Την παραμονή των Χριστουγέννων την πέρασε στο αεροπλάνο μία από τις σπουδαιότερες μεσοφώνους της γενιάς της, η Εκατερίνα Γκουμπάνοβα, της οποίας το ντεμπούτο στον ρόλο της Σαντούτσα στην Καβαλλερία Ρουστικάνα είναι πολυαναμενόμενο. «Ήταν ακραίο», λέει, «αλλά αυτό το επάγγελμα, μαζί με τις ανταμοιβές του, έχει και πολλές θυσίες. Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι τα ταξίδια και το ότι αποχωρίζομαι την οικογένειά μου. Είμαι τυχερή που ο σύζυγος και τα παιδιά μου καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια για να βρίσκονται δίπλα μου όταν λείπω, δηλαδή σχεδόν πάντα».
Η Ρωσίδα μέτζο σοπράνο που έχει εμφανιστεί στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου, σε Λονδίνο, Μιλάνο, Μόναχο, Βιέννη, Μαδρίτη, Νέα Υόρκη κ.α., έχει ηχογραφήσει την Τετραλογία του Βάγκνερ με τον Βαλέρι Γκέργκιεφ για το Μαριίνσκι και θεωρείται μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες διεθνώς στον ρόλο της Μπρανγκαίνε ηρωίδας του έργου Τριστάνος και Ιζόλδη. Συνεργάζεται για δεύτερη φορά με την Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά την εξαιρετική της εμφάνιση το 2019 στον ρόλο της πριγκίπισσας του Έμπολι, στον Ντον Κάρλο του Βέρντι.
Δείχνει ενθουσιασμένη που θα υποδυθεί τον ρόλο μιας γυναίκας από τον ιταλικό Νότο, που βασανίζεται από το ερωτικό πάθος, και λέει πώς «όταν πρόκειται για πάθος, είμαστε όλοι το ίδιο! Είμαι Ρωσίδα και ζω στην Ιταλία, όχι στον Νότο όμως. Είμαι παντρεμένη με Ιταλό και Γεωργιανή στην καταγωγή κατά το ένα τέταρτο, ένα επίσης παθιασμένο έθνος, οπότε ξέρω».
Έχοντας πει όλα αυτά για τον έρωτα, το πάθος και τον ρόλο μου, θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι είμαι πραγματικά ερωτευμένη με την Ελλάδα, με την ιστορία, τους ανθρώπους, το φαγητό της, ακόμα και με τις γάτες!
Η νέα παραγωγή του πιο διάσημου και έως και σήμερα δημοφιλέστερου διπτύχου σε ολόκληρη την ιστορία της όπερας, που εγκαινιάζει το πρόγραμμα της ΕΛΣ για το 2024, η Καβαλλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι και οι Παλιάτσοι του Λεονκαβάλλο, ανεβαίνει στη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ από τις 25 Ιανουαρίου και για έξι παραστάσεις, σε μουσική διεύθυνση Αντονέλλο Αλλεμάντι και σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, ο οποίος σημειώνει ότι «καμιά μάνα, κανένας γκόμενος δεν έχει μπορέσει να αντισταθεί και να μη σιγοτραγουδήσει ή, καλύτερα, να φωνάξει δυνατά άριες από την Καβαλλερία Ρουστικάνα και τους Παλιάτσους την ώρα που μαγειρεύει ή φλερτάρει άγρια. Ποτέ τόσο αίμα δεν πήρε τόσο χειροκρότημα. Ποτέ τέτοιο έγκλημα δεν γέννησε τέτοια μουσική – δεν ήταν μόνο ο θρυλικός Καρούζο, ο Κόπολα και ο Νονός του, ο Σκορσέζε και η μαφία ολόκληρη που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν απ’ αυτήν τη μουσική, κανένας μας δεν κατάφερε να ξεφύγει μας».
Η Γκουμπάνοβα προσθέτει: «Φυσικά, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η Καβαλλερία είναι τόσο δημοφιλής. Η μουσική είναι συναρπαστική, ενστικτώδης. Και ο ρυθμός της ιστορίας είναι πολύ γρήγορος: νιώθεις χαρά, αγάπη, ζήλια, προδοσία και θάνατο, όλα αυτά σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο από μία ώρα. Δεν είναι καταπληκτικό; Οι χαρακτήρες είναι πάντα τόσο επίκαιροι, εντοπίζονται ακόμα και στην εποχή μας. Όλοι έχουμε έναν ή δύο Τουρίντου στον κύκλο μας, σωστά;» (σ.σ. πρόκειται για τον γοητευτικό, άπιστο πρωταγωνιστή της Καβαλλερίας).
Τα συναισθήματα είναι για την Γκουμπάνοβα η μεγάλη πρόκληση του ρόλου της. «Η μοίρα της Σαντούτσα είναι τόσο σπαρακτική και η μουσική, κάθε νότα προκαλεί το ωμό πάθος. Πρέπει να βρίσκω συνεχώς την ισορροπία μέσα μου, για να μην εκραγώ εντελώς και χάσω τον εαυτό μου», λέει, ενώ, μιλώντας για τη διαδικασία της πρόβας, την αποκαλεί «καταπληκτική». «Όταν βλέπω πώς η Σαντούτσα αναπτύσσεται μέσα μου κατά τη διάρκεια των προβών αισθάνομαι ότι συνεχώς ανακαλύπτω νέα πράγματα και ανυπομονώ να τα μεταφέρω στο ελληνικό κοινό. Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένη».
Η εξαπατημένη, ερωτευμένη και προδομένη Σαντούτσα, που φτάνει στα άκρα για να διεκδικήσει τον εραστή της Τουρίντου, ο οποίος την έχει απορρίψει, κινεί τα νήματα της ιστορίας μέχρι το τραγικό της τέλος, προκαλώντας μια γκάμα συναισθημάτων. Δεν πρόκειται μόνο για τα ταπεινά πάθη των ανθρώπων του Νότου αλλά και για συναισθήματα οικεία, όπως η ζήλια και οι σκοτεινές σκέψεις εκδίκησης, ο έρωτας και η αποθέωσή του, το πάθος που φτάνει μέχρι την απόγνωση και την τελική κατάρρευση.
Για την Γκουμπάνοβα η δημιουργία ενός νέου ρόλου είναι θέμα ρυθμού, αυτός θα κινήσει τα συναισθήματα, θα προσδώσει στην ερμηνεία της συναισθηματικό βάθος και έκφραση. Αυτό το δύσκολο και πολυεπίπεδο στοίχημα της κατάκτησης όχι μόνο του ρόλου αλλά και της προσωπικότητας μιας ερωτευμένης και απελπισμένης γυναίκας, που μας συγκλονίζει με τα συναισθήματά της περισσότερο από έναν αιώνα, δείχνει να απολαμβάνει και μόνο καλά λόγια έχει να πει για τη συνεννόησή της με τον σκηνοθέτη. «Ο Νίκος είναι πάντα διορατικός και σε προκαλεί να σκεφτείς. Φυτεύει έναν σπόρο στο μυαλό σου και στη συνέχεια σε βοηθάει να τον καλλιεργήσεις, παρατηρώντας προσεκτικά και καθοδηγώντας σε προς το όραμά του. Είναι επίσης πολύ υπομονετικός, επιτρέποντάς μου να γίνω η Σαντούτσα στον δικό μου ρυθμό, χωρίς ποτέ να με πιέζει. Νομίζω ότι αυτό είναι ζωτικής σημασίας όταν δημιουργείς έναν νέο ρόλο».
Λίγο καιρό πριν από την πρεμιέρα η Εκατερίνα Γκουμπάνοβα ζει μέσα στη γεμάτη πάθος μουσική του Μασκάνι, που ενδυναμώνει το δράμα και δημιουργεί έντονες συγκινήσεις, αυτές που χάρισαν την αθανασία στα έργα του συνθέτη. Ο έρωτας ο παντοδύναμος που απογειώνει και καταστρέφει, που βάφει με αίμα μια χαρούμενη, λαμπρή Κυριακή του Πάσχα στον λουσμένο με φως Νότο της Ιταλίας, ο έρωτας και τα ανεξίτηλα μεγαλειώδη χνάρια του, οι μεγάλες συναισθηματικές διακυμάνσεις που αναπτύσσονται με μεγαλειώδη τρόπο βρίσκονται στην καρδιά της αναζήτησης του ρόλου της. «Έχοντας πει όλα αυτά για τον έρωτα, το πάθος και τον ρόλο μου, θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι είμαι πραγματικά ερωτευμένη με την Ελλάδα, με την ιστορία, τους ανθρώπους, το φαγητό της, ακόμα και με τις γάτες! Είμαι πολύ ευτυχής που βρίσκομαι εδώ», λέει ενώ απομακρύνεται για να μπει στην πρόβα της και να συναντήσει τη Σαντούτσα που φωλιάζει κάπου εκεί, στα παρασκήνια, και μέσα στην καρδιά της.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.