ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ο ταξιτζής ήταν οργισμένος, έκλεισε το ραδιόφωνο, ρώτησε με ένα νεύμα αν μπορεί να ανάψει τσιγάρο, χωρίς να περιμένει απάντηση, και άρχισε να μιλάει σχεδόν μόνος του, σαν να μην υπάρχει πελάτης στο πίσω κάθισμα. Μόλις είχε ακούσει την είδηση που έλεγε ότι η κυβέρνηση από την πρώτη ημέρα του νέου χρόνου επιβάλλει υποχρεωτικά τα POS σε διάφορα επαγγέλματα, ανάμεσα στα οποία και το δικό του. Άρχισε να ισοπεδώνει πρωθυπουργό, υπουργούς, αλλά –και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον– και όλα τα μεγάλα κόμματα· δεν αρκέστηκε στη σημερινή εξουσία.
Aυτή η ισοπεδωτική γενίκευση είναι μια λογική που εκφράζει μεγάλες πληθυσμιακά ομάδες. Και αυτές, όπως ο ταξιτζής, εστιάζουν την κριτική τους στη Νέα Δημοκρατία, στο ΠΑΣΟΚ (ο ταξιτζής είχε την κατάλληλη ηλικία για να το θυμάται ως κυβέρνηση) και στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε όσους διαχειρίστηκαν την εξουσία. Το ΚΚΕ νομίζω ότι δεν υπήρχε στο πεδίο του ταξιτζή, για τη Νέα Αριστερά δεν θα έχει ακούσει καν φαντάζομαι, άλλωστε τα στελέχη της έκαναν λίγο φασαρία στην αρχή, αλλά από τότε κινούνται σχεδόν αθόρυβα!
Μετά έκοψε την κουβέντα η οποία είχε αρχίσει να αποκτά κάποιο ενδιαφέρον – ήθελα να μάθω σε ποια κομματική επιλογή θα καταλήξει. Μετά από έναν δεκάλεπτο μονόλογο, σταμάτησε, είχε τελειώσει και το τσιγάρο. Τον τσίγκλησα. «Και τι κάνουμε; Τι να ψηφίσουμε;». Μια γρήγορη ματιά από τον καθρέφτη και αρχίζει ο δεύτερος μονόλογος. Αυτός καταλήγει πιο γρήγορα, ιδανική πρόταση επιλογής κόμματος είναι ο Βελόπουλος, οι Σπαρτιάτες και οι «Χριστιανοί», έτσι τους είπε. Τη στιγμή που μίλαγε ο ήλιος έπεσε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου και φώτισε ένα ασημένιο μικρό εικόνισμα κολλημένο επάνω του. Μετά δεν είπε πολλά.
Ένα ιδιαίτερα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού κυριαρχείται από απογοήτευση, απόγνωση, αδιαφορία και απροθυμία να συμμετέχει σε εκλογικές διαδικασίες και ακολουθεί την ιδιώτευση ή την πολιτική μιζέρια.
Σε περίπου έξι μήνες ο ταξιτζής και όλοι εμείς θα κληθούμε να προσέλθουμε πάλι στις κάλπες για να εκλέξουμε ευρωβουλευτές. Είμαι σίγουρος τι θα ψηφίσει αυτός, και κάποια εκατομμύρια ακόμα. Για κάποια άλλα εκατομμύρια (47,47% έφτασε το ποσοστό αποχής στις τελευταίες εθνικές εκλογές) δεν υπάρχει καμία απολύτως βεβαιότητα. Ένα ιδιαίτερα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού κυριαρχείται από απογοήτευση, απόγνωση, αδιαφορία και απροθυμία να συμμετέχει σε εκλογικές διαδικασίες και ακολουθεί την ιδιώτευση ή την πολιτική μιζέρια. Δεν βλέπει θετική πολιτική πρόταση για να σταματήσει την αποχή ή πηγαίνει στις κάλπες με κριτήριο το μικρότερο κακό.
Οι λόγοι αυτής της πολιτικής αποστασιοποίησης είναι σίγουρα πολλοί, ένας βασικός είναι σίγουρα η απουσία μια εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης, δηλαδή η αδυναμία κάποιου κόμματος να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να αντιπαρατεθεί με πειστικό τρόπο στην κυριαρχία της συντηρητικής παράταξης. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα.
Και πρόκειται για πρόβλημα επειδή υπάρχει ένα τεράστιο κενό το οποίο παραδοσιακά, από τη Μεταπολίτευση μέχρι πρόσφατα, κάλυπτε ένα δεύτερο κόμμα εξουσίας, αναγκάζοντας την εκάστοτε κυβέρνηση, εκτός των άλλων, να δίνει έστω κάποια ελπίδα και να διαχειρίζεται τα κοινά με λιγότερη αλαζονεία· επειδή η απογοήτευση κατευθύνεται στην επιλογή της αποχής και της αδιαφορίας για όσα συμβαίνουν· επειδή η πολιτική φθορά της Νέας Δημοκρατίας θα οδηγήσει σε επιλογές πιο δεξιά από αυτήν, δημιουργώντας τον βάσιμο φόβο ότι στις Ευρωεκλογές τα ακροδεξιά κόμματα θα αθροίσουν ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά από εκείνα των τελευταίων εθνικών εκλογών.
Υπάρχει ένας πολιτικός (και όχι μόνο) μύθος που λέει πως τα κενά πάντοτε καλύπτονται. Ο μύθος, ακόμα και ως τέτοιος, υπονοεί πως πάντα βρίσκεται μια πολιτική δύναμη η οποία μπορεί να καλύψει ένα κενό όπως αυτό της ουσιαστικά ανύπαρκτης αξιωματικής αντιπολίτευσης που βλέπουμε σήμερα.
Όμως, κανένα στοιχείο, μια ένδειξη έστω, δεν υπάρχει ότι ο μύθος θα επιβεβαιωθεί. Η προοπτική ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει πάλι στο άμεσο μέλλον χαρακτηριστικά κόμματος εξουσίας είναι ανύπαρκτη, οι πιθανότητες σύγκλισης των εξ αριστερών πολιτικών δυνάμεων της ΝΔ, ώστε να αποτελέσουν έναν εναλλακτικό πόλο, δεν υπάρχουν ούτε στα σενάρια των πιο αισιόδοξων, το ενδεχόμενο να απειληθεί από κάποια πολιτική δύναμη η κυριαρχία του Μητσοτάκη και της ΝΔ φαντάζει απίθανο.
Ιστορικά, σε τέτοιες κρίσιμες περιόδους βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι εχθροί των αστικών δημοκρατιών και αυτοί είναι οι ακροδεξιοί και οι φασίστες που εμφανίζονται με σύγχρονο προσωπείο. Ήδη στη χώρα που μόλις φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας της αυτοί οι εχθροί έχουν κερδίσει κρίσιμο έδαφος. Ο κίνδυνος να το επεκτείνουν στις ερχόμενες ευρωεκλογές είναι μεγάλος. Η αναμενόμενη φθορά της ΝΔ θα τους ενισχύσει περισσότερο, η απέναντι όχθη, που θα έπρεπε να υποδεχθεί και να εισπράξει τη δικαιολογημένη κοινωνική διαμαρτυρία, βρίσκεται σε μεγάλη κρίση και αδυνατεί να κάνει κάτι τέτοιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.