Ο Φάνης Δαλέζιος και η Ματίνα Νικολαΐδου αποτελούν τους δύο πυρήνες του εκδοτικού οίκου DOLCE, η ιστορία του οποίου ξεκινά τον Δεκέμβριο του 1960, όταν το ζαχαροπλαστείο Dolce άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στην οδό Σκουφά στο κέντρο της Αθήνας, ένα μέρος που ίδρυσαν οι παππούδες του Φάνη και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την πολιτιστική και «γλυκιά» ζωή της πόλης επί 31 χρόνια.
Όπως ο ίδιος εξηγεί: «Αντλώντας έμπνευση από την ιστορία του ζαχαροπλαστείου (που έκλεισε οριστικά την 31η Αυγούστου 1991), οι εκδόσεις DOLCE ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2017, διευρευνώντας τρεις βασικές ιδέες σχετικές με τα έντυπα και την εκδοτική πρακτική σήμερα: εξέλιξη, θάνατος και συλλογική μνήμη».
Πρόκειται για έναν εκδοτικό οίκο που βρίσκεται στo κέντρο της Αθήνας και του αρέσει να πειραματίζεται. Βασική τους προτεραιότητα είναι η στήριξη μικρών αυτοχρηματοδοτούμενων παραγωγών, ανεξάρτητων καλλιτεχνών και νέων σχεδιαστών. Είναι ουσιαστικά ένας χώρος στον οποίο ενδιαφέρουσες ιδέες μπαίνουν σε σελίδες και γίνονται προσβάσιμες στο κοινό. Μάλιστα, στον χώρο αυτό οργανώνονται τακτικά σεμινάρια εκτύπωσης ριζογραφίας, ο οίκος συμμετέχει σε εγχώριες και διεθνείς εκθέσεις και έχει βραβευτεί σε σχεδιαστικούς διαγωνισμούς.
Στη συζήτηση που ακολουθεί μας μιλά για το εγχείρημα ο Φάνης, η Ματίνα και το ίδιο το DOLCE.
ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ
DOLCE: Το DOLCE ξεκίνησε ως μια πράξη εκδίκησης. Για τον χρόνο που περνάει, για την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τόπων και οικείων γεύσεων. Ξεκίνησε ως ένα αστικό αστείο σε αντίθεση με το βάρος που μπορεί να έχει ένας αστικός μύθος. Ευτυχώς, όμως, από ενηλικίωση έγινε τρικλοποδιά για τη συλλογική μνήμη. Μια υπόθεση εργασίας για το πώς οι πόλεις, οι άνθρωποι και οι καιροί αλλάζουν και μια εικασία για το τι μπορεί να σημαίνει «εξέλιξη».
Τι θα ήταν το Dolce, αν υπήρχε σήμερα; Σίγουρα όχι ένα καφέ στη γωνία Σκουφά και Λυκαβηττού. Όπως θα έλεγε και ο Ηράκλειτος, αν ήταν ζαχαροπλάστης: δεν μπορείς να φας το ίδιο εκλεράκι δύο φορές.
Δουλεύουμε κάθε ιδέα με τρόπους που να την εξυπηρετούν και όχι με πασπαρτού, προκατασκευασμένες συνταγές. Πιο πολύ ακούμε παρά λέμε. Αυτό, φυσικά, μας δυσκολεύει τρομερά, γινόμαστε αργοί και τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα τα καλύτερα. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, θα ήταν πολύ πληκτικό.
Φάνης: Η αρχή ήταν αρκετά εύκολη, δεδομένης της πλήρους άγνοιας που είχα για το αντικείμενο. Αγόρασα με δόσεις έναν ριζογράφο και παρήγγειλα κάποια έντυπα που μου άρεσαν από το εξωτερικό. Έχοντας μαύρα μεσάνυχτα από γραφιστική και επιχειρηματικότητα, δουλέψαμε μαζί με τον Θεόδωρο Κωβαίο, ο οποίος από τα χρόνια της Καλών Τεχνών με βοηθούσε να δώσω σχήμα και χρώμα στις διάφορες επιφοιτήσεις μου.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, να τυπώνουμε και να παράγουμε εξ ολοκλήρου μόνοι μας μικρές εκδόσεις καλλιτεχνών, τους οποίους προσκαλούσαμε να πειραματιστούν με το μέσο. Στη συνέχεια, κάναμε μια παρουσίαση και πίναμε ποτά. Ο Θοδωρής, όμως, μετά από 2-3 μήνες βρήκε κανονική δουλειά και δεν είχε πια τον χρόνο. Παραμένει, βεβαίως, μέχρι σήμερα επίτιμο μέλος του εκδοτικού.
Μετά από ένα απεγνωσμένο ανοιχτό κάλεσμα για συνεργάτη με γνώσεις γραφιστικής (και μαγειρικής), ακολούθησε το απόλυτο τζάκποτ. Όχι μόνο εμφανίστηκε η Ματίνα Νικολαΐδου αλλά υπέμεινε την πρώτη, τελείως αλλοπρόσαλλη, περίοδο και φυσικά μέχρι σήμερα συνδράμει εντυπωσιακά στη διαμόρφωση της ταυτότητας του DOLCE. Εκείνη την περίοδο γνωριστήκαμε και με τον Κώστα Καλφόπουλο, ο οποίος μας εμπιστεύτηκε την έκδοση του περιοδικού «Πολάρ», ένα από τα ελάχιστα περιοδικά για την αστυνομική λογοτεχνία στην Ευρώπη.
Ματίνα: Γνώρισα τον εκδοτικό οίκο DOLCE όταν ήταν μόλις λίγων μηνών, την κατάλληλη στιγμή για μένα, αφού πάντα με ενδιέφερε να ασχοληθώ με τον σχεδιασμό εκδόσεων. Είχα μόλις επιστρέψει από το Βερολίνο, αποζητούσα καλλιτεχνική διέξοδο και παράλληλα με την part-time δουλειά μου ως junior designer σε δημιουργικό γραφείο, το να φτιάχνω εκδόσεις για καλλιτέχνες έμοιαζε ονειρικό. Μη έχοντας σημαντική εμπειρία στο έντυπο, εντάχθηκα στην ομάδα με συνοπτικές διαδικασίες. Κάτι που ξεκίνησε ως δίμηνη άτυπη πρακτική εξελίχθηκε σε στενή συνεργασία. Δεν το φανταζόμουν να εξελιχθεί έτσι, αλλά το ευχόμουν.
ΤΡΟΠΟΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
D.: Κάθε δουλειά είναι μια σφοδρή σύγκρουση με την πραγματικότητα. Ξεγελιόμαστε πολύ συχνά για τις δυνατότητες που μπορεί να έχει μια συνεργασία, για τη σημασία διαφόρων επιλογών μέσα στη διαδικασία σχεδίασης και παραγωγής. Τις περισσότερες φορές δίνουμε σημασία σε λάθος πράγματα. Αξιολογούμε με θολό βλέμμα. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έχουμε κάνει μικρή πρόοδο, αλλά τουλάχιστον μάθαμε να βλέπουμε σημάδια και τώρα εξασκούμαστε στην πλοήγηση. Παρ' όλα αυτά, πάντα ξεκινάμε κάθε δουλειά από την αρχή, με την ερώτηση «χρειάζεται αυτό να γίνει βιβλίο; Θα έχει νόημα ως έντυπο αντικείμενο;».
Δουλεύουμε κάθε ιδέα με τρόπους που να την εξυπηρετούν και όχι με πασπαρτού, προκατασκευασμένες συνταγές. Πιο πολύ ακούμε παρά λέμε. Αυτό φυσικά μας δυσκολεύει τρομερά, γινόμαστε αργοί και τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα τα καλύτερα. Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, θα ήταν πολύ πληκτικό.
Φ.: Ευτυχήσαμε να έχουμε την εμπειρία της συνεργασίας με μεγάλα ιδρύματα και οργανισμούς, αλλά αυτό που πραγματικά εκπληρώνει τις δημιουργικές μας προσδοκίες έρχεται μέσα από τη δουλειά με ανεξάρτητους δημιουργούς. Είναι η αίσθηση του «είμαστε σε αυτό μαζί». Φέρουμε, μέχρι ένα σημείο, από κοινού τις ευθύνες και μοιραζόμαστε τις χαρές. Οι μεγάλοι οργανισμοί και τα ιδρύματα δεν φέρουν ποτέ ούτε χαρά ούτε ευθύνη. Από την άλλη, έχει τύχει να μας προσεγγίσει κάποιος καλλιτέχνης με μια πολύ καλή ιδέα και να μην καταφέρουμε να συνεργαστούμε. Δεν είχαμε να συνεισφέρουμε κάτι.
Μ.: Κάθε πρότζεκτ εξετάζεται από την αρχή του και με τρόπο που εξυπηρετεί καλύτερα το ίδιο. Την ερώτηση «γιατί να γίνει αυτό βιβλίο;» την κάνουμε πάντα και στον καλλιτέχνη αλλά και σε μας τους ίδιους. Αν η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική, η ιδέα χρειάζεται να εμπλουτιστεί, ώστε να είναι πρότζεκτ το ίδιο το βιβλίο και όχι απλώς να τυπωθεί το βιβλίο του πρότζεκτ. Αυτή η σκέψη είναι μια καλή πυξίδα που μας οδηγεί συχνά σε ικανοποιητικά αποτελέσματα και όχι σε βιβλία-ταφόπλακες: τελείωσε η τάδε έκθεση, ας κάνουμε κι ένα βιβλίο εις μνήμην.
Μας ενδιαφέρουν, επίσης, ο σχεδιασμός, τα υλικά και ο τρόπος παραγωγής. Τυπώνουμε αποκλειστικά στην Ελλάδα και πολλές φορές τυπώνουμε και οι ίδιοι στον ριζογράφο μας.
ΡΙΖΟΓΡΑΦΙΑ
D.: Ο ριζογράφος προσφέρει μια ανεξαρτησία. Μπορούμε να τυπώσουμε ό,τι θέλουμε, όποτε θέλουμε, όπως θέλουμε. Αυτή ήταν και η αρχική ιδέα για την αγορά του. Στην πορεία όμως, και κυρίως μέσα από τη δουλειά της Ματίνας, είδαμε νέες δυνατότητες, εμπλουτίσαμε την παλέτα μας και μάθαμε καινούργιους τρόπους να τον χρησιμοποιούμε. Κάποια από αυτά μπορεί να μάθει κάποιος στα σεμινάρια ριζογραφίας που οργανώνουμε αραιά και πού.
Το ρίζο είναι ιδανικό για καλλιτεχνικές εκδόσεις, αν χρησιμοποιηθεί έξυπνα. Τα έντονα χρώματα, η μοναδική υφή του, η ταχύτητα εκτύπωσης και η ομοιότητά του με τη μεταξοτυπία είναι μερικά από τα πλεονεκτήματά του. Αντίθετα, η παλαιότητα του μηχανήματος, η ιδιοτροπία του και η υπομονή που απαιτεί από τον χειριστή του το καθιστούν το «κατοικίδιό» μας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν μηχανήματα σήμερα, με το Sleep on it Press και το Keda Ρress να είναι μερικά από αυτά που είναι πιο ενεργά. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν μηχανήματα ρίζο κλειδωμένα σε σκοτεινές αποθήκες, αλλά και άλλα που είναι για πιο ιδιωτική χρήση.
Μ.: Ο ριζογράφος, όπως και οποιοδήποτε μέσο παραγωγής, σου δίνει αυτοδυναμία. Στηρίζουμε την τοπική κοινότητα της παραγωγής βιβλίου, αλλά θέλουμε να είμαστε και μέρος της. Το να βρισκόμαστε και από τις δύο πλευρές, του πελάτη του τυπογράφου και του ίδιου του τυπογράφου, μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε τον όγκο και το είδος της δουλειάς που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί ένα βιβλίο.
Προσωπικά, άκουσα πρώτη φορά για το ρίζο το μακρινό 2014 σε εργαστήριο των These Are Few Of Our Favourite Things στη Στοά Εμπόρων, όπου και υπήρχαν αρκετά τυπωμένα παραδείγματα. Όντας μη τελειομανής, μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον και άρχισα να ψάχνω περισσότερα για την τεχνική. Χρόνια αργότερα παρακολούθησα ένα ολιγόωρο σεμινάριο στο Colorama στο Βερολίνο και, για καλή μου τύχη, υπήρχε και στο Dolce ένα τέτοιο μηχάνημα.
Κανείς μας δεν ήξερε πολλά για το ρίζο στην αρχή, δοκιμάσαμε πολύ, ταλαιπωρηθήκαμε πολύ, κάναμε πολλά λάθη, ξοδέψαμε χαρτί, μελάνι, masters και άπειρες ώρες από πάνω του. Δουλεύουμε πια σχεδόν καθημερινά με την τεχνική και παίζουμε με τα όριά της, όσο μας το επιτρέπει, με ανορθόδοξα φορμάτ, επικίνδυνα χαρτιά και μεγαλεπήβολα πρότζεκτ, προσθέτοντας περισσότερα χρώματα. Τελευταία, πειραματίζομαι με το αναλογικό animation: τυπώνω τα frames, τα σκανάρω και τα μοντάρω σε βίντεο.
ΠΑΡΟΝ
Φ.: Έξι χρόνια μετά, εξακολουθούμε να είμαστε ένας αρκετά ανορθόδοξος, μάλλον μέτριος εκδοτικός οίκος. Μέτριοι στο να ανακαλύπτουμε ταλέντα, μέτριοι στην επικοινωνία και στην προώθηση της δουλειάς μας, μέτριοι οργανωτικά, μάλλον κακοί στη διαχείριση των λίγο βαρετών σόσιαλ μίντια. Λέμε να φτιάξουμε μια συλλεκτική σειρά έξι μικρών τετραδίων για τα έξι χρόνια μας που (ελπίζουμε) θα κοστίσουν έξι ευρώ. Τέτοιου τύπου παιχίδια μάς ενθουσιάζουν.
Μ.: Έξι χρόνια μετά, το μόνο σίγουρο είναι ότι μάθαμε πώς γίνονται τα βιβλία.
ΜΕΛΛΟΝ
Φ.: Νομίζω τους τελευταίους μήνες μπορούμε να δούμε λίγο πιο καθαρά τα πράγματα, να αξιολογήσουμε τις καινούργιες προτάσεις που μας έρχονται και να καταλάβουμε τι θέλουμε να πετύχουμε και τι θέλουν οι άλλοι από τη συνεργασία μαζί μας. Νιώθω όμως ότι έχει έρθει η ώρα να επικεντρωθούμε και σε πιο προσωπικά πρότζεκτ, να παραγάγουμε περισσότερο περιεχόμενο παρά μορφή.
Μ.: Για κάθε χρόνο που περνά κάνουμε ανασκόπηση, τι μας άρεσε, τι και πού κάναμε λάθος, σε ποιους τομείς μπορούμε να βελτιωθούμε, ποιες δουλειές και συνεργασίες θέλουμε να αποφύγουμε. Ίσως τώρα μπορούμε να δείξουμε περισσότερο προς τα έξω τις προσωπικές μας ιδέες ως πρότζεκτ του DOLCE, να αναπτύξουμε ιδέες που έχουν μείνει μισές και να τους δώσουμε ζωή.
D.: Το μέλλον έχει τόσες δυνατότητες, που για να μπορέσει κανείς να τις εκμεταλλευτεί, πρέπει να είναι συνέχεια κοντά στο σημείο να τα παρατήσει. Ίσως τώρα που γίναμε θέμα σε αθηναϊκό free press, αυτό το σημείο να είναι πιο κοντά από ποτέ.
Εκδόσεις DOLCE, Σίνα 62, Αθήνα
Το καινούριο βιβλίο των εκδόσεων Dolce «Athens Laundry