Στις αρχές του περασμένου έτους το «Foe» ήταν ψηλά στις λίστες με τις πιο αναμενόμενες ταινίες του 2023. Ο συνδυασμός των ονομάτων των δυο κορυφαίων Ιρλανδών ηθοποιών της νέας γενιάς, Σίρσα Ρόναν και Πολ Μέσκαλ, με ένα σενάριο βασισμένο στο δεύτερο μυθιστόρημα του Καναδού Ίαν Ριντ («I’m Thinking of Ending Things») φάνταζε ακαταμάχητος. Η ταινία κυκλοφόρησε το φθινόπωρο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η κριτική την αντιμετώπισε εχθρικά, το κοινό με απόλυτη αδιαφορία και τελικά, σε πολλές χώρες του κόσμου, όπως και στη δική μας, έκανε πρεμιέρα απευθείας στην πλατφόρμα του Amazon Prime.
Το «Foe» εξελίσσεται σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όπου οι γήινοι πόροι εξαντλούνται, η ξηρασία και η σκόνη καθιστούν την καλλιέργεια δυσχερή και η μετοίκηση στο διάστημα φαντάζει μονόδρομος. Κεντρικοί χαρακτήρες είναι ο Τζούνιορ και η Χεν, ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει σε μια απομονωμένη φάρμα. Την κοινή ζωή τους έρχεται να ταράξει ένας εκπρόσωπος κυβερνητικής υπηρεσίας που ανακοινώνει ότι ο Τζούνιορ πρόκειται να επιστρατευτεί εντός της επόμενης διετίας για να εργαστεί στον Installation, έναν διαστημικό σταθμό που κινείται σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Μια ταινία για την ανθρώπινη, πλην (αυτο)καταστροφική επιθυμία μας να παραμείνει ο άνθρωπός μας όπως τον γνωρίσαμε, την επιμονή μας να τον κρατήσουμε στάσιμο, την απροθυμία μας να αποδεχθούμε την εξέλιξή του και την επιγενόμενη οργή μας ή την παγίωση της αδιαφορίας μας.
Περισσότερα δεν κάνει να αποκαλύψουμε, επειδή ο σκηνοθέτης Γκαρθ Ντέιβις του «Lion» αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας Ίαν Ριντ, που συνυπογράφει την κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου του, επέλεξαν την οδό της μυστικοπάθειας. Και αυτό είναι το πρώτο δομικό σφάλμα της ταινίας. Προκρίνοντας το μυστήριο, τα ληθαργικά πρώτα 70 λεπτά δεν βγάζουν ιδιαίτερο νόημα, με την πεισματικά αποσπασματική αφήγηση και την εξωφρενικά αφύσικη στα μάτια μας συμπεριφορά των χαρακτήρων. Η τέλεση των γυρισμάτων στο μούχρωμα, τα ανάλογα φίλτρα του ήδη σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας Ματίας Ερντέλι («Son of Saul», «The Nest»), τα έγχορδα και τα πλήκτρα που πότε κλαίνε και πότε απειλούν, η φωτογένεια και η θαυμαστή ερμηνευτική προσήλωση του πρωταγωνιστικού διδύμου ίσως κρατήσουν όσους θεατές δεν αποχωρήσουν στα μισά της διαδρομής. Χτίζοντας, όμως, τη δομή της ταινίας με γνώμονα ένα μυστικό αλά «Twilight Zone», ποντάρεις τα ρέστα σου στον αντίκτυπο της αποκάλυψής του και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θυσιάζεις την ουσία για μια (απρόσφορη) απόπειρα εντυπωσιασμού.
Το δεύτερο σφάλμα των δημιουργών είναι ότι το ίδιο το sci-fi στοιχείο είναι πρόσχημα, αν όχι gimmick. Μέσα στην κατά βάση κοινότοπη sci-fi ίντριγκα κρύβεται μια πικρή ιστορία για τον διαχρονικά μεγάλο «εχθρό» μιας ερωτικής σχέσης: την αλλαγή των μερών που την απαρτίζουν και τη στάση τους απέναντί της. Μια ταινία για την ανθρώπινη, πλην (αυτο)καταστροφική επιθυμία μας να παραμείνει ο άνθρωπός μας όπως τον γνωρίσαμε, την επιμονή μας να τον κρατήσουμε στάσιμο, την απροθυμία μας να αποδεχθούμε την εξέλιξή του και την επιγενόμενη οργή μας ή την παγίωση της αδιαφορίας μας. Εν ολίγοις, για τη δραματική προσπάθειά μας να επαναφέρουμε ένα παρελθόν που δεν υφίσταται πια – και, σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως να μην υπήρξε ποτέ και πουθενά, πέρα από το ερωτοχτυπημένο μυαλό μας.
Σε αυτή την ταινία παίζουν οι Σίρσα Ρόναν και Πολ Μέσκαλ, που, πραγματικά, δίνουν το 110% του εαυτού τους και έχουν χτίσει μια πολύ πειστική σχέση ανδρόγυνου μεταξύ τους – στις φευγαλέες ερωτικές τους περιπτύξεις τα σώματά τους επικοινωνούν μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, αφηγούμενα τη δική τους ιστορία. Αυτή την ταινία εξυπηρετεί η επιλογή των δύο ηθοποιών από τους casting directors. Διαβάζουμε κριτικούς και θεατές να παραπονιούνται γιατί ανατέθηκε σε δύο Ιρλανδούς ηθοποιούς η ενσάρκωση Αμερικανών χαρακτήρων, με τις αντίστοιχες προφορές. Μα μήπως η αλλοίωση της εικόνας που έχουμε γι’ αυτούς στοχεύει στην εξυπηρέτηση της κεντρικής θεματικής και όσων θα ήθελαν οι δημιουργοί να καταθέσουν γύρω από αυτή; Μήπως αυτή η διαφοροποίηση στις προφορές και στη χροιά των φωνών τους, που ειδικά στην περίπτωση του Μέσκαλ είναι εμφανής, στοχεύει στην υποσυνείδητη αντιπαραβολή του γνώριμου «πριν» με το αισθητά, μα όχι πρόδηλα ανοίκειο «τώρα» και, κατ’ επέκταση, στη δημιουργική επισήμανση της αλλαγής; Είναι συχνές τέτοιες ερμηνευτικές παρεξηγήσεις, που οδηγούν σε επιπόλαια αφοριστικές (ή αποθεωτικές) αποτιμήσεις, γιατί αναπτύξαμε το κακό συνήθειο να στεκόμαστε στο «τι» και όχι στο «γιατί», να περιοριζόμαστε στην πρώτη εντύπωση και να μη σκαλίζουμε την επιφάνεια για να εντοπίσουμε ό,τι μπορεί να κρύβεται από κάτω – βλέπεις, αυτό θέλει κόπο και επιχειρηματολογία, και έχουμε από καιρό επιλέξει την άνεση και τα quotes.
Από το σαφές τελευταίο εικοσάλεπτο, από σκόρπιες ατάκες κι από τη γραμμή των ερμηνειών των Ρόναν και Μέσκαλ διαπιστώνουμε ότι κατά βάθος σε αυτή την ταινία στόχευε και ο Ντέιβις. Κρίμα που τη θυσίασε στην εξυπηρέτηση του gimmick, στον βωμό ενός (ακατ)ανόητου, ετερόφωτου επεισοδίου «Twilight Zone» - ή «Black Mirror», αν θέλεις. Ενός επεισοδίου που κρατά βασανιστικά περισσότερο από όσο θα έπρεπε, ώσπου να έρθει το τετριμμένο punchline του και να ξεκινήσει η πραγματική ταινία, μόνο για να τελειώσει πριν προλάβει να εκπληρώσει τις αβάσταχτα οικείες εννοιολογικές της υποσχέσεις και να αφήσει το γλυκόπικρο συναισθηματικό της αποτύπωμα.
Το «Foe» του Γκαρθ Ντέιβις είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Amazon Prime.