ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ φορά ίσως που οι κινητοποιήσεις των αγροτών δεν έχουν μόνο τα χαρακτηριστικά των καθιερωμένων μπλόκων που για δεκαετίες βλέπαμε σχεδόν κάθε χρόνο. Πέρα από τα επιμέρους αιτήματα, στο επίκεντρο των αγροτικών διεκδικήσεων βρίσκεται η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ)· οι αγρότες ζητούν από την κυβέρνηση την αναβολή της εφαρμογής της και την επαναδιαπραγμάτευσή της.
Είναι πολύ δύσκολο αυτές τις μέρες, που ενισχύονται τα μπλόκα στις εθνικές οδούς, να βρει κανείς αγρότες που να κομματικοποιούν την κουβέντα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Αντίθετα, διακρίνει κανείς μια υπαρξιακή αγωνία για το μέλλον της πρωτογενούς παραγωγής, η οποία βέβαια συνδέεται με τη δική τους επιβίωση.
«Κουρεμένες» ενισχύσεις
Πέρα από τα επιμέρους αιτήματα, ο συγχρονισμός των κινητοποιήσεων με αυτές των αγροτών σε άλλες χώρες της Ευρώπης δεν ήταν τυχαίος. Η εξέγερσή τους στην Ευρώπη ξεκίνησε ταυτόχρονα, όταν στο τέλος του χρόνου το τελικό τσεκ της ετήσιας βασικής ενίσχυσης που πήραν στα χέρια τους ήταν μειωμένο έως και 40%, λόγω των νέων προβλέψεων της ΚΑΠ.
«Ναι στην προστασία του περιβάλλοντος, ναι στην πράσινη ανάπτυξη, κι εμείς τα θέλουμε, αλλά όχι εις βάρος του το ότι εγώ, ο αγρότης, παράγω για να είμαι αυτάρκης».
«Το πρόβλημα δημιουργείται γιατί "κουρεύονται" οι άμεσες επιδοτήσεις και η εξέγερση εξελίσσεται σ' αυτό που λέμε "δυτική Eυρώπη", στον σκληρό πυρήνα», λέει στη LiFO o Δημήτρης Μπιλάλης, καθηγητής και διευθυντής του εργαστηρίου Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. O καθηγητής εξηγεί ότι «την τρέχουσα περίοδο της νέας ΚΑΠ εφαρμόζεται αυτό που λέμε εξωτερική σύγκληση. Οι χώρες της δυτικής Eυρώπης παίρνουν επιδότηση ανά στρέμμα 50 ευρώ, ενώ χώρες της τέως ανατολικής Ευρώπης, που είναι τώρα στην Ευρώπη, όπως η Λιθουανία και η Λετονία, παίρνουν 10-11 ευρώ το στρέμμα.
Αυτό δημιουργεί μια οικονομική και κοινωνική ανισότητα, δεν αντιμετωπίζονται οι αγρότες αυτών των χωρών με την αρχή δικαίου που θέλει να δείξει η Ε.Ε. Άρα, λοιπόν, τι έκανε; Μείωσε τις άμεσες ενισχύσεις στις δυτικές χώρες και ενίσχυσε τις λεγόμενες ανατολικές, τα νέα κράτη δηλαδή. Οι αγρότες, λοιπόν, χάνοντας μέρος των ενισχύσεων συν την περιβαλλοντική πολιτική και την αλλαγή της αξίας χρήσης ενέργειας, αύξησε το κόστος παραγωγής στις δυτικές χώρες. Εξού και η αναστάτωση».
Η πράσινη ΚΑΠ και ο αθέμιτος ανταγωνισμός
Η νέα ΚΑΠ που θα ισχύει μέχρι το 2027 είναι καθαρά πράσινης αρχιτεκτονικής. Οι ενισχύσεις των αγροτών θα συνδέονται με εννέα συγκεκριμένες απαιτήσεις που έχουν πράσινο προσανατολισμό και η εφαρμογή τους θα είναι υποχρεωτική.
Η αιρεσιμότητα, όπως ονομάζεται αυτό το πλαίσιο των υποχρεωτικών απαιτήσεων, περιλαμβάνει εννέα πρότυπα Καλής Γεωργικής και Περιβαλλοντικής Κατάστασης (ΚΓΠΚ) που κουμπώνουν με τους περιβαλλοντικούς και τους κλιματικούς στόχους της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας, η οποία προβλέπει δραστική μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος στον πρωτογενή τομέα.
Κάθε γεωργός και κτηνοτρόφος που δεν εφαρμόζει τα πρότυπα αυτά θα βρίσκεται αντιμέτωπος με διοικητικές κυρώσεις, με μείωση και ποινές αποκλεισμού από τις επιδοτήσεις. Οι αγρότες υποστηρίζουν ότι όλα αυτά τα πράσινα μέτρα που εντάσσουν τη λογική της αειφορίας στη γεωργική παραγωγή και στην κτηνοτροφία απαιτούν κοστοβόρες αλλαγές στο μοντέλο της καλλιέργειας.
Την ίδια στιγμή όμως, όπως λένε, έρχονται αντιμέτωποι με τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τις αθρόες εισαγωγές από τρίτες χώρες, στις οποίες δεν υπάρχουν αυτοί οι περιορισμοί: «Ναι στην προστασία του περιβάλλοντος, ναι στην πράσινη ανάπτυξη, κι εμείς τα θέλουμε, αλλά όχι εις βάρος του ότι εγώ, ο αγρότης, πρέπει να παράγω για να είμαι αυτάρκης», λέει στη LiFO ο Χρήστος Σιδηρόπουλος, αγρότης συνδικαλιστής από τη Λάρισα που πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις. Υποστηρίζει ότι δεν μπορεί η Ευρώπη «να βάζει σ' εμένα νέους, πιο αυστηρούς, πράσινους περιορισμούς» και την ίδια στιγμή «να παίρνουν προϊόντα από την Αίγυπτο, την Τουρκία. Δηλαδή τι κάνουν; Επειδή τα βρίσκουν φθηνά στην Τουρκία και στην Αίγυπτο, που δεν τηρούν κανόνες φυτοπροστασίας, τα φέρνουν στην Ελλάδα, στην Ευρώπη να τα φάνε οι χαζοί και οι αγρότες να γίνουν φτωχοί. Αυτό είναι το νόημα της νέας ΚΑΠ. Είναι ανατροπή της παραγωγής και της αυτάρκειας».
Οι αγρότες ζητούν αναβολή στην εφαρμογή της ΚΑΠ και επαναδιαπραγμάτευση: «Στην αναβολή της ΚΑΠ η κυβέρνηση δεν είναι μόνη της, είναι σύμμαχος με την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία. Ο πρωθυπουργός ήδη έχει συμμάχους ώστε να ζητήσει χρόνο και στη συνέχεια θα προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις, αλλά με δεδομένα πραγματικά, όχι με αυτά κάποιου γραφειοκράτη που μας ζητάει να φύγουμε από την ντομάτα και το βαμβάκι στον Θεσσαλικό Κάμπο», αναφέρει ο Χ. Σιδηρόπουλος.
Η εναλλαγή των καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι είναι ένα από τα πρότυπα «καλής γεωργικής πρακτικής» που βάζει η νέα ΚΑΠ: «Η εναλλαγή των καλλιεργειών, όμως, χρειάζεται αλλαγή μηχανημάτων. Ένας αγρότης που μπήκε στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα πήρε τρακτέρ, μηχανήματα και εξοπλισμό για μια συγκεκριμένη καλλιέργεια και τώρα η νέα ΚΑΠ του λέει "άλλαξε" – και πρέπει να αλλάξει εξοπλισμό. Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό στην Ελλάδα;» αναρωτιέται.
Επειδή οι αντιδράσεις είναι έντονες και συντονισμένες σε όλη την Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέτρεψε ήδη κάποιες παρεκκλίσεις στους κανόνες της ΚΑΠ. Μία από αυτές αφορά την υποχρέωση των αγροτών να κρατάνε κάποια χωράφια μη παραγωγικά, δηλαδή σε αγρανάπαυση. Αυτή η παρέκκλιση επιτεύχθηκε με την παρέμβαση της Γαλλίας, την οποία στήριξε και η Ελλάδα. Το 2024 οι αγρότες θα μπορούν να καλλιεργούν χωράφια που θσ έπρεπε να παραμείνουν σε αγρανάπαυση και να πάρουν τις αντίστοιχες ενισχύσεις. Το μέτρο αφορά 1,5 εκατ. στρέμματα και περίπου 130.000 γεωργούς. Αλλά για τους γνωρίζοντες είναι σταγόνα στον ωκεανό, που δεν κάνει τη διαφορά.
Το Βατερλό των eco schemes
Το χαμένο εισόδημα των αγροτών θα μπορούσε να ενισχυθεί από τα eco schemes (οικολογικά σχήματα). Τα οικολογικά σχήματα είναι ένα μέτρο της νέας ΚΑΠ που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2023 και ήταν, σύμφωνα με τους αγρότες, πανωλεθρία· οι αγρότες βρέθηκαν διπλά χαμένοι. Τα eco schemes είναι το νέο μέτρο που ήρθε να αντικαταστήσει το παλιό πρασίνισμα, μια πρόσθετη ενίσχυση στους δικαιούχους της βασικής, δηλαδή στους επαγγελματίες αγρότες που εφάρμοζαν επωφελείς για το περιβάλλον γεωργικές πρακτικές.
Παρά πολλοί αγρότες δεν κατάφεραν να μπουν σε κάποια από τις έξι κατηγορίες των επιδοτήσεων των πράσινων σχημάτων, ενώ όσοι τα κατάφεραν ακολούθησαν τις οδηγίες εξειδικευμένου συμβούλου: «Οι άνθρωποι που σχεδιάσαν αυτό το μέτρο και έκαναν αυτόν τον προγραμματισμό θα πρέπει να μην έχουν πατήσει ποτέ σε χωράφι ή μαντρί», λέει στη LiFO ο Παναγιώτης Πεβερέτος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας. Κατά τη διαδικασία εφαρμογής, όπως μας λέει, επικράτησε ένα αλαλούμ: «Οι τελευταίες διευκρινιστικές εγκύκλιοι για τα οικολογικά σχήματα βγήκαν τον Σεπτέμβριο, όταν ήδη είχαμε κάνει τις δηλώσεις. Έπρεπε, λοιπόν, να αλλάξουμε πράγματα και έδιναν παράταση δέκα ημέρες».
Υποστηρίζει ότι ήταν «ένα εντελώς καινούργιο μέτρο που δεν τον ήξεραν καλά καλά ούτε αυτοί που πηγαίναμε και κάναμε τις αιτήσεις ΟΣΔΕ», δηλαδή αυτές που καταθέτουν οι αγρότες για να υπαχθούν σε καθεστώς επιδοτήσεων. Υποστηρίζει ότι από τον Μάιο ο σύνδεσμος που εκπροσωπεί ζητούσε «να μην εφαρμοστεί την πρώτη χρονιά αυτό το νέο σύστημα. Να πληρωθούν οι άνθρωποι με το πρασίνισμα, να θεωρηθεί μεταβατική περίοδος η πρώτη χρονιά, έτσι ώστε να προσαρμοστούμε», αναφέρει.
Διπλά χαμένοι
Η γενική εικόνα από την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ είναι αποκαρδιωτική κατά τον Π. Πεβεράτο. Για τους αγρότες, όπως λέει, τίθεται ξεκάθαρα θέμα επιβίωσης, καθώς σήμερα βρίσκονται διπλά χαμένοι. «Κατάργησαν την πράσινη επιδότηση, η οποία ήταν περίπου το 40% της βασικής, και έφεραν τα πράσινα σχήματα, στα οποία λίγοι κατάφεραν να μπουν». Αναφέρει ότι τα χρήματα που θα χάσουν οι αγρότες «αν δεν διορθωθούν πράγματα, υπολογίζεται σε ποσοστό από 22% έως και 50%. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Όταν ο αγρότης είχε υπολογίσει να πάρει επιδότηση 10.000, τώρα θα πάρει 5.000-6.000. Εκείνοι έχουν υπολογίσει να πληρώσουν τα λιπάσματα με αυτό το ποσό, εμείς τις ζωοτροφές και, ξαφνικά, όλος αυτός προγραμματισμός αλλάζει».
Η διαβούλευση με στελέχη και όχι με τους αγρότες
Από τις συζητήσεις με τους αγρότες καταλαβαίνουμε ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν ήξεραν τι τους περίμενε. Το εθνικό σχέδιο της Ελλάδας για την ΚΑΠ, η εθνική στρατηγική, όπως λέγεται, εγκρίθηκε από την Κομισιόν τον Νοέμβριο του 2022 και άρχισε να εφαρμόζεται το 2023. Το ερώτημα είναι γιατί ξεσηκώθηκαν τώρα και όχι τότε. Διαβούλευση θα έπρεπε να υπάρξει και πριν από την οριστική διαμόρφωση της εθνικής στρατηγική, επίσης. Προηγήθηκαν ημερίδες σε όλες τις περιφέρειες, οι αγρότες όμως υποστηρίζουν ότι έμειναν εκτός: «Για την ΚΑΠ η Ε.Ε. είπε: "Θα δώσω συγκεκριμένα χρήματα και θα βάλω κάποιες γενικές γραμμές. Το πώς θα την εφαρμόσετε εσείς στη χώρα σας το αποφασίζετε οι ίδιοι". Και μάλιστα έβαλε έναν βασικό όρο: "Προτού την αποφασίσετε, να έρθετε σε συνεννόηση, σε διαβούλευση, μ' αυτούς που θα κληθούν να την εφαρμόσουν. Αυτό όμως δεν έγινε», λέει ο Π. Πεβερέτος. «Δεν έγινε ούτε με τη δική μας ομοσπονδία, ούτε με των νέων αγροτών, ούτε με τις άλλες οργανώσεις που έχουμε. Δεν μας φώναξαν ποτέ», υποστηρίζει.
«Είχαμε δύο χρόνια Covid, οι συσκέψεις που γίνονταν για τη συζήτηση και τον διάλογο γίνονταν σε αίθουσες πολύ μικρές, με μικρή συμμετοχή, σε αντίθεση με τη διαβούλευση των περασμένων ΚΑΠ, η οποία γινόταν σε μεγάλα ξενοδοχεία, με διεύρυνση των συζητήσεων, τμηματικά, ανά προϊόν κ.λπ.», αναφέρει ο Χ. Σιδηρόπουλος. Όπως λέει μάλιστα, άλλα ειπώθηκαν και άλλα έγιναν: «Εάν ανοίξω τις σημειώσεις τις κομματικές, με αυτά που μας ενημέρωναν από το υπουργείο ότι θα συμβούν, θα πάθεις σοκ. Τίποτα δεν έχει γίνει», λέει ο Χ. Σιδηρόπουλος.
Ο Π. Μπιλάλης λέει: «Πολλοί δεν είδαν τι ερχόταν. Η πολιτική ηγεσία το ήξερε, αλλά δεν κατάφερε τόσα χρόνια να ενημερώσει τους παραγωγούς ώστε να εφαρμόσουν μέτρα περισσότερα φιλοπεριβαλλοντικά για να καλύψουν το χαμένο εισόδημα από άλλες ενισχύσεις, όπως τα eco schemes». Τα τελευταία, όπως υποστηρίζει, δεν είναι ανακάλυψη της Ελλάδας ή της Ε.Ε. τα τελευταία τρία χρόνια, «υπάρχουν στην εργαλειοθήκη του ΟΑΣΑ από το 2001/2002».
Ο Π. Μπιλάλης πιστεύει ότι οι αγρότες θα έπρεπε να είναι συνδιαμορφωτές της ΚΑΠ, κάτι που δεν συνέβη στην Ελλάδα: «Γιατί, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό Βορρά ή και την Κεντρική Ευρώπη, δεν έχουμε συνεταιριστικό κίνημα που να εκφράζει τον λόγο των αγροτών. Κανένας αγρότης από μόνος του ή, έστω, μία ομάδα αγροτών δεν έχει ισχυρή φωνή ώστε να συμμετάσχει στη σύνταξη του στρατηγικού σχεδίου για τη γεωργική ανάπτυξη της χώρας, η οποία περιορίζεται στις βασικές στρατηγικές που δίνει η ΚΑΠ».
Τα βλέμματα στραμμένα στον πρωθυπουργό
Αναμφίβολα οι αγρότες έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη που από την αρχή κράτησε μια στάση ήπια και διαλλακτική, αφήνοντας τα κανάλια επικοινωνίας ανοιχτά, παρόλο που δεν φαίνεται ξεκάθαρα θετικός στο να ικανοποιήσει όλα τα αίτηματά τους. «Όλα τα μπλόκα σε όλη την Ελλάδα είναι ενωμένα, έχουν αιτήματα πλέον, είναι συγκεκριμένα και περιμένουμε τον πρωθυπουργό. Πιστεύουμε ότι θα την κάνει την κίνηση, αλλά πρέπει να την κάνει σύντομα. Δεν πρέπει να χάσουμε χρόνο», είπε στη LiFO o Χ. Σιδηρόπουλος που είναι ένας«γαλάζιος» αγροτοσυνδικαλιστής, και φαίνεται να δικαιώνεται, αφού το ραντεβού, τελικά, κλείστηκε. Από τα λεγόμενά του, πάντως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι αγρότες περιμένουν πολλά από αυτήν τη συνάντηση και θυμίζουν τη στήριξη που έδωσαν στην κυβέρνηση στις τελευταίες εκλογές: «Η ΝΔ διόρθωσε πολλά πράγματα στον αγροτικό κόσμο», γι' αυτό και οι «επαγγελματίες αγρότες έδωσαν 48% στη ΝΔ και τον Μητσοτάκη», προσθέτει ο Χ. Σιδηρόπουλος
Αντίθετα, με τον αρμόδιο υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα σύγκρουσης μετά τις δηλώσεις που έκανε ότι οι κινητοποιήσεις είναι κομματικά υποκινούμενες: «Ο κ. Αυγενάκης πρέπει πρώτα να ζητήσει συγγνώμη από τους αγρότες, που τους χαρακτηρίζει υποκινούμενους», λέει.
Όλες αυτές τις ημέρες που στήνονται τα μπλόκα στις εθνικές οδούς η κυβέρνηση στέλνει το μήνυμα ότι οι αποκλεισμοί και τα τρακτέρ στους δρόμους δεν βοηθάνε: «Ο ανοιχτός διάλογος γίνεται με ανοιχτούς δρόμους», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η κυβέρνηση έχει αντιπαραβάλει όλα όσα ήδη έχει δώσει στους αγρότες, τονίζοντας ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια για παροχές έχουν εξαντληθεί. Αυτά που έχει δώσει, όμως, θεωρούνται ανεπαρκή και λίγα:« Δεν θέλουμε να γίνουμε πλούσιοι. Θέλουμε να συνεχίσουμε να παράγουμε. Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, με συγχωρείτε, αλλά είναι τόσο μικρά που δεν απαντάνε στο πολύ μεγάλο πρόβλημα που έχουμε. Γι' αυτό ζητάμε δεύτερο ημίχρονο. Είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε με τον πρωθυπουργό, όταν όμως ανοίξει τις πόρτες του υπουργείου Οικονομικών», λέει ο Π. Πεβερέτος.
Μείωση του κόστους παραγωγής
Εκτός από την αναβολή της ΚΑΠ, στις διεκδικήσεις των αγροτών που βρίσκονται στην κορυφή είναι μέτρα που θα μειώσουν το κόστος παραγωγής. Ανάμεσα σ' αυτά που ζητάνε είναι το αφορολόγητο αγροτικό πετρέλαιο και πλαφόν 7 λεπτά στην κιλοβατώρα στο ρεύμα: «Το δικαίωμά μας να ζητήσουμε αφορολόγητο πετρέλαιο στην αντλία η κυβέρνηση το μετέφρασε σε 80 εκαρομμύρια, δηλαδή 260.000 αγρότες κατά κύριο επάγγελμα θα πάρουν έναν μέσο μέσο όρο 330 ευρώ. Είναι υπέρ των αγροτών και των κτηνοτρόφων αυτά τα ποσά;» διερωτάται ο Χ. Σιδηρόπουλος, υποστηρίζοντας ότι το ποσό της επιστροφής των χρημάτων από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης του αγροτικού πετρελαίου και για το 2024 που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός πριν από μερικές μέρες δεν πρόκειται να βοηθήσει ουσιαστικά τους αγρότες: «Εμείς δεν λέμε να πάρουμε χρήματα που δεν δικαιούμαστε. Ζητάμε αφορολόγητο πετρέλαιο από την αντλία ξεκάθαρα και δίκαια, όπως γίνεται στην Κύπρο». Αλλά και η μείωση 10% στο ρεύμα θεωρείται ανεπαρκές μέτρο: «Οταν λέει 10% μείωση στο ρεύμα, εννοεί τα 17-18 λεπτά που πληρώνουμε την κιλοβατώρα να γίνουν 16. Δεν είναι προτάσεις αυτές σε ένα αγρότη που με δυσκολία παράγει, με δυσκολία πουλάει».
Πώς γίνονται οι ελληνοποιήσεις
Πέρα από τη μείωση των βασικών ενισχύσεων, οι αγρότες βρίσκονται αντιμέτωποι με τον αθέμιτο ανταγωνισμό της εισαγωγής προϊόντων από τρίτες χώρες, τα οποία πωλούνται στην αγορά πολύ φθηνότερα και πολλές φορές ως ελληνικά προϊόντα. Γι' αυτό και ανάμεσα στα αιτήματα που βάζουν μπροστά οι αγρότες είναι η λήψη μέτρων και πρόσθετων ελέγχων για να σταματήσουν οι ελληνοποιήσεις προϊόντων: «Οι ελληνοποιήσεις μάς κατατρώνε και τα προϊόντα που έρχονται από την Αίγυπτο, την Τουρκία ή τη Βουλγαρία είναι πάρα πολλά», λέει ο Π. Πεβερέτος. «Οι πολίτες έχουν εμπιστοσύνη στα ελληνικά προϊόντα, αλλά πού να τα βρούν; Γι' αυτό ζητάνε ελληνικό μοσχάρι π.χ. Πού να το βρουν όμως το ελληνικό μοσχάρι, όταν μόνο το 15% του ελληνικού μοσχαρίσιου κρέατος παράγεται στην Ελλάδα; Το υπόλοιπο έρχεται από τη Γαλλία και αλλού», αναφέρει.
Πώς γίνονται όμως αυτές οι ελληνοποιήσεις που είναι τόσο μεγάλη «γάγγραινα» για τον αγροτικό κόσμο: «Ένα απλό παράδειγμα», όπως λέει ο κ. Πεβερέτος, «είναι ότι αγοράζουν ένα ελληνικό μοσχάρι τον μήνα, κρατάνε το τιμολόγιο και με το ίδιο πουλάνε άλλα πέντε».
Για το γάλα λέει ότι «μπορεί να έρθει γάλα πρόβειο από το εξωτερικό, από τη Ρουμανία ή τη Βουλγαρία. Μ' αυτό το, όμως, δεν μπορεί να φτιαχτεί φέτα, γιατί η φέτα είναι ελληνικό προϊόν ΠΟΠ και γίνεται μόνο από ελληνικό αιγοπρόβειο γάλα. Τι κάνουν αυτοί; Φέρνουν το γάλα και το κάνουν ελληνικό με τη συμμετοχή κάποιων επίορκων κτηνοτρόφων. Δηλαδή πιάνω εγώ 50 τόνους γάλα, γράφω ότι έπιασα εκατό και κόβω τιμολόγιο για εκατό. Εάν γίνει ο έλεγχος, ο μεταποιητής θα πει ότι το γάλα που πήρα είναι 100 τόνοι και έφτιαξα 25 τόνους φέτα. Γιατί με 4 κιλά γάλα αιγοπρόβειο γάλα φτιάχνεις ένα κιλό φέτα, οπότε φαίνεται καλυμμένος» .
Ο πρόεδρος του ΣΕΚ παραδέχεται ότι «γίνεται μια προσπάθεια, έχουν ξεκινήσει έλεγχοι, κι αυτό είναι πολύ θετικό». Ωστόσο «οι ελεγκτές είναι λίγοι και πολύ δύσκολα θα τα βγάλουν πέρα».
«Πουλάμε δέκα, ο καταναλωτής αγοράζει 50»
Το χάσμα από το χωράφι στο πιάτο είναι τεράστιο και δεν είναι μόνο πρόβλημα για τους καταναλωτές αλλά και για τους αγρότες: «Είμαστε εξαθλιωμένοι, δεν μπορούμε να παράγουμε. Είναι πολλαπλάσια η διαφορά των τιμών που πουλάμε τα προϊόντα μας από αυτές που έχει η αγορά. Εμείς πουλάμε δέκα, ο καταναλωτής αγοράζει 50. Ευνοούνται περισσότερο τα προϊόντα από το εξωτερικό και με τη μείωση των επιδοτήσεων, τη μείωση της τιμής του γάλακτος και του κρέατος που πουλάμε εμείς απλώς δεν βγαίνουμε».
Το προϊόν, όπως λένε, αλλάζει τέσσερα χέρια μέχρι να φτάσει στους καταναλωτές. Είναι το αιώνιο πρόβλημα της χώρας, «από την εποχή του Παπανδρέου ακόμη που είχε πει ότι θα δώσουμε τη "μάχη του τελάρου", να πηγαίνουμε δηλαδή τα προιόντα απευθείας στη Λαχαναγορά, να μην υπάρχουν μεσολαβητές. Απέτυχε και αυτό».
Για τους ελέγχους και τα μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «γίνεται μια προσπάθεια, δεν θέλω να την υποτιμήσω. Αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν λαμβάνονται τα μέτρα που θα έπρεπε «ώστε να χτυπηθεί αποτελεσματικά αυτή η Λερναία Ύδρα».
Γιατί η έλλειψη εργατών εκτινάσσει το κόστος των προϊόντων
Ένα ακόμη ζήτημα το οποίο εκτινάσσει το κόστος των αγροτικών προϊόντων, όπως υποστηρίζει ο Π. Πεβερέτος, είναι η έλλειψη εργατών γης: «Δεν έχουμε εργάτες, γι' αυτό και πολλοί κτηνοτρόφοι αναγκάζονται να μειώσουν τα κοπάδια τους. Το ίδιο πρόβλημα έχουν και στη φυτική παραγωγή». Υποστηρίζει ότι η ισχνή φετινή παραγωγή ελαιόλαδου διασώθηκε ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο; «Φέτος δεν είχαμε πολλές ελιές. Τι θα γίνει αν του χρόνου είναι μεγάλη η λαδιά; Απλώς δεν θα μαζευτούν οι ελιές, θα πωλούν, όπως και τώρα, οι παραγωγοί το λάδι κατά μέσο όρο 9 ευρώ το κιλό κι εσείς θα το παίρνετε 20».
Τα αιτήματα των αγροτών
Αργά το βράδυ της Τετάρτης εστάλη επιστολή στον πρωθυπουργό με τα αιτήματα των αγροτών, τα οποία καθορίστηκαν στην πανελλαδική σύσκεψη των μπλόκων. Για τον πρόεδρο της Ένωσης Νέων Αγροτών, Νίκο Παυλονάσιο, όλα είναι τα αιτήματα είναι κυρίαρχα και όλα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. «Το κόστος παραγωγής, που έχει εκτιναχτεί, οι προβλέψεις της ΚΑΠ, η τεράστια γραφειοκρατία στην καταβολή των πληρωμών, η μείωση των ενισχύσεων. Για μένα δεν υπάρχουν προτεραιότητες, τα ζητήματα είναι πολλά και είναι όλα επείγοντα. Η κατάσταση είναι τραγική, ειδικά για εμάς τους αγρότες της Θεσσαλίας».
Για τον Ν. Παυλονάσιο το πρόβλημα ξεκινάει από πολύ παλιά: «Μιλάμε για μια εθνική στρατηγική για τον αγροτικό τομέα. Στην πραγματικότητα, όμως, ποτέ κανείς δεν ασχολήθηκε μ' αυτό το θέμα. Πάντα εφαρμόζονταν ημίμετρα. Λίγο βάμμα στην πληγή κι αυτό ήταν όλο. Και μετά η πληγή ξανάνοιγε». Ο μόνος δρόμος για να αλλάξουν τα πράγματα, όπως λέει, είναι ο διάλογος και η συνεργασία: «Αν θέλουμε να παράγουμε σ' αυτήν τη χώρα και να έχουμε εθνική γεωργία και κτηνοτροφία, να καθίσουν όλες οι πλευρές στο ίδιο τραπέζι για να χαραχτεί σοβαρά μια εθνική στρατηγική. Λυπάμαι που το λέω, αλλά αυτό δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα», λέει.
«Η Ελλάδα δεν χάραξε τη δικής της στρατηγική με τη νέα ΚΑΠ, απλώς ακολούθησε τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρώπης, ενώ θα μπορούσε να έχει δώσει το δικό της στίγμα και να προτάξει τις δικές της ανάγκες».