Γεννήθηκα σε μαιευτήριο της Αθήνας, αλλά μεγάλωσα στη Λαμία από μαμά Πειραιώτισσα και μπαμπά Λαμιώτη. Με καθόρισε το ότι μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία, και μάλιστα σε μια επαρχία που ήταν «οριακή»· δηλαδή δεν ήταν ούτε αρκετά επαρχία με την έννοια του χωριού ούτε αρκετά μεγάλη με την έννοια της Αθήνας, η οποία ήταν πάντα πολύ κοντά μας. Η νοοτροπία της επαρχίας με δυσκόλεψε πολύ, γιατί έπρεπε να προσαρμοστώ σε πράγματα που ζητάνε οι μικρές κοινωνίες, σε πιο συμβατικούς τρόπους συμπεριφοράς. Η οικογένειά μου ήταν κιόλας πολύ γνωστή, οπότε οτιδήποτε έκανα που δεν ήταν απολύτως καθωσπρέπει γινόταν αμέσως γνωστό.
• Διαβάζαμε πολύ στο σπίτι. Η μαμά μου μας διάβαζε ποίηση, ο μπαμπάς μου ήταν έμπορος, οπότε μας έμαθε από νωρίς ότι ο σκοπός μας στη ζωή δεν είναι να βολευτούμε στο Δημόσιο. Εκείνου το πνεύμα ήταν πάρα πολύ ερευνητικό και της μαμάς μας πολύ ποιητικό, οπότε αυτά τα δύο ήταν οι βάσεις μας. Ούτε τα μουσεία ούτε οι γκαλερί ήταν κομμάτι της ζωής μου τότε, αλλά τα ερεθίσματα που υπήρχαν στη Λαμία με καθόρισαν. Εκεί είδα τα Γουρούνια και Μαργαριτάρια, το Jesus Christ Superstar κρυφά από τους γονείς μου ή έκανα πράγματα που η μικρή κοινωνία τότε τα θεωρούσε κάπως τρελά.
«Διαβάζω, ειδικά στην Ελλάδα, ότι κάποιος είναι καλλιτέχνης που ασχολείται με την οικολογία επειδή φτιάχνει έργα από ανακυκλωμένα υλικά. Όχι! Είμαστε τόσο μακριά από αυτό πλέον».
• Έχω μείνει επαρχιώτισσα με την έννοια του ότι με νοιάζουν πολύ οι μικρές κοινωνίες, με ενδιαφέρουν οι μικρές οικονομίες. Βρίσκω ότι δεν υπάρχει πιο ανόητη έκφραση στον κόσμο από τις «έξυπνες πόλεις» – τόσο χαζή και ανεπαρκής έκφραση, τι σημαίνει έξυπνη πόλη; Μέχρι στιγμής εγώ δεν έχω δει καμία έξυπνη πόλη. Μια πόλη που να καταλαβαίνει τις διαφορετικές ταυτότητες που περιλαμβάνει, να διαθέτει χώρο και τρόπους ώστε αυτές οι ταυτότητες να ανθούν, να μεγαλώνουν, μια πόλη ανοιχτή στην επικοινωνία της με ό,τι βρίσκεται έξω από αυτήν. Έξυπνη πόλη σίγουρα δεν είναι μόνο μια τεχνολογικά επαρκής πόλη, αυτή που έχει καλά μετρό και καλά ATM. Έχεις δει το Μετρόπολις του Φριτς Λανγκ; Δεν έχουν γίνει πιο έξυπνες οι πόλεις μας από την εποχή εκείνη.
• Δεν επρόκειτο να γίνω ιστορικός τέχνης αλλά δικηγόρος, και μάλιστα δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο θείος μου, δικηγόρος Χριστόφορος Αργυρόπουλος.
• Ήμουν πάντα πολύ καλή μαθήτρια, και αυτό, η καλή μαθήτρια, το κορίτσι από καλή οικογένεια, είναι μια διαρκής επαναδιαπραγμάτευση. Έχω βρεθεί πολλές φορές σε θέση να εξηγώ ή να κατηγορούμαι γιατί ξέφυγα από το πρέπον, όπως στην περίπτωση της δικαστικής περιπέτειας που ζήσαμε με την Εύα Στεφανή για έργο της που παρουσίασα στην έκθεση «I syghroni elliniki skini» το 2007.
• Έτσι, είκοσι λεπτά προτού καταθέσω το μηχανογραφικό έφερα τη ζωή μου τούμπα. Δήλωσα Φιλοσοφική στην Αθήνα και μπήκα στο Ιστορικό Αρχαιολογικό, γιατί με τράβηξε η περιπέτεια που σήμαινε η αρχαιολογία, παρότι ως χαρακτήρας δεν ήμουν αρκετά μεθοδική για να γίνω αρχαιολόγος. Πήρα πτυχίο στην Αρχαιολογία και κάνοντας ένα δεύτερο plot-twist, αποφάσισα να πάω στην Αγγλία και να κάνω μεταπτυχιακό στον ύστερο σουρεαλισμό, δηλαδή στο ακριβώς αντίθετο, στη σύγχρονη τέχνη. Ο σουρεαλισμός είναι για μένα το κίνημα που εκφράζει όλα τα πράγματα που με γοήτευαν στη ζωή μου, το αίνιγμα, τη φυγόδικη σκέψη, μια σκέψη δηλαδή η οποία δεν υποτάσσεται σε κανόνες. Η μαμά μου, όταν ήμουν μικρή, με έλεγε «μυαλοφυγόδικη», εννοώντας ότι έτεινα πάντοτε στο να ξεφεύγω από αυτό που μου έδιναν ως κανόνα.
• Αν με ρώταγε κανείς σε τι πιστεύω, θα απαντούσα με τα λόγια της Judith Butler, πως είμαι μια «provisional anarchist», δηλαδή ένας προσωρινός αναρχικός, το οποίο σημαίνει ότι δεν θέλω να εντάσσομαι και να ταυτίζομαι με τίποτα. Και τον ίδιο τον αναρχισμό τον καταλαβαίνω λιγότερο ως ταυτότητα και περισσότερο ως κίνηση. Μια τάση να μη σε ποδηγετήσει τίποτα, να μη σε παγιδεύσουν ούτε καν τα ίδια σου τα πιστεύω. Η ικανότητα να αμφισβητείς συνεχώς τα πάντα θεωρώ ότι είναι κάτι πολύ απαραίτητο ή, τέλος πάντων, κάτι απαραίτητο για μένα, ειδικά σήμερα που υποφέρουμε από τις φοβερές βεβαιότητες όλων και όλοι γίνονται έξαλλοι όταν δεν αποδεχόμαστε την ίδια αλήθεια τους.
• Τα εικαστικά είναι ένας πολύ μικρός χώρος ειδικά σε σχέση με το θέατρο ή τη μουσική, έχουν και μικρότερη απήχηση, γι’ αυτό κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Θυμάμαι υπουργούς να μου λένε «δεν επηρεάζετε και κανέναν, είστε 200 άνθρωποι». Ισχύει, αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι τα εικαστικά πια δεν είναι οι ζωγράφοι, τα πράγματα πλέον διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε αυτό που λέμε πλέον «εικαστικά» να συμπεριλαμβάνει ανθρώπους απ’ όλους τους χώρους.
• Καμιά φορά συμβαίνει να ακούς ονόματα να επαναλαμβάνονται στον χώρο της τέχνης γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν περισσότερο από άλλους – μιλάω εδώ για συγκεκριμένους καλλιτέχνες. Η πίστη ότι σε οποιονδήποτε γράφει ένα ποίημα, ένα θεατρικό ή τραβάει μια πινελιά πρέπει να ανοιχθούν τα πάντα νομίζω ότι είναι κάτι που έχουμε κυρίως στην Ελλάδα. Αλλά όχι! Γιατί κι αυτό, όπως όλα τα πράγματα, χρειάζονται μια δέσμευση. Είναι γνωστό ότι δουλεύω εδώ και πάρα πολλά χρόνια με τους Callas, δεν τους βλέπω χρησιμοθηρικά, δεν έχω να πάρω κάτι από αυτούς, ούτε εκείνοι από μένα. Δουλεύουμε τόσα χρόνια μαζί γιατί απ’ όταν ξεκινήσαν έως και σήμερα, πέρα από εξαιρετικοί καλλιτέχνες, είναι και καταπληκτικοί άνθρωποι. Πλέον είμαστε φίλοι και συνομιλητές σε ένα άλλο επίπεδο. Πολύ συχνά λέω σε καλλιτέχνες, «ψάξτε τους επιμελητές, αναζητήστε τους».
• Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα χρόνια, ενώ υποτίθεται πως είμαι μια γνωστή επιμελήτρια, ζω γράφοντας κείμενα, κάνοντας διαφημίσεις, υποτιτλισμούς και άλλες πέντε δουλειές. Γιατί έτσι είναι αυτός ο χώρος, αν δουλεύεις μένοντας πιστός σε μια αίσθηση κοινοτισμού, χωρίς να παίρνεις δηλαδή ποσοστά από πωλήσεις έργων, κάτι που δεν έχω κάνει ποτέ γιατί δεν αντιλαμβάνομαι έτσι τη δουλειά μου. Όλα αυτά τα κάνω ακριβώς για να έχω την ελευθερία να γράφω κείμενα για χώρους που δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν. Δεν μετανιώνω όμως, παρότι ακόμα στα 50κάτι μου, κάνω κι άλλα πράγματα για να ζήσω, να πληρώνω τον ΕΦΚΑ μου και να κάνω εκθέσεις που να αφορούν πραγματικά. Ζω σε 53 τετραγωνικά σπίτι, ενώ θα μπορούσα, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, που λέει ότι έχω κάνει εκθέσεις για τη Στέγη, το ΔΕΣΤΕ, το Palais de Tokyo, να ζω αλλιώς. Τα μεγάλα λεφτά, τα σπουδαία σπίτια, οι διεθνείς διοργανώσεις, δεν γίνονται έτσι. Επέλεξα να μείνω στην Ελλάδα και έκανα και μια ζωή με παιδιά, οικογένεια. Αυτά που τώρα συζητούν οι θεωρητικοί και φίλες μου φεμινίστριες εγώ τα έζησα στο πετσί μου, πληρώνεις για το παιδί σου ή πας βόλτα στη Νέα Υόρκη για να δεις εκθέσεις; Δύσκολα γίνονται και τα δύο. Σήμερα έχω δύο υπέροχα παιδιά, την Ίρια και τον Χρήστο, που είναι ισότιμοι συνομιλητές μου, με αλλάζουν και με κινητοποιούν με τρόπους συναρπαστικούς.
• Στο ΔΕΣΤΕ δούλευα πάντοτε ως εξωτερική συνεργάτιδα και είναι πολύ σημαντικό για μένα να μπορώ να δουλεύω εξίσου καλά σε πολύ μικρά πρότζεκτ με πολύ λίγα λεφτά και σε μεγάλα με πολλά λεφτά και να μην ταυτίζομαι ούτε με το ένα ούτε με το άλλο. Το να βρίσκομαι σε μια διαρκή κίνηση δεν είναι χωρίς κόπο, αντίθετα φέρνει τεράστια κούραση γιατί οι θεσμοί τείνουν, όταν ξεφεύγεις από αυτούς, να σε θεωρούν προδότη, και οι μικροί χώροι τείνουν να μη σε εμπιστεύονται, οπότε πρέπει συνεχώς να κερδίζεις την εμπιστοσύνη όλων.
• Στην Μπιενάλε της Αθήνας το 2009 επιμελήθηκα την έκθεση «Hotel Paradies». Ο τίτλος της ήταν objet trouvé, η ταμπέλα ενός ξενυχτάδικου έξω από τη Λάρισα, γραμμένο με αυτόν τον τρόπο από λάθος. Τότε με πρόσεξαν και πάρα πολλοί ξένοι επιμελητές. Ήταν μια αλλόκοτη έκθεση γιατί έβαλε μαζί τον Χαλεπά με τη Χριστιάνα Σούλου και τον Κένεθ Άνγκερ. Ήταν η πρώτη φορά που συμπεριέλαβα σε διεθνή έκθεση σύγχρονης τέχνης τον Χαλεπά, όταν οι ξένοι δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτόν – μπορεί να ήξεραν μερικούς Έλληνες γλύπτες, αλλά όχι αυτόν. Δεν τον συμπεριέλαβα όμως ως μια περίπτωση outsider artist ή λόγω όλου αυτού του sensualism γύρω από το όνομά του αλλά γιατί ο Χαλεπάς δεσμευόταν στη μορφή έως ότου η μορφή να του αποκαλυφθεί και να του μιλήσει, ένα είδος ακρίβειας που κρύβει περιέργεια και φροντίδα μαζί. Η δεξιότητα δεν σχετίζεται τόσο με το ότι καταφέρνεις να κάνεις κάτι σωστά αλλά με τρόπο ακριβή. Η ακρίβεια και το σωστό δεν είναι το ίδιο πράγμα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σωστό με τον τρόπο που το επικαλούμαστε. Ο Φρέντ Μότεν λέει ότι προτιμά το ακριβές γιατί αυτό δίνει ακόμη και σε αυτόν που σε αμφισβητεί τη δυνατότητα να το κάνει γνωρίζοντας σε τι αντιτίθεται. Συμφωνώ πολύ με αυτό, όπως και με τον Θανάση Τότσικα όταν λέει πως η έκσταση δεν είναι ένας ρέμπελος διονυσιασμός παρά μια μεγάλη ακρίβεια – σκέψου τα μαχαίρια που έχει δημιουργήσει.
• Οι εκθέσεις που κάνω δεν ήταν ποτέ απόλυτα συγχρονισμένες με την εποχή τους. Όταν ήταν της μόδας το video-art, εγώ μιλούσα για ζωγραφική. Πώς γίνεται αυτό; Όταν καταπιάνεσαι με πράγματα τα οποία δεν έχουν μορφοποιηθεί ακριβώς, πράγματα που δεν είναι πολύ σέξι. Μόνο αυτό σου επιτρέπει να δεις τι πάει λάθος και στη δική σου εποχή. Το bio μου στο Instagram γράφει «confound the wise», που σημαίνει στην ουσία «ξαφνιάστε τους θεούς», ό,τι τείνει να παγιωθεί ως απόλυτο μπερδέψτε το, διασαλεύστε το, κάντε τους σοφούς να αισθανθούν άβολα, ταρακουνήστε τους. Υπάρχουν φίλοι που με φωνάζουν Ενάντια. Και με αυτό θέλουν να πουν αυτό που εξηγώ τόση ώρα, ότι ακόμα κι αυτό που πιστεύω ότι είναι το απόλυτό μου το θέτω υπό αμφισβήτηση.
• To 2012 μετέφερα στο Palais De Tokyo στο Παρίσι το «Family Business», ένα πρότζεκτ που ξεκίνησαν αρχικά ο Maurizio Cattelan και ο Massimiliano Gioni στη Νέα Υόρκη, σε έναν πολύ μικρό χώρο 2x2, δίπλα στα μεγαθήρια του Τσέλσι, ήταν ένα πολύ dada εγχείρημα. Μου ζήτησαν από κάποια στιγμή κι έπειτα να το επιμεληθώ εγώ και κάναμε περίεργα πράγματα· διοργανώσαμε μια έκθεση κεραμικής γνωστών κεραμιστών και στα εγκαίνια τα σπάσαμε όλα, κάναμε πράγματα που για τους συναλλακτικούς όρους της τέχνης της Νέας Υόρκης ήταν τρελά. Μας ζήτησε τότε το Palais De Tokyo να μεταφέρουμε το «Family Buissness» στον χώρο του και σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να διατηρήσει την αρχιτεκτονική του, οπότε φτιάξαμε ένα μικρό modular σπιτάκι που θύμιζε λίγο και τα προσφυγικά στη Νέα Ιωνία. Η πρώτη έκθεση που επιμελήθηκα εκεί ξεκίνησε από μια επιστολή που έγραψε ο αυτοκράτορας της Γαλλίας, αφού έμαθε για τους δυσαρεστημένους ζωγράφους που απορρίφθηκαν από τα επίσημα σαλόνια και δημιούργησε έτσι τα «Salon des Refusés». Οπότε βγάλαμε κι εμείς μια παρόμοια επιστολή όπου λέγαμε «όσοι έχετε απορριφθεί από το Palais De Tokyo ελάτε να εκθέσετε μ’ εμάς», και ήρθαν εκατοντάδες απορριφθέντες, οι οποίοι έπειτα έγραψαν στα βιογραφικά τους ότι συμμετείχαν σε ομαδική έκθεση στο Palais De Tokyo.
• Διαβάζω, ειδικά στην Ελλάδα, ότι κάποιος είναι καλλιτέχνης που ασχολείται με την οικολογία επειδή φτιάχνει έργα από ανακυκλωμένα υλικά. Όχι! Είμαστε τόσο μακριά από αυτό πλέον. Αυτό που ονομάζουμε οικολογία δεν έχει να κάνει με το πράσινο, έχει να κάνει με εργασιακές σχέσεις, δικαιώματα φύλου, ισότητα και δικαιοσύνη για όλους. Είναι ένα σύμπλοκο το οποίο περιλαμβάνει και το πέρα από το ανθρώπινο. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι είσαι οικολόγος, αλλά δεν σέβεσαι τους ανθρώπους που διαλέγουν να μην ορίσουν το φύλο τους απόλυτα ή ότι δεν αμείβεις σωστά αυτούς που εργάζονται για εσένα. Μου φαίνεται αστείο να λέει ένας κυβερνητικός παράγοντας ότι τον ενδιαφέρουν ο πολιτισμός και η βιώσιμη ανάπτυξη, όταν η ίδια η έννοια της ανάπτυξης για την οποία μιλάμε είναι κακοποιητική και χρειαζόμαστε μια τελείως διαφορετική πρακτική και σκέψη μετα-αναπτυξιακή. Δεν ευθύνεται για την καταστροφή του πλανήτη το ίδιο ο Τζεφ Μπέζος κι ένας χωρικός στο Καμερούν.
• Μετά τον θάνατο του Νάνου Βαλαωρίτη νιώθω σαν να έχασα κάτι παραπάνω από συγγενή. Με τη γυναίκα του, τη Μαρί, ήταν ένας από τους καλύτερούς μου φίλους, παρά τη διαφορά ηλικίας που είχαμε. Ένας άνθρωπος που γνώρισε τους πάντες και έκανε, δοκίμασε τα πάντα. Ήταν ένας άνθρωπος απίστευτα φιλοπερίεργος, έμπαινα στο σπίτι του κι έγραφε ένα δοκίμιο για τον Όμηρο, έχοντας ανοιχτό το «Fashion Channel». Σε όλα του σκανδαλιάρης, ατιθάσευτος, ένας άνθρωπος που ξέφευγε από όλα. Μια τέτοια φιλία έχω σήμερα με τον Τέο Ρόμβο και τη Χαρά Πελεκάνου, δυο ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ελεύθερη σκέψη και την αλληλέγγυα δράση.
• Συνέχεια νιώθω εξαντλημένη, αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνω ότι αυτή η εξάντληση είναι πηγή μεγάλης ευχαρίστησης, είναι μια καλή εξάντληση. Στην πανδημία, που την περάσαμε σε αυτό εδώ το σπίτι, ο κήπος εδώ που βλέπεις δεν υπήρχε, υπήρχε μονάχα μια παλιά ελιά και άλλα δυο-τρία δέντρα που φύτεψε η μαμά του Τάσου (σ.σ. Βρεττού) που ζούσε εδώ. Έσκαβα σε όλη την πανδημία και η εξάντληση που ένιωθα ήταν μια τρομερή απόλαυση, γιατί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πόσο σημαντική είναι η σχέση με τη γη, με το χώμα. Είμαστε χθόνια όντα, γιατί συνδεόμαστε με αυτό που ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες «καταχθόνιο», αυτό που βρίσκεται μέσα και κάτω από τη γη. Αγαπάω και τα σκυλιά πολύ, γιατί τα σκυλιά στην αρχαία Ελλάδα ήταν ψυχοπομποί, μετέφεραν τις ψυχές από τη γη στον Κάτω Κόσμο, και όταν ακουμπάς τον σκύλο σου συνδέεσαι με τη γη. Η γη σού δίνει ένα μεγάλο μάθημα γιατί αδιαφορεί για τις διαθέσεις σου, έχει τους δικούς της κανόνες, τον δικό της καιρό, και εσύ είσαι αυτός που πρέπει να ακολουθήσει τον καιρό και όχι αυτός εσένα.
• Πολλές φορές επικαλούμαι στα κείμενα μου τις επιρροές μου και άντρες συνάδελφοι μου λένε «καλά, δεν έχεις να πεις εσύ κάτι δικό σου, πρωτότυπο; Γιατί επικαλείσαι συνέχεια άλλους;». Αλλά δεν το κάνω αυτό γιατί εγώ δεν έχω κάτι να πω, τους επικαλούμαι με την έννοια που καλούμε τους νεκρούς, όχι για να δείξω τι σπουδαία είμαι και ότι έχω διαβάσει τη Sara Ahmed. Στην Ελλάδα έπρεπε να τσιτάρεις μόνο δοκίμια για να είσαι σοβαρός. Όσοι προσπάθησαν να με θαμπώσουν με αυτόν τον τρόπο ήταν ή ανασφαλείς ή λίγοι, δεν είχαν στην πραγματικότητα μεγάλο έρμα.
• Υπήρξε, μάλιστα, ένας άντρας συνάδελφος που όταν κάναμε παράλληλα εκθέσεις και μας κάλεσαν κάπου να μιλήσουμε, είπε: «Είναι καταπληκτικό γιατί σε αυτήν τη διοργάνωση η δική μου έκθεση είναι το μυαλό και της Νάντιας είναι η καρδιά». Και ήταν τόσο αστείο γιατί μόνο ένας άντρας θα μπορούσε να το πει αυτό και να το εννοεί και ως κομπλιμέντο. Είχα μείνει άφωνη. Σοκαρίστηκα και προσβλήθηκα. Αλλά τελικά ήταν απλώς ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αυτά τα δύο δεν είναι διαφορετικά όργανα. Στην έκθεση που επιμελούμαι τώρα στο κτίριο Νομπέλ στο Χαλάνδρι, το «Έξω φρενών από ευχαρίστηση», η μεγαλύτερη χαρά μου είναι ότι μοιράζομαι τον χώρο αυτόν με επιμελήτριες που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τέτοιες αντιδράσεις ξανά και ξανά στη ζωή τους, να απολογηθούν επειδή είναι θερμές, επειδή είναι σπατάλες στη γενναιοδωρία τους, είναι αστείες επειδή είναι σώματα, δηλαδή μυαλά και καρδιές ταυτόχρονα.
• Όταν ρώτησαν τον πολύ αγαπημένο μου φιλόσοφο Μισέλ Σερ τι τον έχει μάθει η ζωή, μίλησε για τη χαρά του τραμπολίνου κι αυτό είναι κάτι που νιώθω κι εγώ. Έχεις κάνει ποτέ τραμπολίνο; Όταν ήμουν φοιτήτρια στην Αγγλία ήμουν στην επίσημη ομάδα της σχολής και έκανα σε επίπεδο διαγωνιστικό. Πάνω στο τραμπολίνο νιώθεις αυτή την απίστευτη χαρά τού να φεύγεις από τη γη, δηλαδή να γειώνεσαι και να απελευθερώνεσαι, γνωρίζοντας ότι τίποτα δεν διαρκεί. Αυτή την απόλαυση που είναι ταυτόχρονα και φόβος και ανασφάλεια. Τι κι αν πέσω;
• Το ανόητο δεν είναι κάτι χαζό με την έννοια του πρόχειρου αλλά κάτι α-νόητο, δηλαδή κάτι το οποίο δεν μπορούμε να σκεφτούμε στα όρια της γλώσσας που έχουμε συνηθίσει. Είναι πολύ φίλος μου ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, και ο πατέρας του, ο Ανδρέας, πολλές φορές χρησιμοποιούσε στα κείμενά του λέξεις που δεν σήμαιναν τίποτα. «Άρμαλα» δεν σημαίνει κάτι, η γλώσσα, που την υπηρέτησε όσο κανένας, έχει όρια. Κι αυτά τα όρια πρέπει να τα ξεπερνάμε και με την ίδια τη γλώσσα. Όταν ήταν μικρός ο Λεωνίδας, πήγαιναν βόλτα και φώναζαν δυνατά τέτοιες λέξεις· πολλά χρόνια μετά παίξαμε το ίδιο παιχνίδι με τον Λεωνίδα περπατώντας στο Κολωνάκι. Από μικρό παιδί δεν μπορώ να μιλήσω αν δεν χρησιμοποιήσω τα χέρια μου, και η μαμά μου μού έδενε τα χέρια και μου έλεγε πρέπει να μάθεις να μιλάς χωρίς να χρησιμοποιείς τα χέρια σου. Η χαρά που νιώθω ανακαλύπτοντας κουλτούρες σωματικές και κοινότητες, όπως ο χώρος του Ballroom, όπου τα χέρια και το σώμα μιλάνε εξίσου με τα χείλη, είναι τρομερή. Αυτός είναι τελικά ο τρόπος μας για να λέμε ότι η γλώσσα πλέον δεν αρκεί.
Η έκθεση «Έξω φρενών από ευχαρίστηση» την οποία επιμελείται η Νάντια Αργυροπούλου πραγματοποιείται στο ιστορικό Κτίριο Νομπέλ στο Χαλάνδρι, Ήβης 30, 29/9-12/11.
* Στην έντυπη έκδοση της συνέντευξης αναφέρθηκε λανθασμένα το όνομα της καλλιτέχνιδος Χριστιάνας Σούλου, ως Χριστίνα Σούλη. Απολογούμαστε για το λάθος από την καλλιτέχνιδα και τους αναγνώστες μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.