ΕΧΟΝΤΑΣ ΗΔΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙ 4 συναυλίες σε Βρυξέλλες, Λονδίνο, Άμστερνταμ και Βερολίνο τον Μάρτιο του 2024, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου παρουσίασε στις 20 Δεκεμβρίου τον πρώτο από τους δίσκους που έχει δηλώσει ότι ετοιμάζει, (ένας άλλος είναι με τραγούδια σε μουσική Μάνου Λοΐζου, στα live του έχουμε ακούσει το «Κοσμικόν»). Το «Urbanum» έρχεται 30 χρόνια μετά το ντεμπούτο του άλμπουμ «Αγία Νοσταλγία» και περιλαμβάνει παλιές εμμονές και νέα παιχνίδια. Για πρώτη φορά χρησιμοποιεί έναν λατινογενή/αγγλόφωνο τίτλο. Σε μια σχετική αναζήτηση τα αποτελέσματα είναι: ένα βότανο που φύεται και στη Θεσσαλία το “Geum urbanum” ή Γέον το αστικό, μια φοιτητική εστία στην Φρανκφούρτη, μια γκαλερί στη Βουδαπέστη, ένα κατάστημα με είδη σπιτιού στο Ντιτρόιτ της Αμερικής, ένα πρακτορείο για influencer, ένα κατάστημα επίπλων στην Ισπανία και κάτι που δεν καταλαβαίνω στη Σλοβενία, με αυτό το όνομα.
Αν η προσδοκία κάποιου είναι να ακούσει τραγούδια στο στυλ του «Πεχλιβάνη», του «Αποσπερίτη», της «Ηλιόπετρας» κλπ να προειδοποιήσουμε ότι ο δίσκος είναι μακριά από αυτήν τη λογική. Αν υπάρχει κάποια δουλειά του που είναι κοντά στο πνεύμα του «Urbanum» αυτή είναι «Η βροχή από κάτω», που είχε κυκλοφορήσει το 2006. Όχι σε επίπεδο περιεχομένου, αλλά σε επίπεδο πρόθεσης/λογικής. Το κοινό του τότε δεν ήταν έτοιμο για έναν τέτοιο δίσκο. Σήμερα, που και τα ακούσματα και ο τρόπος ακρόασης έχουν αλλάξει, θα είναι άραγε πιο δεκτικό;
Τα κομμάτια του -εμπεριέχοντας πάντα το στοιχείο της παράδοσης- θα μπορούσαν να είναι σαουντρακ κάποιας κινηματογραφικής ταινίας του ανθηρού νέου ελληνικού κινηματογράφου ή κάποιας παλιάς ποιητικής συλλογής στη βιβλιοθήκη της κοινωνίας που αλλάζει.
Στα 12 νέα κομμάτια του Θανάση Παπακωνσταντίνου μοιάζει να αποτυπώνεται η ανάγκη του για να πάρει «ανάσα» πέρα από τις φόρμες που επιτάσσει το τραγούδι και η διαδρομή του σε αυτό. Μοιάζει να είναι η κραυγή του λύκου μέσα στο έρημο δάσος την ώρα που καραδοκεί της μανιέρας ο κυνηγός. Ποιος μεγάλος καλλιτέχνης δεν ένιωσε κάποια στιγμή την ανάγκη να σπάσει τις νόρμες του;
Το άλμπουμ είναι κυρίως οργανικό. Μέχρι και πειραματικό θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς για τα δεδομένα της εγχώριας τραγουδοποιίας από καλλιτέχνες του επιπέδου του Λαρισαίου τραγουδοποιού, που ενορχηστρώνει παρέα και με τους μουσικούς του ένα σύμπαν με γήινα, αλλά και υπερρεαλιστικά στοιχεία που ενισχύονται από τα animation βίντεο του Νίκου Ευστρατιάδη όπως στο κομμάτι «Ήμουν κι εγώ εκεί;».
Τα κομμάτια του -εμπεριέχοντας πάντα το στοιχείο της παράδοσης- θα μπορούσαν να είναι σαουντρακ κάποιας κινηματογραφικής ταινίας του ανθηρού νέου ελληνικού κινηματογράφου ή κάποιας παλιάς ποιητικής συλλογής στη βιβλιοθήκη της κοινωνίας που αλλάζει. Η αίσθηση που έχω είναι πως όσο περνάνε τα χρόνια η ανάγκη του να μιλάει όλο και πιο προσωπικά είναι εντονότερη:
«-Γιατί, στα τραγούδια μου όλα,
ντύνεται ο νταλκάς γαμπρός;»
και λίγο παρακάτω στο εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου:
«Απ’ τον Βοσκόπουλο ως τις σονάτες του Biber,
ξυπόλητος περπάτησα
με τα βράγχια της φαντασίας σφηνωμένα στο στήθος.
Αν ξέρατε τι δρόμο έκανα
μέσα απ’ το βάλτο της κακοτυχίας!
-Ποιος θα με θυμάται, φως μου,
σα θα φύγω μακριά»;
Αυτό το «Ποιος θα με θυμάται» εμφανίζεται ξανά και σε αυτόν τον δημιουργικό του κύκλο. Ίσως να είναι η αιώνια αγωνία του καλλιτέχνη. Η αγωνία του «κόσμου» της μνήμης στης λήθης τον «υπόκοσμο». Η αγωνία της μνήμης ήταν ανέκαθεν πυρηνική ενέργεια για την Τέχνη.
Να θυμίσουμε εδώ ότι πρόσφατα έδωσε ελεύθερο για θέαση το ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «ΠΕΡΙ-ΛΗΨΗ» για το οποίο ο ίδιος αναφέρει πως ήταν μια «πρωτόλεια προσπάθειά μου, να συνδέσω τη μουσική με τη φύση». Σε αυτό μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς την κοσμοθεωρία του τραγουδοποιού, αλλά και τον ευρύτερο τρόπο σκέψης του διανύοντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του. Πριν την ακρόαση του δίσκου, το ντοκιμαντέρ θα ήταν μια καλή εισαγωγή.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου - ΠΕΡΙ-ΛΗΨΗ Τραγούδια Στην Αγκαλιά της Φύσης
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ που θα χώραγε στην κατηγορία ethnic-world jazz, αλλά δεν χώραγε στις άλλες δουλειές του. Μοιάζει να το έκανε περισσότερο για να νιώσει ελεύθερος μέσα από τη δυνατότητά του να παρουσιάσει κάτι μη αναμενόμενο, σαν αυτήν την κραυγή του λύκου που αναφέραμε παραπάνω, που στον αντίλαλό της ακούς στίχους από τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, τηλεφωνικούς χαιρετισμούς, ένα κλέφτικο για τον λήσταρχο Γκαντάρα (βλ. και τραγούδι «Α. Μάνθος» με στίχους του Χρήστου Μπράβου), με τη φωνή του πατέρα του, μέχρι και ο άγνωστος σήμερα τερματοφύλακας Στάθης Τσανακτσής.
Η ποιητική του άοκνου βραχνού μας προφήτη δεν περιορίζεται στις λέξεις, αλλά συμπεριλαμβάνεται και σε αυτές:
«Άϊ! Χαρά σε μένα τον μέγα ζηλωτή,
στα πεντοδάχτυλά μου την παίζω τη ζωή.
Φτηνό ‘ναι το φιλί μου, στο δάκρυ ακριβός,
τη σύνταξή μου όλη την έφαγα μικρός».
Αυτοβιογραφείται ως μακρινός συγγενής του Ρίλκε ή του Πρεβέρ. Σαν να υπήρξε κάποτε λογογράφος του Μίλτου Σαχτούρη στους ποιητικούς μονολόγους του. Όσο πηγαίνει μπροστά άλλο τόσο πηγαίνει και πίσω. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένας περιηγητής στοχαστής που σε κάθε επόμενο ταξίδι του αναπολεί ένα παλιότερο. Στο δίσκο αυτό, μου έδωσε την εντύπωση ότι ψάχνει τη βαθιά του ρίζα πετώντας στην πάνω άκρη τα νέα φύλλα του, σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το χρόνο. Αυτό είχε φανεί στον ορίζοντα με τον προ δεκαετίας δίσκο του «Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου». Αντιγράφω από το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου:
«Εχθές αργά πήγα τα μάτια μου βόλτα,
όπως βγάζει κάποιος το σκύλο του,
λίγο απ’ αγάπη, λίγο από υποχρέωση».
[...]
Ύστερα, με προσπέρασε
η σκιά ενός θεού,
δροσερή σαν πρωτότοκο φρούτο
και γλίστρησε μέσα στο κτίριο,
που τα ενενήντα τέσσερα χρόνια του
είχαν τρομάξει τη γειτονιά.
Δεν ξαναβγήκε -όρκο δεν παίρνω-
εκτός αν ήταν η λέξη «urbanum»,
που ψέλλισα αυθόρμητα
σαν άκακο παιδί».
Κλείνοντας, νομίζω πως ο ίδιος πρώτος δίνει το στίγμα της νέας του δουλειάς, που όπως όλες του, θέλουν τον χρόνο τους για να μπορέσεις να πάρεις ό,τι έχουν να σου δώσουν:
«Τριάντα χρόνια μετά την «Αγία Νοσταλγία», έρχεται το «Urbanum» για να επιβεβαιώσει αυτό που γνωρίζουν καλά όσες και όσοι έχουν παρακολουθήσει την πορεία μου. Δεν αναπαύομαι, είμαι ακόμη ανήσυχος και -με 64 χρόνια στην πλάτη- παραδίδω την πιο απερίγραπτη δισκογραφική μου εργασία. Ένα μουσικό υβρίδιο με στοιχεία ηλεκτρονικής αλλά και παραδοσιακής φόρμας, με λαούτα και λούπες, με λίγα λόγια και στριφνά και αρκετό οργανικό χώρο για να αναπτυχθούν νέα συναισθήματα. Οι συνεργάτες μου εμφύσησαν ζωή σε μια προσωπική αναταραχή χωρίς συγκεκριμένο στόχο και τους ευχαριστώ».
Αυτός ο δίσκος δεν είναι για όλους τους φίλους του Θανάση, είναι όμως για τους φίλους του Θανάση. Ακούστε τον εδώ: