλήθη ξανθών τουριστών, τέλεια μαυρισμένοι συμπατριώτες μας, φιλενάδες που αλήτεψαν και πρόκοψαν, φοιτητές εξ Ελβετίας και διαδηλωτές σε πλατείες, παραδοσιακοί οργανοπαίχτες και μοντέρνοι μουσικοί παραγωγοί, ερωτευμένα ζευγάρια του 1983, του 1977 και του 1965, το «Kυψελάκι» και το «Θέατρο στο ραδιόφωνο», o Πλήθων ο Γεμιστός, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος... Είναι η σκιαγράφηση μιας Ελλάδας που έχει πάρει λάθος κατεύθυνση κι έχει αλλάξει μέσα σε μια εικοσαετία όσο δεν είχε αλλάξει αιώνες ολόκληρους. Παραδομένοι αμαχητί στους κανόνες μιας ψεύτικης ευημερίας, απαρνιόμαστε τα πιο πολύτιμα κομμάτια του εαυτού μας κι αναζητάμε μάταια ψυχικό αντίκρισμα σ’ έναν κόσμο που κατά βάθος περιφρονούμε.
«Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο», μου έλεγε ο Βακαλόπουλος στην ίδια εκείνη συνέντευξη. Το πρόβλημα είναι πως «πιστέψαμε σ’ οτιδήποτε άλλο εκτός από την ελευθερία μας, το ανεμπόδιστο δηλαδή της εσωτερικής μας ζωής. Ένας ψαράς που κάνει την ίδια δουλειά επί εβδομήντα χρόνια μπορεί να αισθάνεται απολύτως ελεύθερος, παρά τους οικονομικούς περιορισμούς που υφίσταται. Ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας, αντίθετα, ίσως να αισθάνεται ένα φοβερό ψυχικό κενό και να είναι σκλάβος ενός πράγματος που δεν μπορεί καν να ορίσει».
Αυτονόητο και τετριμμένο; Κάθε άλλο. Εξού και μια αίσθηση μοναξιάς που οδηγεί σε γέφυρες επικοινωνίας όπως αυτό το βιβλίο: «Πιστεύω πως τη Γραμμή του ορίζοντος είναι σαν να την έγραψε ολόκληρη η γενιά μου. Έχει τη δική μου υπογραφή γιατί εγώ είχα περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου για να γράψω. Ακόμα κι εκείνοι που γυρίζουν διαφημιστικά, εκείνοι που αποδέχονται την οργάνωση της σύγχρονης ζωής και “την κάνουνε ψώνιο”, υποτίθεται, είμαι σίγουρος πως θ’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους περισσότερο στο βιβλίο, παρά στα διαφημιστικά που γυρίζουνε. Είμαι μόνος μου επειδή θέλω να είμαι μαζί τους. Με το αυθεντικό τους κομμάτι. Μ’ αυτό που οι ίδιοι ίσως παραβλέπουν».
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έγραφε ή σκηνοθετούσε επειδή «έτσι το φέρνει πού και πού η ζωή». Προσπαθούσε να ζει μέσα σε μια απόλυτη ελευθερία, χωρίς όμως ν’ αυθαιρετεί. Διάβαζε, έγραφε, έκανε σινεμά και έβλεπε ταινίες διατηρώντας για τον εαυτό του την πολυτέλεια να σκέφτεται. Ήταν καλός φίλος κι ενέπνεε τους ανθρώπους που ήταν γύρω του. Έφυγε πρόωρα.