ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ από δέκα χρόνια, λίγο αφότου είχε κυκλοφορήσει εδώ το μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού «Το απαραίτητο φως» (Ίκαρος) με «πρωταγωνιστή» έναν πολύτιμο πίνακα που δίνεται επί Κατοχής σε Γερμανό αξιωματούχο ως αντάλλαγμα για τη ζωή μιας Αθηναίας καταδικασμένης για την αντιστασιακή της δράση, τα διεθνή μέσα ασχολούνταν μ’ ένα σκάνδαλο ολκής: την υπόθεση Γκούρλιτ.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του γερμανικού «Focus», οι πίνακες που είχαν εντοπιστεί στο διαμέρισμα του υπερήλικα Κορνήλιου Γκούρλιτ στο Μόναχο αποτελούσαν μέρος της συλλογής του πατέρα του Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ. Εβραϊκής καταγωγής και αξιοσέβαστος τεχνοκριτικός πριν από την άνοδο του ναζισμού, ο τελευταίος κατά την περίοδο του Γ' Ράιχ είχε αποκτήσει μια πλειάδα έργων τέχνης από κυνηγημένους Εβραίους, σε εξευτελιστικές τιμές. Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, εμφανιζόταν ως σωτήρας των ομοθρήσκων του και προστάτης των «εκφυλισμένων» ζωγράφων και ουδέποτε λογοδότησε για οτιδήποτε.
Το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές είχαν κρατήσει κρυφή την ιστορία σχεδόν επί μία διετία στηλιτεύτηκε δεόντως από τον Ελληνοαμερικανό καθηγητή Ιστορίας Τζόναθαν Πετρόπουλος, συστηματικό μελετητή της σχέσης των εθνικοσοσιαλιστών με την τέχνη, ο οποίος κλήθηκε από όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία να σχολιάσει την υπόθεση.
Στο βιβλίο του «The Faustian Bargain» («Το παζάρι του Φάουστ»), ο Πετρόπουλος είχε επιχειρήσει να συλλάβει την ψυχολογία εκείνων των ιστορικών τέχνης, των επιμελητών εκθέσεων, των κριτικών ή των διευθυντών μουσείων που πούλησαν την ψυχή τους στους ναζί, διψασμένοι για αναγνώριση, πλούτο και εξουσία, και οι οποίοι στη συνέχεια όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά ανακατέλαβαν τα πόστα που είχαν πριν από τον πόλεμο.
Μολονότι βασισμένο σε ιστορικές πληροφορίες, το «Απαραίτητο φως» δεν θυμίζει εγκυκλοπαιδικό ανάγνωσμα. Με τις πιο απλές λέξεις του κόσμου, η Παπαλιού αφηγείται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες –η μία σύγχρονη, η άλλη από τα χρόνια του '40– και, κρατώντας αμείωτο το σασπένς, φωτίζει το μυστήριο που καλύπτει τα ίχνη ενός χαμένου πίνακα.
Το «Faustian Bargain» είχε σταθεί «πραγματική πηγή έμπνευσης» για την Παπαλιού όσο έγραφε το «Απαραίτητο φως», ενώ χρήσιμο της φάνηκε και το –επίσης αμετάφραστο στα ελληνικά– «The lost museum» του πορτορικανικής καταγωγής Αμερικανού ιστορικού Έκτορ Φελιτσιάνο, με άφθονες μαρτυρίες Εβραίων, οι περιουσίες των οποίων λεηλατήθηκαν από τους ναζί. Ως προς την πολιτιστική λεηλασία, στην Ελλάδα δεν είχαμε ανάλογα περιστατικά.
Έργα τέχνης σαν αυτά που ανακαλύφθηκαν στο Μόναχο θα μπορούσαν να έχουν αρπάξει οι Γερμανοί επί Κατοχής και από Εβραίους στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και τη Ρόδο, αλλά καμμιά σχετική καταγγελία δεν έχει αναφερθεί στο Ισραηλιτικό Συμβούλιο μέχρι σήμερα. Εκείνο, άλλωστε, που συνδέει ουσιαστικά τα παραπάνω επιστημονικά έργα με το μυθιστόρημα της Παπαλιού είναι η ατμόσφαιρα μιας ταραγμένης εποχής και η αξία που παίρνει ένα αντικείμενο όταν αποτελεί το μοναδικό στοιχείο που σε συνδέει με το χαμένο παρελθόν σου.
Ογκώδες –πάνω από 600 σελίδες– και με πλοκή αριστοτεχνικά δομημένη, το «Απαραίτητο φως» διαδραματίζεται κυρίως στην Κατοχή, ενώ τα πλοκάμια του απλώνονται από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες μιας ομάδας πρωτοπόρων Σκοτσέζων ζωγράφων του 19ου αιώνα ως αυτές των εκπροσώπων της Γενιάς του '30, και από τη δράση ελληνικών και βρετανικών αντιστασιακών οργανώσεων ως τις αναζητήσεις έργων τέχνης που κλάπηκαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μολονότι βασισμένο σε ιστορικές πληροφορίες, το «Απαραίτητο φως» δεν θυμίζει εγκυκλοπαιδικό ανάγνωσμα. Με τις πιο απλές λέξεις του κόσμου, η Παπαλιού αφηγείται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες –η μία σύγχρονη, η άλλη από τα χρόνια του '40– και, κρατώντας αμείωτο το σασπένς, φωτίζει το μυστήριο που καλύπτει τα ίχνη ενός χαμένου πίνακα.
Φιλοδοξία της ήταν να εξερευνήσει ουσιαστικά το χάσμα ανάμεσα σ' αυτά που συμβαίνουν και σε αυτά που μεταφέρονται έπειτα γραπτά ή προφορικά, τις σχέσεις της απώλειας με τη μνήμη, τους εύθραυστους δεσμούς που ενώνουν το παρελθόν με το σήμερα. Κι έπειτα από τριάμισι χρόνια δουλειάς, υπό την πειθαρχία που είχε αποκτήσει ως πρωταθλήτρια της ιππασίας στην εφηβεία της, τα κατάφερε.
Το «Απαραίτητο φως» ανοίγει με την άφιξη από την Οξφόρδη στην Αθήνα της ανθρωπολόγου Λουίζας Λασκαράτου, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με το τελευταίο «μήνυμα» που πρόλαβε να της αφήσει ο πατέρας της πριν από τον ξαφνικό θάνατό του: μια φωτογραφία με τη μοναδική αυτοπροσωπογραφία του φημισμένου Σκοτσέζου ζωγράφου που ήταν ο προπάππος της. Μια φωτογραφία όπου, πέρα από τον πίνακα, απαθανατίζεται σε νεαρή ηλικία και η γιαγιά της ηρωίδας, η Λουίζ Χατζηλουκά, επίσης ζωγράφος, μαθήτρια –μυθιστορηματική αδεία– του Παρθένη προπολεμικά και γητεμένη από το αττικό φως ως το μεδούλι, η οποία είχε εκτελεστεί από τους Γερμανούς παραμονές των Δεκεμβριανών, με την κατηγορία της κατασκοπείας.
Παιδί χωρισμένων γονιών, με απέχθεια προς τη μητέρα της και ανομολόγητη αδυναμία στον πατέρα της, τον οποίο δεν είχε χορτάσει ποτέ της, η Λουίζα Λασκαράτου κουβαλά σαν φυλαχτό την ιστορία του συγκεκριμένου πίνακα. Την άκουγε μικρή από τα χείλη του μπαμπά της αντί γι' άλλο παραμύθι, μαθαίνοντας έτσι και την πολυκύμαντη ιστορία των προγόνων της με τις σκοτσέζικες και μικρασιάτικες ρίζες. Όπως σύντομα θα διαπιστώσει, η ιστορία του εξαφανισμένου από το '44 πίνακα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκτέλεση της γιαγιάς της.
Και με τη βοήθεια ενός νεαρού δικηγόρου που λάτρευε να μισεί, επειδή θεωρούσε ότι καρπωνόταν την αγάπη του πατέρα της που της αναλογούσε, θα ριχτεί σε μια περιπέτεια που θα κλονίσει όλες τις βεβαιότητες που έτρεφε. Το «ηρωικό» παραμύθι των παιδικών της χρόνων θ' αποδειχτεί πως φέρει πολλές σκιές. Η αποκάλυψη όμως της αλήθειας θα τη λυτρώσει.
Η Ντορίνα Παπαλιού ανήκει σε μια «ανιστόρητη γενιά» ως προς τα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Κατάλαβε, εν τούτοις, πως «αν είχες ψυχή, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνεις ουδέτερος εκείνα τα χρόνια. Το στρατόπεδο που διαλέγει κανείς εξαρτάται κυρίως από τα βιώματά του». Η αστικής καταγωγής Λουίζ Χατζηλουκά, η ηρωίδα με την οποία ταυτίζεται περισσότερο η ίδια, από το ξέσπασμα κιόλας του ελληνοϊταλικού πολέμου παραμερίζει τη ζωγραφική και διοχετεύει όλη της την ενέργεια στη φροντίδα των τραυματισμένων φαντάρων στο νοσοκομείο που είχε στηθεί στους χώρους του Αρσακείου.
Εκεί είναι που θα γνωρίσει έναν άντρα αλεξανδρινής καταγωγής που διατηρεί επαφές με τη βρετανική οργάνωση SOE και με κίνδυνο της ζωής της θα τον βοηθήσει στην αντιστασιακή του δράση. Η ερωτική έλξη που νιώθουν μεταξύ τους έρχεται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις απαιτήσεις του αγώνα, αλλά το γαλάζιο βλέμμα της Χατζηλουκά στην περίφημη φωτογραφία, όπου ποζάρει μπροστά στην αυτοπροσωπογραφία του παππού της, αυτό τον άντρα αντικρίζει. Και είναι –αλίμονο– αυτό το βλέμμα, πειστήριο του έρωτά της, που θα την οδηγήσει μια ώρα αρχύτερα στο απόσπασμα...
Η αναζήτηση του χαμένου πίνακα στο «Απαραίτητο φως» είναι το ιδανικό όχημα για να ταξιδέψουμε στη Γλασκώβη, στη Σμύρνη, στην κατοχική Αθήνα, αλλά και στην Αρλ, όπου και το «κίτρινο σπίτι» του Βαν Γκογκ, να προσεγγίσουμε το αίτημα της αυθεντικότητας στην τέχνη, αλλά και το αίτημα της αγάπης που εκφράζουν σχεδόν όλοι οι ήρωες του βιβλίου, και να ευχηθούμε να μη ζήσουμε ποτέ ξανά τόσο βίαιους καιρούς σαν αυτούς που ζωντανεύει η Παπαλιού με τη λιτή, κινηματογραφική γραφή της. Είναι ν’ απορεί κανείς που το βιβλίο της δεν έχει μεταφερθεί ακόμη στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη.
Με σπουδές νευροβιολογίας, ιστορίας και ανθρωπολογίας στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, η Ντορίνα Παπαλιού, εκτός από το «Απαραίτητο φως», έχει πίσω της αρκετές ιστορίες για παιδιά, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σαν κόμικς, το «Γκάτερ» (Κέδρος), ενώ το τρίτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Η φωνή στα χέρια της» θα κυκλοφορήσει φέτος και πάλι από τον Ίκαρο.