Πριν από τρία χρόνια ο Νίκος Καραθάνος έπαιξε τον Προμηθέα σε μια παράσταση της Μάρθας Φριντζήλα. Σε εκείνη οφείλει το ότι έμαθε αυτό το έργο που ποτέ δεν είχε «ακούσει καλά» και σε μια συνάντηση την επιθυμία και το κέντρισμα να ξαναπιαστεί με το κείμενο που θα κάνει πρεμιέρα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στις 10 Οκτωβρίου.
«Είχε έρθει ο Αλέξανδρος (σ.σ. Διακοσάββας) να μου πάρει συνέντευξη και καθίσαμε, μαζί και με τον Πάρι (σ.σ. Ταβιτιάν). Κοιτάγαμε τη θάλασσα και μου έκανε ρωτήσεις, και κάποια στιγμή κάτι έπαθα και είπα “αυτό το έργο θα το ξαναπιάσω εγώ”, γιατί στη Μάρθα, όταν πήγα για να παίξω τον ρόλο, ο χρόνος ήταν περιορισμένος ‒ αλλά την ευγνωμονώ που μου έμαθε το έργο. Κάποια στιγμή, όταν άρχισα να το μιλάω χωρίς να ξέρω πώς θα το παίξω, κάτι έκρουσε μέσα μου και θυμήθηκα τον εαυτό μου όταν ήμουνα παιδί» λέει όταν τον ρωτάω γιατί ξαναπιάνει αυτόν τον μύθο.
— Έτσι ξεκινάει ο «Προμηθέας», με ένα παιδί;
Υπάρχει το παιδί το ακατέργαστο και αυτή η περίεργη εφηβική και παιδική τιτανομαχία που γίνεται μέσα του με μια τσαπατσουλιά, η οποία συμβαίνει όταν γνωρίζει τον κόσμο, π.χ. όταν θέλει να βγει από το δωμάτιο και να πάει προς το μπαλκόνι, γιατί κάτι άλλο συμβαίνει έξω, το δειλινό, και τότε αναφωνεί «τι είναι αυτό μάνα μου;». Αυτό είναι το παιδί, αυτό που ήσουν όταν άνοιγες το στόμα σου να φας το σκοτάδι και το φως. Έτσι κάνουμε τον Προμηθέα, πατάμε στην ιδέα του αρχικού κειμένου και μετά έρχονται οι άλλες εικόνες.
Το αποτύπωμα με απασχόλησε κοσμικά μερικές φορές και ηλίθια, με τρόπο ναρκισσιστικό, όπως πολλούς ανθρώπους. Πρόκειται για ένα αυτοάνοσο που θεραπεύεται από μόνο του και αυτό που σε απασχολεί μετά τη θεραπεία είναι να γίνεις λίγο αληθινός. Τι σημαίνει αληθινός; Να αδειάζεις και να γεμίζουν όλα τριγύρω σου.
— Πες μου μια εικόνα που συνδέεις με την παράσταση.
Ποιος έτρωγε το σκοτάδι και το φως; Αυτό το συνάντησα στην ταινία Moonlight, εκεί που καθόταν το μαύρο αγοράκι στην παραλία, κουνιόταν ένας φοίνικας από πίσω και ήταν σαν να ρώταγε τον κόσμο: «Τι; Ποιος μ’ έφτιαξε; Ποιος φταίει που είμαι έτσι; Από τι αποτελούμαι;». Σε αυτό επιστρέφω, στην ερώτηση που κάνουν τα κύτταρά μας: «Γιατί με έφτιαξες;».
Και μετά έρχεται ένας κατακλυσμός από ερωτήματα: γιατί να κλάψω; Γιατί να φάω σφαλιάρα; Γιατί να σου πάρω την άδεια, γιατί δεν χωράω και γιατί χωράω; Σε όλα αυτά που σκεφτόσουν όταν ήσουν παιδί ‒δεν έχω καταλάβει κι εγώ σε ποια ηλικία είσαι παιδί‒, ένα θολό πίσω πράγμα, πολύ κρυμμένο, που γελάς ακατάπαυστα με κάθε ερέθισμα, χωρίς κόστος, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσεις κάτι και χωρίς να σκεφτείς γιατί γελάς, απλώς έτσι συμβαίνει, σε μια περιοχή όπου υπάρχει τιμοκατάλογος.
Κάτι τέτοιες στιγμές, με κάτι ερωτήσεις, λοιπόν, που το στομάχι μου γουργουρίζει, λέω «κάτι τρέχει».
— Γιατί τον ψάχνεις, τι είναι για σένα ο Προμηθέας, πού τον βρίσκεις;
Είναι ένας ρόλος, ένας θεός ενός παλιού κόσμου και μέσα μου είναι η ιστορία και η προϊστορία που κάνει παρέα στα παιδιά, τα πλησιάζει και τους μιλάει. Σε ένα παιδί αυτά τα χρόνια, τα παλιά, είναι παρόντα, εμφανίζονται. Ο ενήλικος άνθρωπος πρέπει να τα σπουδάσει αυτά για να του εμφανιστούν, για να του φανερωθεί η ιστορία του κόσμου. Στο παιδί είναι ορατή με γυμνό μάτι και του ψιθυρίζει από πού ήρθε, από πού κατάγεται. Αρκεί να στρέψεις τα μάτια σου στον ουρανό και υπάρχει, σου λέει την ιστορία.
Όταν είσαι παιδί, είσαι τριάντα εκατοστά, μέσα στα πόδια των γονιών σου. Όταν τσακώνονται γίνεται τιτανομαχία και έχεις μόνο δύο τετραγωνικά μωσαϊκό για να κλάψεις και να μετρήσεις τις πετρούλες και τα χρώματα και να δεις τι ακριβώς συμβαίνει, μετά πας σχολείο, μαθαίνεις μαθηματικά, προσπαθείς να τα συνδέσεις με τα ψηφιδωτά, να συνδέσεις όλα αυτά με τη ζωστήρα που τρως ξύλο για να μάθεις την προπαίδεια και όλα αυτά γίνονται με τον τρόπο σου.
Εκεί γίνεται μια αριθμομηχανή, ανάλογα με το βιβλίο της ζωής και το βιβλίο των ανθρώπων, και εκεί αρχίζει, ανάμεσα σε χαστούκια, γέλια, κλάματα, μια ερωτική απλωσιά με τον κόσμο, ένα κρεβάτι μάθησης όπου, παιδί, κάνεις έρωτα με τα σήματα, με τα πάντα, μυστικά και μυστήρια, και νιώθεις για λίγο –για να φτάσουμε στο θέμα‒ «ποιος είναι, ρε, ο Θεός, εγώ ή αυτά»; «Αυτά είναι και απέξω μου και μέσα μου, τι στο διάολο σκέφτομαι και γιατί»;
— Αυτός είναι ο Προμηθέας;
Θα σ’ το πω αλλιώς: γιατί νιώθεις, όταν είσαι είκοσι πέντε εκατοστά, σαν να είσαι εκατό μέτρα και γιατί, όταν διασχίζεις δυο μέτρα, είναι σαν να διασχίζεις όλη την πλάση; Εκεί, λοιπόν, ανάμεσα στις φτέρνες του πατέρα σου, σε κάθε κίνηση, ο κόσμος γύρω σου βροντάει και αναστατώνεται η φύση και θέλεις να πάρεις τις λέξεις, να τις μεγαλώσεις, να τις πληθύνεις για να σου βροντήξουν. Αυτό συμβαίνει. Ζεις σε έναν κόσμο χοντρών, τεράτων, όμορφων, σπασμένων, χωλών. Με όλα αυτά, που είναι ζωή, γελάς.
— Όταν μεγαλώσεις γίνεσαι ένας από αυτά τα τέρατα;
Πολύ πιθανό να γίνεις για τους άλλους, ναι, και μπορεί να τρομάξεις τους άλλους, γιατί όταν μεγαλώνεις ξεχνάς αυτή σου την ανάμνηση την παιδική, την καθαρή. Όλα αυτά τα χρόνια πολλά μπορείς να κάνεις, και καριέρες και τα πάντα, να πας μακριά, αλλά αν κάνεις κάτι αληθινό, πας ψηλά και από τα είκοσι εκατοστά που ήσουν μικρό παιδί μέχρι το 1,79 το σημερινό έχεις πολλά να δεις, αλλά πάντοτε επιθυμείς αυτόν τον κόσμο, τον δικό σου, τον παιδικό, που δεν μπορούν να σε πάνε φυλακή. Έχει μια δική του δικαιοσύνη όσον αφορά όσα επιτρέπονται και όσα απαγορεύονται.
— Όταν κάνεις μια παράσταση και λες αυτά τα λόγια που είναι κάποιου άλλου, λόγια που έχεις φτιάξει στο δικό σου μέτρο, πού επιστρέφεις; Εδώ, που παίζεις κάτι πολύ συγκεκριμένο, τον «Προμηθέα», μπορεί να είναι και ο τσαγκάρης της γειτονιάς σου;
Ναι, απόλυτα, όταν καταλάβεις ότι κάτι συμβαίνει, ότι κάπου έφτασες, κάτι έπαιξες, όταν συμβεί αυτή η στιγμή, ένα αίσθημα ισότητας είναι αυτό που σε κατακλύζει, και διαρκεί. Νιώθεις ότι αυτό που έκανες, οι λέξεις που είπες, σε εξομοιώνουν με τον άλλο, και με αυτόν που ήρθε να σε δει και με αυτόν που δεν ήρθε. Ότι λες την ίδια ιστορία και έγινες ίδιος με αυτόν, ότι αλλάζεις τις ιστορίες.
— Εσύ γι’ αυτό αλλάζεις τις ιστορίες;
Ναι, μπορεί, για να ψάξω μια διάρκεια. Και η δική μου η ζωή μου είναι κοντούτσικη, όμως είναι αλλιώς να απλωθείς και να διαισθάνεσαι τη ζήση όλων. Μέσα από τις ιστορίες ταξιδεύω, απλώνει ο κόσμος και βρίσκω ένα νόημα.
— Δηλαδή εδώ, που το έργο δεν έχει ανθρώπους, έχει τη Βία και το Κράτος και μυθικά όντα, πώς τα συναντάς;
Εδώ, σ’ αυτό το έργο που δεν έχει ανθρώπους, έχει θεούς και ιδέες, επιχειρώ να θυμηθώ τι υπήρχε πριν από την ιδέα. Για πήγαινε πίσω από την ιδέα, όταν ήτανε πράξη: πότε γνώρισες τη βία μέσα στο σπίτι σου πρώτη φορά; Όταν σε δείρανε; Όταν άκουσες έναν ήχο και είδες ένα σώμα να πέφτει δίπλα σου στο πάτωμα; Όταν άκουσες τον δίπλα σου να βγάζει έναν ήχο που δεν είχες ξανακούσει; Όταν είδες ένα στομάχι να βγάζει ένα «ωωωωχ» και είπες «τι είναι αυτό μάνα μου»; Πού πάει αυτό; Τι καρφί είναι αυτό; Πόσες φορές, επειδή στο απέναντι διαμέρισμα τσακώνονταν, είπες «μη, όχι;», πόσες φορές άκουσες να βασανίζουν ένα παιδί; Οι σφαίρες ήταν άυλες, αλλά ήταν παρούσες, το διαπερνούσαν. Ή αλλιώς: σε ένα παιδί οι λέξεις μας είναι πολυβόλα, είναι χειρότερες και από το ξύλο. Εκεί πάω όταν συναντώ τη βία στο έργο.
— Για πες μου πώς περιγράφεις τη Βία και το Κράτος. Μπορείς να το διαβάσεις;
«Ιδέα του παππού σας και τα δυο (ονόματα), η μάνα σας, όταν σας γέννησε, είπε δώσ’ τους ονόματα-καλούπια για τον χαρακτήρα τους. Εσύ ήσουν δυνατός, κλότσαγες, ούρλιαζες, το όνομά σου ήταν εύκολη υπόθεση και όριζε τη μοίρα σου, Κράτος. Η αδελφή σου ήταν μουγγή, κανένας δεν την άκουσε να κλαίει, έστω να βάλει ένα μουγκρητό, το σώμα της τής άρπαξε τη φωνή από τα πνευμόνια της και η φωνή μαζεύτηκε και η ψυχή της φώλιασε και χόλιασε κι έγινε φόβος και μίσος στράβωσε, βία ήταν το καλούπι που τη χύσανε και βία σκορπάει».
— Έχεις ως υπότιτλο «μια σταύρωση στον Καύκασο». Τι σημαίνει;
Οι μεγάλες ιδέες ξεκινάνε από έναν μικρό σπόρο, αυτόν τον μικρό σπόρο ψάχνω να βρω σε όλη μου τη δουλειά, Έλληνας είμαι και αυτό κάνω. Από ένα μικρό ψάχνω να βρω κάτι μεγάλο, με ενδιαφέρει να μυθολογήσω τη μάνα μου, που για μένα ήταν η μάνα γη. Και ενώ τρώγαμε, κάποια στιγμή στο τραπέζι ήμασταν ταυτόχρονα τρεις σφίγγες, τρεις Τιτάνες και τρεις μικροί άνθρωποι. Έμαθα ότι τα καλάμια γύρω μου ήταν άνθρωποι που ερωτευθήκανε και στοιχειώσανε κι έτσι έγιναν καλάμια, έτσι έμαθα παιδί στο δημοτικό τα πράγματα, ότι τα γύρω μου και οι ποταμοί είχαν όνομα.
— Σε επηρεάζει η παιδική σου ηλικία ακατάπαυστα, επιστρέφεις διαρκώς σε αυτήν.
Ναι, γιατί υπάρχει κάτι πίσω, πιο παλιά από αυτό. Επιστρέφω σε αυτή την καταγωγή διαρκώς γιατί μου φαίνεται αρχαία. Στο μικρό, στο χωριό, γιατί μου φαίνεται σπηλιά Τιτάνων, κοιτίδα μύθου.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου, όταν τσακωνόμαστε και είχαμε ανοιχτή την πόρτα, έλεγε «δώσαμε τον μύθο», δηλαδή ότι μας άκουσαν οι γείτονες, τους δώσαμε τροφή. Δεν δέχομαι ότι ένα παιδί δεν συμπυκνώνει σε έναν πλανήτη, σε ένα μικρό σύμπαν που τα χωράει όλα, την ομορφιά του κόσμου. Όλα εκεί είναι γραμμένα και από κει και μετά, τα άλλα, το τι σε επισκέπτεται και πώς μπορείς να το βολέψεις το ψάχνεις σε όλη σου τη ζωή. Απλώς, μεγαλώνοντας, ίσως κάνεις μια άλλη δουλειά, ειδικά από τη στιγμή που κάθε μέρα πέφτεις ηθικά, σαν χτυπημένο βομβαρδιστικό.
Κάποια στιγμή ωραία ζεις, αλλά, μεγαλώνοντας, σκοπός είναι να ζεις για τους άλλους, να μοιράζεσαι, να επιτελείς μια άλλη δουλειά από αυτήν της πρωταρχικής μάθησης. Αυτό συμβαίνει τα πρώτα σου χρόνια, στη γνωριμία σου με τον κόσμο, μετά ο κόσμος είσαι εσύ, εσύ είσαι υπεύθυνος να δεις τι του αφήνεις.
— Σε απασχόλησε ποτέ τι είσαι μέσα σε αυτήν τη δουλειά και τι αφήνεις, το αποτύπωμα;
Το αποτύπωμα με απασχόλησε κοσμικά μερικές φορές και ηλίθια, με τρόπο ναρκισσιστικό, όπως πολλούς ανθρώπους. Πρόκειται για ένα αυτοάνοσο που θεραπεύεται από μόνο του και αυτό που σε απασχολεί μετά τη θεραπεία είναι να γίνεις λίγο αληθινός. Τι σημαίνει αληθινός; Να αδειάζεις και να γεμίζουν όλα τριγύρω σου.
— Αν κοιτάξεις τη διαδρομή σου, πού έχεις φτάσει;
Α, δεν μου αρέσει αυτό! Η μάνα μου μού έλεγε, όταν έφευγα για ένα ταξίδι, μην κοιτάξεις πίσω, μη γυρνάς, οπότε… Αλλά, όσον αφορά τη διαδρομή, θέλω να φτάνω και σε ένα σημείο που θα πω «δεν έχω άλλο». Με τον Προμηθέα αυτή η μανία με έπιασε, να πω «ελάτε να το πάρουμε από αυτό το σημείο μαζί, να δούμε τι έχει συμβεί με αυτή την ιστορία, ποια είναι η διαδρομή».
— Ποιο είναι το κομμάτι του «Προμηθέα» που σε συνεπήρε; Μάλλον, τι θυμόσουν απ’ όταν τον είδες σε πιο παλιές παραστάσεις, τι κατάλαβες;
Κι αν τον είδα, δεν τον κατάλαβα, κι επίσης, ειδικά στην Επίδαυρο, όπου βλέπουμε τα αρχαία δράματα, εμείς συνήθως δεν κάνουμε θέατρο ‒και βάζω μέσα και τον εαυτό μου‒ κάνουμε παραστάσεις που μιμούνται άλλες παραστάσεις. Όμως, τον λόγο που κάνουμε τις παραστάσεις, το τι μας συμβαίνει και το τρόπο που συνδεόμαστε με το έργο, για να μην κάνουμε κάτι μουσειακό, δεν τον ψάχνουμε, συνήθως ψάχνουμε την ταυτότητα και την εθνική μας υπερηφάνεια.
Γι’ αυτό, κάθε φορά που κάνουμε αυτά τα έργα ένα πράγμα καταφέρνουμε ως καλλιτέχνες, να νικήσουμε, πράγμα εντελώς αντίθετο στη θεατρική πράξη και πολύ βλακώδες, τη στιγμή που το αληθινό ζητούμενο είναι το άδειασμα και η απόλυτη ήττα. Ο Προμηθέας δεν μου είχε μείνει στο μυαλό, δεν τον έφτανα, δεν τον καταλάβαινα, δεν τον προσέγγιζα.
— Τώρα εσύ τι θες να πεις από αυτά που λέει ο Προμηθέας;
Ο κόσμος αυτός αντηχεί τις κραυγές και τα κλάματα: αυτά τα έργα στέκουν σαν παιδιά απέναντί τους και τους λένε ότι μέσα από αυτά βλέπουν την ομορφιά. Είναι σαν να βλέπεις ένα δάσος την ώρα που καίγεται, που είναι μια εικόνα απίστευτης ομορφιάς και απίστευτης καταστροφής. Γι’ αυτά τα μικροπεριστατικά της ζωής, οι πυρκαγιές μέσα στη ζήση μας και οι σεισμοί, όταν δεν είσαι πια παιδί και δεν υπάρχει κανένας να σου πει «μη, θα πέσεις, θα καείς», όταν δεν υπάρχει καμιά προφύλαξη, γι’ αυτόν τον κόσμο μιλάει ο Προμηθέας, όπου τα φυσικά στοιχεία είναι αυτόνομα, έχουν όνομα και υπόσταση και τρόπο ζωής που πρέπει να τον καταλάβεις για να ζήσεις κι εσύ.
— Με αυτές τις τεράστιες φωτιές που ζήσαμε έχεις σκεφτεί ότι αυτό το δώρο του Προμηθέα στους ανθρώπους είναι που τον καταστρέφει κιόλας;
Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που έχει δοθεί μυθολογικά, αλλά για μένα, καλλιτεχνικά, είναι επίσης η φωτιά που σου δίνεται για να μπορέσεις να συνομιλήσεις και να περάσεις μπροστά. Σου δίνεται η ιστορία του παλιού κόσμου, τα μυστικά σήματα της φωτιάς και ο μυστικός δρόμος του κόσμου. Ο κόσμος είναι αρχαίος, τον βλέπεις γύρω σου. Όταν βλέπεις ηλικιωμένους ανθρώπους και τους κοιτάς καλά, είναι άνθρωποι με άλλη καταγωγή, άνθρωποι του παλιού κόσμου. Θυμάμαι μια φωτογραφία της Βάσως Μανωλίδου στα τελευταία της, που είχε στο πρόσωπό της χαρακιές, σαν να ήταν 5.000 ετών, μια τέτοια ιστορία.
Όταν κοιτάς πολλή ώρα κάτι σε κοιτάει κι αυτό και αυτό το σπουδαίο το συνδέεις αυτόματα με κάτι, σου θυμίζει έναν ελληνικό μύθο που, όπως και στον Προμηθέα, δεν έχει τέλος: τι σημαίνει γη, τι σημαίνει σκέψη, τι σημαίνει ουρανός; Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι μπήκαν σε ένα πηγάδι να τον μελετήσουν, να φτάσουν στο κέντρο της γης, στην ιστορία της ανθρωπότητας, που έχει και το παράπονο και το χιούμορ.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός μού έχει δώσει ένα βιβλίο του Ουγκό που περιέχει την ερωτική του επιστολή προς τον Αισχύλο. Είναι κάτι συγκλονιστικό αυτό που γράφει, ότι ο Αισχύλος δεν είναι ελληνικός αλλά παγκόσμιος. Πόσο τον αγαπάει, πόσο τον θαυμάζει και με πόση ιερότητα τον πλησιάζει, πώς βλέπει έναν Έλληνα που είχε μέσα του την αχανή ανατολή και μπορούσε να πετάει πάνω απ’ όλο τον κόσμο. Ξέρεις, βλέπουμε τον Αισχύλο ως έναν αυστηρό παππού, ενώ αυτός ήταν ένα ξωτικό, ένα πνεύμα που έφερε όλες τις ιστορίες του κόσμου. Γιατί ήταν αυτός που μπορούσε να κοιτάει ψηλά και πέρα από την ανατολή, από εκεί όπου γεννήθηκε ο κόσμος.
— Η αίσθηση της τραγωδίας πόσο αλλάζει όσο μεγαλώνουμε;
Θα σου πω μια ιστορία. Όταν ήμουν μικρός, πήγαμε σε μια θεία μου, σε ένα συμβολαιογραφείο, αυτά που είναι κάπως σκοτεινά και με τις κουρτίνες πάντα κλειστές και δεν ξέρεις αν έχει μπει ποτέ φως. Και περιμέναμε να έρθεις ένας γείτονας ογδόντα πέντε χρονών για ένα οικόπεδο. Χτυπάει το κουδούνι, στέκεται αυτός στην πόρτα και ρωτάει η θεία μου: «Τι γίνεται;». Και η πρώτη του κουβέντα ποια ήταν; «Τίποτα δεν γίνεται, αυτό που βλέπεις είναι».
Αυτή είναι η τραγωδία, αυτές οι σιωπές μας όταν στεκόμαστε, το άδειο που είναι η ζωή και το γεμίζεις στάλα στάλα, γιατί στην τραγωδία τα καλούπια είναι σωστά γεωμετρημένα, δεν ασχολείται η τραγωδία με τη φαύλη μας μορφή, με το αγοραίο ασχολείται η κωμωδία. Αυτή είναι η ομορφιά του Αισχύλου, αυτό φέρνει μέσα από τα απίστευτα ταξίδια, που δεν γίνονταν εκείνη την εποχή, αλλά εκείνος κατάφερε με τα έργα του, φτάνοντας εκεί όπου δεν μπορούσαν να πάνε ακόμα τότε οι άνθρωποι.
Προμηθέας
Από τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση - Κεντρική Σκηνή
10-30/10/21
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Παίζουν: Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.